Scroll Top

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ: Η ΦΑΥΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ

Θὰ ἀπογοητευθεῖ ὅποιος ἀναμένει νὰ διαβάσει παρακάτω στοιχεῖα γιὰ τή —μὲ τὴ σημερινὴ σημασία τῆς λέξης— «φαυλότητα» τῆς μετάφρασης, διότι τίποτα περὶ φαυλότητος δὲν πρόκειται νὰ ἀναφερθεί. Ὁ σχετικὸς ὅρος θὰ χρησιμποιηθεῖ ἐδῶ μὲ πλατωνικὸ χρῶμα, παραπέμποντας στὸν διάλογο Γοργίας, ὅπου καὶ κατὰ τὴ συζήτηση περὶ τῆς ρητορικῆς (καὶ ἰδίως περὶ τῆς σχέσης της μὲ τὴ νομοθεσία) ὑπολαμβάνεται τόσο ἡ διάκριση τῶν τεχνῶν σὲ «καλές» (ποὺ εἶναι ἢ ὑπονοοῦνται οἱ —ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα— μεγάλες) καὶ σὲ «φαῦλες», παναπεῖ σὲ «μικρές», σὲ «ἀδύναμες», σὲ «κατώτερες», ὅσο καὶ ἡ διὰ τῆς κακῆς χρήσεως ἔκπτωση τῶν «καλῶν» σὲ «φαῦλες» ἔτσι, ὥστε νὰ ἀνήκουν στοὺς «ἀσθενεῖς» καὶ στοὺς «πολλούς».[1]Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐντασσόμενη ἡ μετάφραση εἶναι μιὰ μικρὴ γλωσσικὴ τέχνη, μιὰ ἑτερόφωτη τέχνη, ποὺ παίρνει φῶς ἀπὸ τὸ πρωτότυπο καὶ τὸ διαχέει στὴν ἐπικράτεια τῆς γλώσσας ἀφίξεως τοῦ μεταφράσματος.

Ἡ μετάφραση εἶναι ἐπιστήμη στὸ μέτρο ποὺ μπορεῖ νὰ προσεγγισθεῖ ἐπιστημονικὰ τὸ ἀποτέλεσμά της, τὸ κάθε μεμονωμένο μετάφρασμα δηλαδή, καὶ νὰ περιγραφεῖ μὲ τοὺς γενικῶς ἰσχύοντες κανόνες τῆς οἰκείας ἐπιστήμης, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ Γλωσσολογία, παρακλάδι τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Μεταφρασματολογία. Δὲν συνιστᾶ ὅμως ἐπιστήμη —οὔτε μπορεῖ νὰ γίνει ποτέ— ὡς πρὸς τὴν ἐκπόνηση κανόνων τοῦ μεταφράζειν, ποὺ θὰ ἰσχύουν μάλιστα κατὰ παραδοχὴ γενικῶς καὶ διαχρονικῶς.[2] Τοῦτο ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ ὅτι στὴ μεταφραστικὴ διαδικασία ἐμπλέκονται ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο μία σταθερά, ἤτοι τὸ πρωτότυπο κείμενο, καὶ ἄγνωστος μέν, μέγας δὲ ἀριθμὸς παραμέτρων, ποὺ σημαδεύουν καθοριστικὰ τὸ μετάφρασμα καὶ πού —ἐνδεικτικῶς καὶ ἁδρομερῶς— ἀφοροῦν ἀφ᾽ ἑνὸς τὸν χρόνο, τὸν τόπο καὶ τὶς συνθῆκες, ὅπου ἐπιτελεῖται ἡ μετάφραση, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τὸ πρόσωπο τοῦ καθ᾽ ἔκαστον μεταφραστῆ. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἡ σταθερὰ τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ ἀμετάβλητου πρωτοτύπου ἀπολύει τὴν ἀτρεπτότητά της ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ καθορίζεται ἀπὸ τὸν τρόπο ἀναγνώσεως τοῦ κειμένου ἐκ μέρους τοῦ κάθε μεταφραστῆ του, καὶ ὀ ὁποῖος τρόπος εἶναι δυνατὸν νὰ ποικίλλει ἀνὰ μεταφραστῆ ἀναλόγως τοῦ εἴδους τοῦ πρὸς μετάφραση κειμένου.

