Scroll Top

Το Πάσχα ως Αφήγηση – Πένθος, Ανάσταση, Ελπίδα | Ανάσταση στη Νιάλα, τότε… (Τον Απρίλη του 1947) | Γράφει η Φωτεινή Μυλωνά-Ραΐδη

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

Το CultureBook με αφορμή το Πάσχα και το πως επιδρά στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς για πολλούς ταυτίζεται με την επώδυνη πορεία που οδηγεί από τη θλίψη της απώλειας στην ελπίδα της αναγέννησης.  Είναι η μυσταγωγία των ημερών που οδηγεί στη λύτρωση, το ξύπνημα της φύσης που συνοδεύει την εσωτερική μεταμόρφωση, η εναλλαγή φωτός και σκιάς που καθορίζει την ανθρώπινη εμπειρία. Πολλές ιστορίες βιώνονται αλλά και γράφονται αγγίζοντας αυτές τις αντιθέσεις · ιστορίες  που μιλούν για το πέρασμα, την αναγέννηση, την προσμονή αλλά και το αναπόφευκτο άγγιγμα του πόνου, του θανάτου και του πένθους.

Με αυτό το σκεπτικό το CultureBook ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει η Φωτεινή Μυλωνά-Ραΐδη

Ανάσταση στη Νιάλα, τότε… (Τον Απρίλη του 1947)

Σαν ρηχό καυκί καλονοικοκυράς μοιάζει το Κερασοχώρι. Πράσινο βαθύ το χρώμα του, απ’ τις ελατοσκέπαστες πλαγιές των βουνών, που το περιβάλλουν. Χρυσό γουδοχέρι μετεωρίζεται πάνω του. Οι ακτίνες του ήλιου στο μεσουράνημά του. Ροδόχρωμα των νιων τα πρόσωπα, φρέσκα και ζωηρά. Γυναίκες σαν τα κρύα τα νερά κι άντρες σαν τα βαθύσκιωτα πλατάνια. Οι περισσότεροι κάτοικοι των ορεινών χωριών της Ευρυτανίας και της Φθιώτιδας. Όσοι  δηλαδή μπόρεσαν και πρόλαβαν, να λακίσουν στους αντάρτες, λίγο πριν την αναγκαστική εκκένωση των χωριών τους από τον στρατό. -Τους μόνους που εμπιστεύονταν. Στην πράξη. Γιατί από λόγια, χορτάτοι ήταν…-

Μαζί τους, στο Κερασοχώρι, αντάρτες και καπετάνιοι από το Αρχηγείο της Δυτικής Στερεάς. Ανάμεσά τους κι ο Βασίλης απ’ τη Δομνίστα.  Μαχητής του ΔΣΕ από τον Μάρτη του 1947, με δική του απόφαση, όχι επιστρατευμένος.

Η αδημονία όλων τους για το πού της πορείας τους… Γιατί για πορεία πρόκειται. -Με τόσα φορτωμένα υποζύγια-. Μα άλλη η λαχτάρα που φλογίζει την ψυχή του Βασίλη. Η λαχτάρα του έρωτα! Αναθάρρησε, ο δόλιος, ότι ανάμεσά στους μαζεμένους είναι κι η Βασίλω του και λιγώθηκε απ’ την πεθυμιά της. Πρωτόγνωρο και συνάμα απρόβλεπτο το πάθος που ξύπνησε μέσα του, γιγαντώνεται ασύνορο, χωρίς της λογικής του τη φραγή, πιότερο κι απ’ τη φύση του, κι άκαμπτο, όπως αυτή, χωρίς συστολή, άλλο δεν γυρεύει από την κατασίγασή του. Στο εδώ και τώρα!

 «Αχ, Βασίλω, Βασίλω! Πού είσαι, Βασίλω;» σιγοψιθυρίζει το κορμί του. Τα μάτια του την αναζητάνε απεγνωσμένα ανάμεσα στις νέες γυναίκες. Πλανεύεται απ’ το βλέμμα τους, απ’ την κορμοστασιά τους… «Βασίλω!», τις καλεί, αλλά καμιά τους η Βασίλω.

Σε μια απάγκια γωνιά τα καζάνια βράζουν. Οι αντάρτες ετοιμάζουν το δείπνο. Το νερό χυλώνει απ’ τον τραχανά. Σμίγει με το γάλα και το τυρί και κοχλάζει πάλλευκο. Η μυρουδιά είναι λιγωτική. Οι φωνές των ανθρώπων μπλέκονται με των υποζυγίων τα γκαρίσματα. Απ’ την πολυκοσμία και τις μυρουδιές των άλλων ζωντανών,  ανήσυχα κι αυτά, από δικούς τους πρόωρους πόθους ή αναίτιες έχθρητες, προσμένουν τη διαταγή του φευγιού τους, αναζητώντας μέσα από τη στοργή των  νέων τους αφεντικών τη δύναμη που τους χρειάζεται, για το …ταξίδι. Το δύσκολο ταξίδι… Δεν ξεγελιούνται εύκολα αυτά. Μυρίζονται στον αέρα τη δυσκολία.