Ἡ μετάφραση εἶναι εἶδος ρητορικό,… εἶναι ρητορικὴ τόσο μὲ τὴν εὐρεία (καὶ συνάμα μεταφορική) σημασία του ὅρου, δηλαδὴ ὡς λόγος, ὅσο καὶ μὲ τὴ στενή του σημασία, ἀφοῦ ἡ πενταμερὴς διάκριση τῆς ρητορικῆς τέχνης ( : εὕρεση, διάταξη, λέξη, μνήμη, ὑπόκριση)[3] ἀπαντᾶται ὁπωσδήποτε κατὰ τὴν ἀρτίωση τῶν ἐπιτελεσμάτων της. ὡς ρητορικὸς λόγος εἶναι δὲ ταυτόχρονα καὶ ratio καὶ oratio: ἥτοι, καὶ λόγος/ἀναλογισμός (τουτέστιν λόγος ἐνδιάθετος) καὶ λόγος/ὁμιλία (δηλαδὴ λόγος ἐκφερόμενος).Ὁ μεταφραστής, προκειμένου νὰ ἐπιτελέσει τὴ μεταφραστικὴ ἀποστολή του, κατὰ πρῶτον, εὑρίσκει τὸ θέμα του (inventio), ὄχι μόνο ὡς σῶμα ἑνὸς κειμένου ποὺ πρόκειται νὰ μεταφραστεῖ (παναπεῖ: νὰ μεταφερθεῖ καὶ νὰ ἐπαναρθρωθεῖ σὲ ἄλλο γλωσσικὸ περιβάλλον), ἀλλὰ καὶ ὡς ἐντελὴ σημασιακὸ ἱστό, ποὺ πρέπει νὰ διατηρηθεῖ ἀλύμαντος κατὰ τὰ οὐσιώδη στοιχεῖα του: ὅπως καὶ ὁ ρήτορας, ἔτσι καὶ αὐτὸς ὑποχρεοῦται νὰ γνωρίζει γιὰ τί ἀκριβῶς θὰ ὁμιλήσει. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ μεταφραστής, κατὰ δεύτερον, διατάσσειτὰ διαθέσιμα στοιχεῖα (ordo/dispositio) μὲ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τρόπο ποὺ κατατάσσει (διευθετεῖ καὶ συντάσσει, εὐτρεπίζει) ὁ ρήτορας τὰ ἐπιχειρήματά του, φροντίζοντας νὰ ἀναδεικνύονται εὐχερῶς, καταφανῶς καὶ πασιδήλως τὰ ἐξ αὐτῶν οὐσιαστικὰ καὶ κρίσιμα: αὐτὰ ποὺ τονίζουν καὶ διακρίνουν καὶ καθιστοῦν ξεχωριστὸ τὸ ἔργο του. Τοῦτο, κατὰ τρίτον, ἐπιτυγχάνεται κατὰ λέξιν, ἤτοι μὲ τὴ διαρκὴ μέριμνα τοῦ μεταφραστῆ νὰ ἀκολουθεῖ τὸ κατὰ περίσταση πρόσφορο γιὰ τὸ μεταφραζόμενο ἔργο ὕφος (elocutio) — ὅπως, ἄλλωστε, θὰ ἔκανε καὶ ὁ ρήτορας ἀναλόγως τοῦ ρητορικοῦ λόγου ποὺ θὰ ἐκφωνοῦσε, φροντίζοντας νὰ μὴν ἀκούγονται σὲ συμβουλευτικὰ συνυφαινόμενα τόνοι πανηγυρικοὶ ἢ δικανικοί· ταυτόχρονα, ὡστόσο, θὰ πρέπει νὰ ἔχει κατὰ νοῦν ὅτι δίπλα στὸ γενικὸ ὕφος, τὸ ἀναφερόμενο στὰ καθέκαστον εἴδη του ρητορεύειν/μεταφράζειν (ἂν ὄχι καὶ κυριολεκτικῶς ἐξαρτώμενο ἀπὸ αὐτά), πρέπει νὰ ἐπιτρέπεται νὰ διαφαίνεται κατὰ περίσταση καὶ τὸ εἰδικὸ ὕφος τόσο τοῦ συγγραφέα τοῦ πρωτότυπου ἔργου ὅσο καὶ τοῦ ἴδιου του τοῦ ἑαυτοῦ ὡς μεταφραστῆ,… ὠς μεταφράζοντος ὑποκειμένου. Στὴν ἐπιτυχὴ συμπλοκὴ τῶν ἑκάστοτε ὑφολογικῶν προαιρέσεων, μὲ τὴ συνδρομὴ ὅλων τῶν δυνατῶν σχημάτων λόγου καὶ διανοίας, κρίνεται σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου τό —μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ σημασία τοῦ ὅρου— ἦθος τῆς μετάφρασης.[4]Ὅπως τὸ ὁμιλοῦν ὑποκείμενο (sujet parlant) στὴ ρητορική, ἔτσι καὶ τὸ μεταφράζον ὑποκείμενο στὴ μεταφραστική (sujet traduisant) ὀφείλει, κατὰ τέταρτον, νὰ ἀποδεικνύεται δεινὸς μνήμων: νὰ θυμᾶται (memoria), μὲ ἄλλα λόγια, ὁτιδήποτε ἀφορᾶ τὸ πρὸς μετάφραση ἔργο: νὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἀναλύει καὶ νὰ τὸ συνθέτει σέ —ὅσα χρειαστεῖ— μέρη καὶ ὑπομέρη καὶ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπανεκφράζει τὸ ἔργο ὄχι μόνο ὡς βασικὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ὡς συνισταμένη πλήθους παραλλαγῶν. Τοῦτο τὸ τελευταῖο ἀμελεῖται κατὰ τὴ μεταφραστικὴ διαδικασία τόσο συχνὰ ὅσο καὶ στὴ ρητορική: ἄν, ὅμως, ὁ ρήτορας δὲν θυμᾶται τί ἔχει πεῖ καὶ πῶς τὸ ἔχει πεῖ, ἀντιλαμβανόμαστε πόσο εὐτυχὲς εἶναι τὸ ἀποτέλασμα τοῦ λόγου του — τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν μεταφραστή! Ἰσχύει δέ, μάλιστα, πολὺ ἐντονότερα στὴν περίπτωσή του, ἀφοῦ ὁ μεταφραστής, ὡς παρέμβλητος στὸν πρωτότυπο λόγο τοῦ συγγραφέα, δὲν γνωρίζει ἀπὸ πρῶτο χέρι τὸ πῶς καὶ τὸ τί τῆς γραφῆς τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ τὸ μαθαίνει ἐπαγωγικὰ καὶ μὲ τὴν ἐπιστράτευση τῆς φαντασίας του.