Σουρουπώνει και οι φωνές λίγο-λίγο κοπάζουν. Ο καπεταν-Γιώτης παίρνει τον λόγο. Όλοι κρέμονται από τα χείλη του. Δεν γυρεύουν να μάθουν «το πού θα πάνε» μόνο, αλλά «και τα μέσα», για να πάνε. Χιλιομπαλωμένα και διάφανα απ’ την πλύση τα ρούχα τους αδυνατούν να κρατήσουν το κρύο απ’ έξω. Τα πόδια τους σχεδόν γυμνά. Χαλασμένα τα παπούτσια τους, γεμάτα τρύπες. Η Ούνρα δεν πέρασε απ’ τα χωριά τους. Τους τιμώρησαν ξένοι και δικοί, με τον τρόπο του ο καθένας, για την αριστεροσύνη τους.

 Το ζεστό φαΐ είναι σημαντικό εκείνη την ώρα. Όπως σημαντικά είναι, όμως, και τα ρούχα και τα παπούτσια. Ποδεμένοι και ντυμένοι είναι μόνο οι αντάρτες κι οι καπετάνιοι.

Ο καπεταν-Γιώτης τους διατάζει όλους να μπουν στη γραμμή με σειρά, να πάρουν φαΐ να φάνε. «Να ’στε ζεστοί και καλοταϊσμένοι!», χαμογελάει με νόημα. Για ρούχα και παπούτσια μιλιά!

Στήνονται όλοι στη σειρά. Ο Βασίλης παίρνει θέση κοντά στο καζάνι. Δεν είναι που βοηθάει. Δεν ήταν δικό του καθήκον το κένωμα του φαγητού. Τη Βασίλω αυτός αναζητάει. Για κείνη στέκεται ορθός, κοντά στα καζάνια. 

Το σούρουπο παίρνει να θολώνει τις μορφές. Μικρό κι ασθενικό το φως απ’ τα ξύλα που εξακολουθούν να καίνε κάτω απ’ το καζάνι. «Πώς θα την ξεχωρίσει;», αγωνιά.

 Τόση προσοχή … Τόσα πρόσωπα … Τέσσερις χιλιάδες ψυχές, λένε οι συναγωνιστές  του, που χειρίζονται τα καζάνια. Οι ίδιοι μιλάνε για εκατοντάδες ζώα.

Η πύρα της φωτιάς τού φλογίζει τα μάγουλα. Ο νους του φεύγει. Φεύγει μακριά. Νωπές ακόμα οι καταγραφές της μνήμης του, -δεν υπήρχε άλλη κουβέντα για καιρό στων χωριανών του τα χείλη-, ανασύρονται μια-μια, θολές στο αναιμικό φως του θολού, επίσης, σούρουπου και καταλαμβάνουν το παρόν του. Τόσο καταλυτικά, που η τωρινή πραγματικότητα, μετά από τις πρώτες ταυτίσεις, υποχωρεί τελείως από μπροστά του. Αρχές Απρίλη και τότε, όπως και τώρα αρχές Οκτώβρη. Δεύτερος μήνας της άνοιξης εκείνος, όπως δεύτερος μήνας του φθινοπώρου ετούτος. Στ’ Άγραφα τότε, στ’ Άγραφα και τώρα. Με λιγότερες όμως δυνάμεις τότε. – Ένα μόνο τάγμα. Το τάγμα του Σοφιανού με  τρεις λόχους-. Πού δυο τάγματα τώρα κι όλη η ηγεσία του Αρχηγείου της Δυτικής Στερεάς. Κι όχι με τον ίδιο ξεκάθαρο νου και την ίδια νηφάλια σκέψη, όπως τώρα, αλλά πιεσμένοι από τρεις καλά εξοπλισμένες ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού, που τους παίρνουν φαλάγγι από τρεις μεριές: Καρδίτσα, Καρπενήσι κι Άρτα, σε μια υποχώρηση που αναζητάει εσπευσμένα διαφυγή, προκειμένου να προστατέψει τις δυνάμεις της. Που δεν ήταν μόνο οι αντάρτες, αλλά κι οι εκατοντάδες καταδιωγμένοι πολίτες που, μπρος στη σαρωτική επέλαση του στρατού, αναζήτησαν κοντά τους σωτηρία. Όλοι τους άοπλοι. Στα Βραγγιανά παίρνουν τη μεγάλη απόφαση της «Εξόδου» απ’ τον αυχένα της Νιάλας. Τη μοναδική τους διέξοδο, αν ο στρατός δεν είχε φτάσει ήδη εκεί … Αν κατάφερναν κι έφταναν στη Σάικα και το Καροπλέσι έγκαιρα και χωρίς απώλειες κι έμπαιναν στην περιοχή της Βουλγάρας, όπου βρισκόταν το Γενικό Αρχηγείο της Θεσσαλίας του ΔΣΕ, θα εξασφάλιζαν τη σωτηρία τους.