Ἂν ἕνας ρήτορας ἐπιτύχει μὲν ὅλα τὰ προηγούμενα, ἀλλὰ δὲν ξέρει πῶς νὰ τὰ παρουσιάσει, δὲν εἶναι καθόλου καλὸς ρήτορας! Διότι ὁ ρήτορας πρέπει, κατὰ πέμπτον, νὰ ὑποκριθεῖ, δίκην ἠθοποιοῦ/ὑποκριτοῦ, τὸν ρόλο του (actio) — τὸ ἴδιο καὶ ὁ μεταφραστής, ἀλλὰ αὐτὸς ἀκόμα περισσότερο σὲ σχέση μὲ τὸν ρήτορα, καὶ τοῦτο μᾶς τὸ μαρτυροῦν πειστικῶς καὶ άναντιλέκτως λέξεις ἐτυμολογούμενες ἀπὸ τὴν actio: ἐδῶ, στὴ μετάφραση, ὁ actor (ἠθοποιός) εἶναι συνάμα auctor (αὐθέντης) καὶ author (συγγραφέας). Ὁ μεταφραστὴς ἔρχεται νὰ ὑποκριθεῖ ὡς αὐθεντικὸς ἠθοποιὸς τὸν συγγραφέα τοῦ πρωτοτύπου ἀναλαμβάνοντας στὸ τέλος νὰ γίνει ὀ ἴδιος συγγραφέας: νὰ ἐπαναρθρώσει στὸ μετάφρασμά του, καὶ δὴ μὲ τὸ ὑποκειμενικό του ἦθος, ἕνα πρωτότυπο ἔργο ἀκόμα καί —γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Μπωντλαίρ— ὡς hypocrite lecteur, παναπεῖ ὡς ὑποκριτὴς ἀναγνώστης. Ὁ τόνος, ἐν προκειμένῳ, πέφτει στὸ ἀναγνώστης: ὁ μεταφραστὴς θὰ ἔχει διαβάσει (ἀναγνώσει) καὶ θὰ ἔχει γνωρίσει (ἀναγνωρίσει) τί καλεῖται νὰ ὑποκριθεῖ, δηλαδὴ νὰ ξαναγράψει.

Στοὺς πλαγωνικοὺς διαλόγους Θεαίτητος, Κρατύλος καὶ Γοργίας ἀπαντῶνται ἐκτεταμένα χωρία μὲ ἀλληλοσυνδεόμενες κρίσιμες ἀναφορὲς στὸ τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ λόγου, ἡ καταγωγὴ τῶν ὀνομάτων καὶ ἡ σχέση ὅλων τῶν τεχνῶν μὲ τὴ ρητορική. Ἔχοντας ἐξετάσει (ἁδρομερέστατα, ἐννοεῖται) τὴ μετάφραση ὡς τέχνη ρητορική (πολλαπλῶς μετέχουσα καὶ τῶν πέντε μερῶν τῆς διαίρεσης τῆς ρητορικῆς oratio) μένει νὰ τὴ θεωρήσουμε καὶ ὡς διανοητικὴ δράση, ἡ ὁποία ἄγει κάθε φορὰ σὲ ἐπιτέλεσμα ἐντασσόμενο στὸ «φυσικῶς φθέγγεσθαι».

Ὁ ὑποψιασμένος ἀναγνώστης ἔχει ἤδη ἀντιληφθεῖ τὴν ἀναφορά μας στὸν πλατωνικὸ Θεαίτητο. Ὄντως! Καὶ μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι στὸ σχῆμα ποὺ ἐπεξεργάζεται ὁ Πλάτων ἐκεῖ, χωρεῖ ὅλη ἡ μετάφραση: ὡς διαδικασία καὶ ὡς ἔργο κατορθωμένο (ἢ ἐπιτελεσμένο), ἀπὸ τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ τοῦτο ἰσχύει ἀπολύτως γιὰ τὸν ἐν γένει λόγο — παναπεῖ τόσο ὡς λόγο ἐνδιάθετο (raison/reason) καὶ λόγο ἐκφερόμενο (discours) ὅσο καὶ ὠς μαθηματικὴ ὀντότητα (ratio).

Τὸ εἰρημένο πλαίσιο ὁρίζεται ἀπὸ τὴν τετράδα «γιγνόμενα, ποιούμενα, ἀπολλύμενα, ἀλλοιούμενα».[5] Καὶ πάλι ἁδρομερῶς ἐξετάζοντας τὰ πράγματα καὶ ἀκολουθώντας τὴ σειρὰ τῶν τεσσάρων μετοχῶν θὰ ποῦμε ὅτι ἡ μετάφραση ὡς ὁπωσδήποτε ἐπαναλαμβανόμενος λόγος ἑνὸς συγκεκριμένου πρωτοτύπου γίνεταιἐπὶ σκοπῷ: προκειμένου νὰ ποιηθεῖκάτι· στὸ προκύπτον ποίημα, ὡστόσο, ἐὰν καὶ ἐφ᾽ ὅσον τὸ συγκρίνουμε μὲ τὸν λόγο τοῦ πρωτοτύπου, διαπιστώνονται ἀπώλειες καὶ σημειώνονται ἀλλοιώσεις. Οἱ ἐν λόγῳ ἀναιρέσεις τοῦ πρωτοτύπου, ὅμως, εἶναι —θὰ λέγαμε— μοιραῖες; δὲν μπορεῖ νὰ γίνει διαφορετικά! Γιὰ μετάφραση μιλᾶμε: γιὰ κάτι ποὺ «φράζεται» μετά, δηλαδὴ γιὰ κάτι ποὺ λέγεται «ὕστερα» καὶ «ἀλλιῶς»!

Ὁ ποιῶν τὸ μετάφρασμα —τὸ ποίημα— εἶναι δέσμιος ὄχι μόνο πλείστων ὅσων ἀνὰ φυσικὴ γλώσσα ὑφισταμένων ἰδιαιτεροτήτων, ἀλλὰ καί (κυρίως) τῆς ἔγχρονης ἐπανάληψης ἀπὸ τὴ λαλούσα γραφίδα του τῶν πρωτοτύπως ἅπαξ λεχθέντων. Ὁ μεταφραστὴς λειτουργεῖ ὡς ρήτορας ποὺ καλεῖται (ἀναθέτοντας ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του τὸ καθῆκον) νὰ ἐπαναλάβει λόγους ξένους, καὶ δὴ πειστικά — ἀλλιῶς δὲν ρητορεύει! Ὁ ρήτορας-μεταφραστὴς εὑρίσκει τόπους στὴ γλώσσα του καὶ διατάσσει ἐλλόγως ὅλα τὰ διαθέσιμα ἢ/καὶ ἀνακαλυφθέντα στοιχεῖα, καλούμενος νὰ ἐκφωνήσει μὲ τὸ ὕφος του τὸ ὕφος ἑνὸς ἄλλου· ἀναδεικνυόμενος δεινὸς μνήμων καὶ καλὸς ὑποκριτὴς προτείνει ἕνα ρητόρευμα μὲ ἀλλαγές ( : ἀπώλειες καὶ ἀλλοιώσεις) ποὺ ἐπῆλθαν κατ᾽ ἀνάγκην, προκειμένου νὰ πείσει τὸ ἀκροατήριό του γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἐπιτελέσματός του.

Δὲν θὰ τὸ ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ, ἀφήνοντάς το στὴν ἀρέσκεια ἢ στὴν πρωτοβουλία τοῦ φιλόσπουδου ἀναγνώστη, ἀλλὰ οἱ ἀνὰ ζεύγη συνδυασμοὶ τῶν μετοχῶν «γιγνόμενα, ποιούμενα, ἀπολλύμενα, ἀλλοιούμενα» δίνουν ἄφθονη τροφὴ στὸ πνεῦμα τόσο για παιχνίδια (γιὰ Sprachspiele, γιὰ γλωσσοπαίγνια, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Λουδοβίκος Βιτγκενστάιν) ὅσο καὶ γιὰ σοβαρὸ στοχασμό. Θὰ ποῦμε, ὅμως, ἀφοριστικά, ὅτι κατὰ τὴ γνώμη μας δὲν ὑπάρχει ροπὴ τοῦ μεταφραστικοῦ λόγου ποὺ νὰ μὴ χωράει σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἕξι δυνατὰ ζεύγη.

Ἐπανερχόμενοι στὶς τέσσερις μετοχὲς ἐπιμένουμε ἁπλῶς στὰ «ἀλλοιούμενα», θέλοντας νὰ τονίσουμε ἰδιαίτερα τὶς ἀναπότρεπτες ἀλλοιώσεις ποὺ ἀποτελοῦν συγχρόνως καὶ κακία καὶ ὅρο τῆς ἀρετῆς τῶν μεταφρασμάτων, ὅπως μάλιστα καθορίζονται ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε δεδομένη «συμπλοκὴ τῶν ὀνομάτων», ποὺ συνιστᾶ ὅ,τι στὴ διεθνῶς ἰσχύουσα ὁρολογία θεωρεῖται ὡς context, ἑλληνιστὶ ὡς συνυφαινόμενα. Τὰ πάσης φύσεως, κυρίως δὲ τὰ πολιτιστικὰ συνυφαινόμενα (ποὺ καλεῖται εἴτε νὰ διανοηθεῖ εἴτε νὰ ἐκφωνήσει ὁ ρητορεύων μεταφραστής), δροῦν αὐτομάτως ἐξαλλοιωτικά, ἰδίως μάλιστα μέσα στὴ ροὴ τῶν χρόνων καὶ τῶν αἰώνων καὶ μέσα στὸ ρεῦμα ποὺ περνάει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ καθενὸς μεταφραστῆ. Μέριμνα τοῦ κάθε μεταφραστῆ εἶναι νὰ τὰ ἀναδείξει ὄχι ὡς ἀλλοιώσεις, ἀλλὰ ὡς προσαρμογές: ὡς οἰκειώσεις τοῦ ξένου, ὡς —μὲ ἄλλα λόγια— ἐν τοῖς πράγμασι φιλοξενία.

Ἡ ὑπόρρητη σχέση τῆς ἑτυμολόγησης τοῦ ὀνόματος «Ἀπόλλων» (καὶ) μὲ τὸν ὅρο «ἀπολλύμενα», ποὺ μᾶς παραδίδεται στὸν Κρατύλο,[6] ἔρχεται νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι ὁ θεὸς τοῦ φωτὸς τοῦ πρωτοτύπου θάβεται στὸ σκότος τῆς ἀπώλειας καὶ τῆς ἀλλοίωσης μαζὶ μὲ τὰ γιγνόμενα καὶ τὰ ποιούμενα ἀπὸ τὸν πρωτοταγὴ δημιουργό ( : ἀπὸ τὸν συγγραφέα, δηλαδή, τοῦ πρωτοτύπου), πλὴν ὅμως ἐπιτρέπει στὸν ἀναδημιουργὸ τοῦ πρωτότυπου ἔργου, στὸν μεταφραστὴ τουτέστιν, νὰ παραγάγει ρητορικῶς τὰ δικά του γιγνόμενα καὶ ποιούμενα μέσῳ μιᾶς νέας οὐσιώδους συμπλοκῆς ὀνομάτων, ποὺ κάνει τὴ μετάφραση νὰ ὑπερβαίνει τὸ ἀντιθετικὸ ζεῦγος «τέχνη-ἐπιστήμη» καὶ νὰ γίνεται ἀληθὴς «μῆτις».[7] Ἀμέσως τώρα ἀναφερόμαστε ἐκ νέου στὸν Θεαίτητο, ὅπου ἀκοῦμε τὸν Σωκράτη νὰ λέει:

Τὸ μὲν πρῶτον εἴη ἂν τὸ τὴν αὑτοῦ διάνοιαν ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς μετὰ ρημάτων τε καὶ ὀνομάτων, ὥσπερ εὶς κάτοπτρον ἢ ὕδωρ τὴν δόξαν ἐκτυπούμενον εἰς τὴν διὰ τοῦ στόματος ῥοήν·[8]καὶ σὲ δική μου μετάφραση:

Τὸ πρῶτο ποὺ θέλει νὰ μᾶς πεῖ ὀ λόγος εἶναι ὅτι τὴ σκέψη μας τὴ φανερώνουμε διὰ φωνῆς μετὰ ρημάτων τε καὶ ὀνομάτων καὶ τὴν ἀποτυπώνουμε ὡς γνώμη μας στὸ ρεῦμα ποὺ περνάει μέσα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ καθενός μας, ὥσπερ εἰς κάτοπτρον ἢ ὕδωρ, δηλαδή σὰν νὰ κυλάει πάνω σὲ καθρέφτη ἢ νὰ μπαίνει μέσα σὲ τρεχούμενο νερό.Ἔτσι περνᾶμε στὴ μεταφραστικὴ διαδικασία.

Ἡ μεταφραστικὴ διαδικασία, προϋποθέτουσα γλωσσικὴ δεξιότητα (linguistic competence), τείνει στὴν ἄρθρωση γλωσσικῶν ἐπιτελεσμάτων (linguistic performances),[9] ποὺ ὅμως ἔχουν αὐστηρὰ ἀτομικὸ χαρακτήρα: ἀποτελοῦν γλωσσικὰ ἐπιτελέσματα ἀφορῶντα συγκεκριμένον κάθε φορὰ μεταφραστή, καθόσον μέσα στὴν κάθε γλωσσικὴ κοινότητα οὔτε λειτούργησε ποτὲ οὔτε λειτουργεῖ παραλλήλως κάποια μεταφραστικὴ κοινότητα. Ὁ μεταφραστὴς εἶναι μονάδα· συλλογικὴ μετάφραση κανονικῶς δὲν νοεῖται, εἰμὴ μόνο κατ᾽ ἐξαίρεση — ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ τὸν ρόλο τοῦ μοναδικοῦ μεταφραστῆ τὸν παίζει ἡ συνισταμένη τῆς ἐκπεφρασμένης συναίνεσης τῶν συμμετεχόντων μεταφραστῶν ἐπὶ τοῦ τελικοῦ μεταφράσματος.Γιὰ τὴ μετάφραση ἔχουν διατυπωθεῖ πλεῖστοι ὅσοι ὁρισμοί, πράγμα ποὺ αὐτομάτως σημαίνει ὅτι δὲν ὑφίσταται γενικῶς ἰσχύων ὁρισμός της. Ἀποτελεῖ ἀφόρητη κοινοτοπία μέν, πλὴν ὅμως ἀντικατοπτρίζει πιστὰ τὴν ἀλήθεια ὁ στεγνὸς καὶ στενότατος ἐκεῖνος ὁρισμὸς ποὺ θέλει τὴ μετάφραση ἔγγραφη μεταφορὰ ἑνὸς ἤδη ὑπάρχοντος κειμένου ἀπὸ μία φυσικὴ γλώσσα σὲ μία ἄλλη φυσικὴ γλώσσα. Ὅσο ἄγευστος καὶ ἂν εἶναι ὁ ὁρισμὸς αὐτός, τόσο ἐπιβεβαιώνει μὲ τὴν περιγραφικότητα καὶ τὴ λιτότητά του τὴν ὀρθότητα περὶ τὰ πράγματα τὰ μεταφραστικά. Ἂν μπορεῖ νὰ προστεθεῖ κάτι σὲ αὐτόν, χωρὶς νὰ τοῦ καταστρέψει τὴ στρογγυλότητα, εἶναι τοῦτο: ἡ μετάφραση ἀφορᾶ μὲν κείμενο συνταγμένο σὲ μιὰ γλώσσα ἀναφορᾶς, στὴ λεγόμενη γλώσσα ἀφετηρίας, ἐπιτελεῖται ὅμως σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς γλώσσας ἀφίξεως. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ λόγος τοῦ πρωτοτύπου ἀρκεῖται σὲ ὑποδείξεις πρὸς τὸν λόγο τοῦ μεταφράσματος — καὶ παρακαλῶ τὸν ἀναγνώστη, ποὺ διαβάζει αὐτὲς τὶς γραμμές, νὰ ἐντάξει τὴ λέξη «ὑποδείξεις» καὶ στὸ πλαίσιο ποὺ ἔχει ἐντάξει ἡ Σημασιολογία τὸν ὅρο deixis,… τὴ δείξη. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸ ποὺ εἴπαμε στὴν προπροηγούμενη περίοδο δὲν εἶναι ἀπόλυτο, μποροῦμε νὰ ποῦμε συμπληρωματικὰ ὅτι ἡ ἰσχύς του ἐκτείνεται ἕως ἐκεῖ ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει ἡ ἔκφραση «κατὰ κανόνα». Ἀφοριστικά, ἀλλὰ καθόλου μακριὰ ἀπὸ τὴν ὀρθότητα καὶ τὴν ἀλήθεια, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ μετάφραση εἶναι ἔργον μεταφραστοῦ. Μέσα στὴν ἐγγενὴ πλατωνικότητα τοῦ εἰρημένου ἀφορισμοῦ χωράει, ὡστόσο, πλῆθος μέγα προσεγγίσεων, ἀκόμα καὶ τῶν πλέον ἑτεροκλήτων, ἀπὸ τὴ μαρξικὴ ἱστορικοϋλιστικὴ κοινωνικὴ οὐσίωση ἑνὸς κειμένου καὶ σὲ ἄλλη γλώσσα πλὴν αὐτῆς τοῦ πρωτοτύπου του, ἕως καὶ τὴ βιτγκενστάινεια γλωσσοπαιγνιώδη παγίωση ἑνὸς γλωσσικοῦ ἀγώνα — ἀρκεῖ νὰ βρεθεῖ ὁ ἐπὶ τούτῳ κατάλληλος μεταφραστής, ὁ ἐπιστήμωνκαὶ τεχνικός, ἀλλὰ καὶ μητιόεις χειριστὴς τῶν ἤδη ὑφισταμένων λεξικῶν ἐργαλείων, ἀλλὰ καὶ ἐπινοητήςνέων μέσων ποὺ θά (τοῦ) διευκολύνουν τὴν ἐπανάρθρωση τοῦ χρονικῶς παλαιότερου πρωτοτύπου κειμένου σὲ φρέσκο μετάφρασμα, προκειμένου νὰ καταστήσει ἐφικτὴ τὴν ἐπικοινωνία τοῦ κοινοῦ ἀφίξεως μὲ γλωσσογενῆ προϊόντα ποὺ ἔχει ἤδη γνωρίσει τὸ κοινὸ ἀφετηρίας.

Ὁ μεταφραστὴς γίνεται ἔτσι, λοιπόν, ὄχι μόνο ρέκτης καὶ πλάστης γλωσσικῶν ἀγαθῶν ἀπὸ γλώσσα σὲ γλώσσα, ἀλλὰ καὶ καταλύτης τῆς ἀπαραίτητης «χημικῆς» ἀντίδρασης ποὺ πρέπει νὰ γίνεται ὅποτε ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ δύο γλῶσσες. Τὸ ὅτι κάποιος γνωρίζει —ὅσο καλὰ καὶ ἂν γνωρίζει— μία ξένη γλώσσα, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ συγκεκριμένος γνώστης εἶναι ἄνευ ἑτέρου καὶ καλὸς μεταφραστής. Τὸ ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ καλὴ γνώση τῆς «ξένης» γλώσσας δὲν ἀμφισβητεῖται· παραλλήλως, ὅμως, ἀπαιτεῖται ὅπως συμπίπτουν στὸ πρόσωπο τοῦ μεταφραστῆ καὶ ἀρκετὲς ἱκανότητες ποὺ ἐξικνοῦνται πέραν τῆς ἁπλῆς καλῆς γνώσεως μιᾶς ξένης γλώσσας.Ὁ μεταφραστὴς πρέπει νὰ ξέρει νὰ βλέπει τὴν ξένη γλώσσα μέσα στὸ σύστημα τῆς δικῆς του, τῆς μητρικῆς του γλώσσας: νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ προβαίνει σὲ συντακτικὲς συστοιχήσεις, νὰ ἀναγνωρίζει πραγματολογικὰ δεμένα, νὰ ἐπινοεῖ ὑφολογικὲς ἀποκρίσεις καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, νὰ ὑπηρετεῖ μὲ κατὰ περίπτωση ἐπιστρατευόμενη ἐφευρετικότητα, καὶ ὄχι μὲ πρεταπορτὲ συνταγές, τὴν ἰσοσθένεια τῶν δύο κειμένων, τοῦ πρωτοτύπου καὶ τοῦ μεταφράσματος, ἐνεργοποιώντας ἀποκωδικεύσεις τοῦ πρωτότυπου κειμενικοῦ ὑλικοῦ καὶ συντονίζοντας ἀνακωδικεύσεις του στὸ μετάφρασμα, λαμβάνοντας ἰδιαίτερα ὑπόψη του ὅλο τὸ πλέγμα τῆς κουλτούρας ἀφίξεως καὶ τῶν εὐρειῶν δυνατοτήτων ποὺ τοῦ παρέχει. Τούτων οὕτως ἐχόντων ἡ μετάφραση —τόσο ὡς διαδικασία καὶ ἀποτέλεσμα, ὅσο καὶ ὡς ἱκανότητα καὶ ἐπιτέλεσμα— δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνα συγκεκριμένο πολιτιστικὸ συμβεβηκός, μιὰ διαπιστούμενη ἐμπέδωση τοῦ ἀλλότριου γλωσσικοῦ κειμένου σὲ οἰκεῖο καὶ ὁμιλοῦν γλωσσικὸ κείμενο, ποὺ μιλάει τὴ γλώσσα καὶ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴ γλώσσα ἐκείνου τοῦ ὁμιλοῦντος ὑποκειμένου ποὺ λέγεται καθέκαστον μεταφραστής.

Ὁ ἰδεϊκὸς μεταφραστὴς δὲν ὑπάρχει, οὔτε τὸν ἔχει ἀνάγκη —ἂν μποροῦμε νὰ τὸ διατυπώσουμε ἔτσι— ἡ μετάφραση. Ὅπως ἐπίσης δὲν ὑπάρχει ὁ παμμεταφραστής. Ὑπάρχει ἁπλῶς ὁ καθέκαστον μεταφραστής, τὸ ἀτομικῶς ὁμιλοῦν καὶ μεταφράζον ὑποκείμενο, τὸ ὁποῖο κινεῖ ἕνα πολιτιστικὸ δρώμενο μὲ πρώτιστο τελικὸ σκοπό του νὰ ἐκφρασθεῖ αὐτὸ τὸ ἴδιο, καὶ ἐπὶ μέρους σκοποὺς πάρα πολλούς, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι σχεδὸν ποτὲ ὁρατοί. Ἐκφραζόμενος διὰ τῆς μεταφράσεως ὁ μεταφραστὴς ἐκφράζεται ὡς ὁμιλοῦν ὑποκείμενο, καὶ δὴ ἐπεμβαίνοντας (ad jocandum, τοῦ παίζειν χάριν) μὲ τὸ γλωσσικό του ὄργανο καὶ τὶς ὅποιες δυνατότητές του στὴν ἤδη διαμορφωμένη πραγματικότητα, προκειμένου —μὲ ὅσες ἀπώλειες καὶ ἀλλοιώσεις— νὰ τὴν ἀλλάξει. Στὸ μεταφραστικὸ παιχνίδι του δὲν ἐμπλέκονται μόνο οἱ νεολογικές του συνεισφορές, ὅπως πολὺ εὔκολα θὰ μποροῦσε ἐδῶ κάποιος νὰ ὑποθέσει, ἀλλὰ καὶ ὁποιαδήποτε λογικὴ δράση του, ἐπιτυχὴς ἢ ἀτυχής, ὀρθὴ ἢ ἐσφαλμένη, κανονικὴ ἢ κατ᾽ ἐξαίρεσιν, μέσα στὸν σωρὸ τῶν λεξικεύσεων ἢ ἅπαξ κ.ο.κ.

Ἡ κάθε μετάφραση, ὡς ἀρτιωμένο ὑλικὸ μετάφρασμα, προσφέρει στὸν γλωσσολόγο/μεταφρασματολόγο πλοῦτο γλωσσικῶν ἐπιτευγμάτων ποὺ παρήχθησαν ὄχι πρωτογενῶς, ἀλλὰ ἀπὸ ἀφορμὴ ἑνὸς πρωτογενῶς παραχθέντος κειμένου. Ὁ γλωσσολόγος/μεταφρασματολόγος, πέρα ἀπὸ τὶς ὅποιας φύσεως ἀντιπαραβολικὲς συγκρίσεις, στὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἐπιδοθεῖ, ἔχει μπροστά του τὸ ἀποτέλεσμα ἑνὸς διαγλωσσικοῦ διαλόγου καὶ καλεῖται νὰ τὸ διαχειρισθεῖ καὶ νὰ τὸ ἐκτιμήσει ἐν ὅλῳ ἢ ἐν μέρει, ἀναλόγως τοῦ πρὸς τὰ ποῦ ὁ ἴδιος κατευθύνει τὰ ἐπιστημονικὰ ἐνδιαφέροντά του. Ὁποιαδήποτε κατεύθυνση, ὅμως, καὶ ἂν ἐπιλέξει, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχει ὡς σημεῖο ἐκκινήσεώς του τὴν κάθε λέξη τοῦ μεταφράσματος, τόσο χωριστὰ ὅσο καὶ στὴ συνύφανσή της στὸ κειμενικὸ περιβάλλον ὅπου ἔχει ἐνταχθεῖ, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀναφορά της στὸ ἐν γένει πολιτιστικὸ περιβάλλον ποὺ τὴν ἔχει ὑποδεχθεῖ ὡς ἐν τοῖς πράγμασι ἀπόδοση μιᾶς συγκεκριμέμης ξένης λέξης ἢ φράσης ἢ πρότασης: ἑνὸς συγκεκριμένου ξένου λόγου.Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω κρίνουμε ὅτι, ἂν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχει φαυλότητα στὴ μετάφραση, ἀναγκαστικά πρέπει να ἀρχίσουμε νὰ ὑπονομεύουμε ἐκεῖνο ποὺ σὲ προηγούμενη παράγραφο παραδεχθήκαμε ὡς ὀρθὸ καὶ ἀληθές; τὸ ὅτι ἡ μετάφραση εἶναι ἔργον μεταφραστοῦ, δηλαδὴ ἔκφραση ὑποκειμενική. Φαυλότητα στὴ μετάφραση κρίνω ὅτι θα συναντήσουμε μόνο, ἂν ἀρχίσουμε νὰ δεχόμαστε ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ὑφίσταται ἀντικειμενικὴ μετάφραση, ἡ ὁποία μάλιστα θὰ εἶναι καὶ διδακτή.

Ἡ μετάφραση ἀποτελεῖ παγκόσμια πρακτική — αἰῶνες τώρα. Ἁπλῶς κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἔχει ξεφύγει σχεδὸν τελείως ἀπὸ τὶς προδιαγραφὲς ἑνὸς εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος ἢ μιᾶς ὀσοδήποτε «ἐπιστημονικῆς» ἐνασχόλησης καὶ ἔχει γίνει καὶ ἐπάγγελμα καὶ παραγωγικὴ διαδικασία. Καὶ ἔτσι, ὅμως, παρουσιάζει ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον. Ἡ πολυπλοκότητα τοῦ χαρακτήρα της τρομάζει μόνο τοὺς ἀφελεῖς, τοὺς μονόπαντους καὶ τοὺς μὴ συνειδότες. Οἱ νηφάλιοι μελετητὲς τοῦ μεταφραστικοῦ φαινομένου (ποὺ πρέπει νὰ εἶναι καὶ οἱ ἴδιοι μεταφραστές) γνωρίζουν οἴκοθεν ὅτι τὰ ὅποια μεταφραστικὰ «λάθη» ἐπ᾽ οὐδενὶ ἀπειλοῦν τὴ γλώσσα ὑποδοχῆς, ἰδίως ἐπειδὴ ἀναλογίζονται πόσα καὶ πόσα λάθη (καὶ μεταφραστικά) ἔχουν καταστεῖ πλέον χρήσεις καὶ δὲν ἐνοχλοῦν τὸ γλωσσικὸ αἴσθημα κανενὸς χρήστη. Ὅπως ἐπίσης γνωρίζουν ὅτι καμία γλώσσα δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν διὰ τῆς μεταφράσεως εἰσαγωγὴ ξένων τρόπων συντάξεως — ἡ διὰ τῆς ξενιστικῆς οἰκείωση καὶ ἡ ἀπόρριψη ὅσων ἀπὸ αὐτοὺς δὲν καταφέρουν νὰ γίνουν χρήσεις ἁπλουστεύει τὰ πράγματα. Νόμος τῆς ζωῆς, ἄρα καὶ τῆς γλώσσας εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἀλλαγή. Ἡ μετάφραση συντελεῖ στὴν ἀλλαγὴ αὐτὴ διὰ τῆς καταθέσεως λεκτικοῦ (διάβαζε: πολιτιστικοῦ) πλούτου ποὺ εἴτε θὰ ἐπενδυθεῖ καὶ θὰ πιάσει τόπο εἴτε θὰ σπαταληθεῖ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Σημασία ἔχει νὰ ὑπάρχει γλωσσικὸ χρῆμα πρὸς χρῆσιν καὶ νὰ ρέει. Κανονικῶς ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἐκ περισσοῦ καὶ μποροῦν νὰ ληφθοῦν ἐλευθέρως ὑπόψη ἢ/καὶ νὰ ἀπαλειφθοῦν ἀζημίως.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πλάτων, Γοργίας, 482c4-490b8. Βλ. ἰδίως 483b4-c6:Ἀλλ᾽οἶμαι οἱ τιθέμενοι τοὺς νόμους οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποί εἰσιν καὶ οἱ πολλοί. πρὸς αὐτοὺς οὖν καὶ τὸ αὐτοῖς συμφέρον τούς τε νόμους τίθενται καὶ τοὺς ἐπαίνους ἐπαινοῦσιν καὶ τοὺς ψόγους ψέγουσιν· ἐκφοβοῦντες τοὺς ἐρρωμενεστέρους τῶν ἀνθρώπων καὶ δυνατοὺς ὄντας πλέον ἔχειν, ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωσιν, λέγουσιν ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν, καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν· ἀγαπῶσι γὰρ οἶμαι αὐτοὶ ἂν τὸ ἴσον ἔχωσιν φαυλότεροι ὄντες·καὶ στὴ μετάφραση τοῦ Παύλου Καλλιγᾶ, σ. 161:
Ἀλλὰ πιστεύω ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ νομοθετοῦν εἶναι οἱ ἀδύναμοι ἄνθρωποι καὶ οἱ πολλοί. Ὁπότε λοιπὸν νομοθετοῦν ἔτσι ὥστε ὁ ἔπαινος καὶ ὁ ψόγος νὰ ἀποδίδονται κατὰ τρόπο ποὺ νὰ ἐξυπηρετεῖ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους καὶ τὸ δικό τους συμφέρον. Ἐκφοβίζουν τοὺς πιὸ ρωμαλέους καὶ τοὺς πιὸ δυνατοὺς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τοὺς ἐμποδίσουν νὰ ἔχουν περισσότερα, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἔχουν περισσότερα ἀπὸ αὐτούς, λέγοντας ὅτι εἶναι ἐπαίσχυντο καὶ ἄδικο νὰ ἔχει κανεὶς περισσότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ νὰ ἀδικεῖ κάποιος, τὸ νὰ ζητάει νὰ ἔχει μεγαλύτερο μερίδιο ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. Διότι, θαρρῶ, ἐπιδιώκουν νὰ ἔχουν ἴσο μερίδιο αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ἐπειδὴ εἶναι κατώτεροι.
— Στὸν ἴδιο διάλογο, βεβαίως, ἀπαντᾶται καὶ ἠ σημασία τοῦ «φαῦλος» ὡς «κακός», «κακόβουλος» «»: πρβλ. ἐνδεικτικῶς Πλάτων, Γοργίας, 466b8-9 ( : Ἆρ οὖν δοκοῦσί σοι ὡς κόλακες ἐν ταῖς πόλεσι φαῦλοι νομίζεσθαι οἱ ἀγαθοὶ ῥήτορες;) καὶ 521c3-5 ( : Ὥς μοι δοκεῖς, ὦ Σώκρατες, πιστεύειν μὴδ᾽ ἂν ἓν τούτων παθεῖν, ὡς οἰκῶν ἐκποδὼν καὶ οιὐκ ἂν εἰσαχθεὶς εἰς δικαστήριον ὑπὸ πάνυ ἴσως μοχθηροῦ ἀνθρώπου καὶ φαὐλου). Καὶ στὴ μετἀφραση Παύλου Καλλιγᾶ, σσ. 102 καὶ 274 ἀντίστοιχα: Πιστεύεις λοιπὸν ὅτι οἱ καλοὶ ρήτορες, ἐφόσον εἶναι κόλακες, θεωροῦνται στὶς πόλεις ὡς κακοί; […] Πόσο πολὺ μοῦ φαίνεται, Σωκράτη, πὼς πιστεύεις ὅτι τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ σοῦ συμβεῖ, μὲ τὸ νὰ μένεις ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα, καὶ πὼς δὲν θὰ ὁδηγηθεῖς μιὰ μέρα στὸ δικαστήριο, ἴσως ἀπὸ κάποιον ἰδιαίτερα κακόβουλο καὶ διεφθαρμένο ἄνθρωπο!
[2] Ὁ κυρίαρχος ὅρος Μεταφρασιολογία (καὶ μάλιστα ὡς Μεταφρασεολογία) δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀκριβής ἀπὸ τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον δὲν ἑστιάζει μόνο στὸ συγκεκριμένο ἁπτὸ ὑλικὸ μετάφρασμα, ἀλλὰ προσπαδεῖ θὰ διεισδύσει καὶ στὴν ἀόριστη καὶ ἀφηρημένη καὶ ἁπλῶς καὶ μόνον ἐξεικαζόμενη ἢ ὑποτιθέμενη διαδικασία παραγωγῆς του. Μὲ ἄλλα λόγια: μεταφρασματολογικῶς γνωρίζουμε πάντοτε περί τίνος γίνεται λόγος· μεταφρασιολογικῶςμεταφερόμαστε στὸν χῶρο τῆς φαντασίας, τῆς εἰκασίας καὶ τῆς ὁποιασδήποτε ὑπόθεσης.
[3] Βλ. George Kennedy, Ἱστορία τῆς κλασικῆς ρητορικῆς, σσ. 11 ἑπ.
[4] Ἀριστοτέλης, Ρητορική, 1356a2: ἐν τῷ ἤθει τοῦ λέγοντος.
[5] Πλάτων, Θεαίτητος, 157a6-c2.
[6] Πλάτων, Κρατύλος, 405b6-406a3.
[7] Γιῶργος Κεντρωτής, Θεωρία καὶ πράξη τῆς μετάφρασης, σσ. 45 ἑπ.
[8] Πλάτων, Θεαίτητος, 206d1-4. — Ἡ ἐμφατικὴ ἀραίωση τῶν λέξεων ἔχει γίνει ἀπὸ ἐμένα.
[9]Noam Chomsky, Aspects of the Theory of Syntax, σσ. 3-15.