Μεγάλη Παρασκευή κινούν. 11 τ’ Απρίλη. Μπροστά η διοίκηση του τάγματος. Ακολουθούν ο πρώτος κι ο δεύτερος λόχος. Ύστερα οι πολίτες και τα γυναικόπαιδα. Και τέλος ο τρίτος λόχος. Σαν επιτάφια πομπή ο πηγαιμός τους. Κατανυκτική και σιωπηλή. Η δέηση των ψυχών τους. Μονάχα των ψυχών τους. Χιλιάδες οι σκοτωμένοι που «τ’ άδικο φωνάξαν». Με το πρόσωπο και το κορμί του Χριστού ολομπροστά τους. Κεντημένο στο μετάξι. Και πίσω τους ένας αόρατος χορός από μανάδες. Με τα σταυρουδάκια της αγάπης τους, αίμα στους κόρφους τους. Με κορυφαία την Παναγία. Χωρίς σταυρουδάκι αιμάτινο αυτή. Με την άγια βρύση των δακρύων της ανοιχτή, να λαμπυρίζει τις κόγχες των ματιών της, σταλιά πόνου μέσα τους να μη μείνει, για να μπορέσει να ξεδιπλωθεί η χαρά της επερχόμενης Ανάστασής του. Γιατί Εκείνος θα αναστηθεί! Για τις άλλες του χορού η αμάχη με τον χρόνο, για τη διατήρηση της μνήμης τους, μονάχα της μνήμης τους, μέσα από κόκκινα σταυρουδάκια, αίμα από το αίμα τους, χαραγμένα στο κρύο μάρμαρο του χρόνου.

Ακόμα πιο πίσω, -μακριά η επιτάφια πομπή-, οι μανάδες των ζωντανών, άοπλων κι οπλισμένων, αόρατες κι αυτές, όπως κι οι προηγούμενες, χωρίς σταλιά αίμα στις φλέβες τους, χωρίς σταλιά δάκρυ στα μάτια τους… Με μια μικρούλα φλογίτσα ελπίδας μονάχα μέσα τους, τόσο μικρή όσο η προσμονή του ανέλπιστου, που ζητάει απεγνωσμένα τη συνδρομή του Θεού για να υπάρξει. Όχι ψηλά, στα ουράνια δώματά του, αλλά χαμηλά, στον αυχένα της Νιάλας, στα 1700 μέτρα υψόμετρο. Εκεί, όπου η Ανάσταση μπορεί να πάρει τα μέτρα τ’ ανθρώπου.

Προχωρούν τα παιδιά τους βιαστικά. Ακούνε τα βήματά τους αυτές, μέσα από τους χτύπους της καρδιάς τους, κάτω από έναν ουρανό που θολώνει. Ολοένα και πιο πολύ. Είναι η Μεγάλη Παρασκευή αυτή που κλαίει… χιλιάδες χρόνια τώρα. Με θρήνους και κοπετούς φορές-φορές, όπως κακή ώρα, ετούτη τη μέρα. Αστραπές και βροντές σείουν τα ουρανοθέμελα, πασχίζοντας, θαρρείς, να τα γκρεμίσουν. Ο ουρανός σκοτείνιασε απ’ άκρη σ’ άκρη, καταπίνοντας το φως. Η Νιάλα, αν και 1700 μέτρα ψηλά, διαγράφτηκε παντελώς απ’ τον ορίζοντά τους. Παραμένει η ελπίδα. Ο δρόμος μπροστά τους είναι τραχύς και δύσβατος, όλο στροφές. Δύσκολα ξεχωρίζει. Η βροχή λίγο-λίγο παγώνει. Γίνεται χιόνι. Ένα χιόνι πυκνό. Κοκαλώνει τα ρούχα τους, μπλαβίζει τα κορμιά τους, δυσκολεύει τις κινήσεις τους… Η άβυσσος των γκρεμών χάσκει απειλητική πλάι τους, έτοιμη να τους καταπιεί. Πάνω στα παγωμένα μονοπάτια, ζώα κι άνθρωποι, γλιστρούν και χάνονται στα βύθια της μ’ έναν εφιαλτικό γδούπο.

«Προχωρείτε! Προχωρείτε!», τους διατάζουν οι επικεφαλής. «Μην κόβετε τη φάλαγγα!» Με όση δύναμη τους απομένει κρατάνε αυτοί σφιχτά μες στα παγωμένα τους χέρια άλλος τη χλαίνη, άλλος το σακάκι, άλλος τη μπλούζα του μπροστινού τους…  και προχωρούν τυφλοί μες στο σκοτάδι.

 «Κουράγιο! Κουράγιο, σύντροφοι! έρχεται στ’ αυτιά τους ο απόηχος μιας φωνής, πότε απ’ τις μπροστινές και πότε από τις πίσω γραμμές. «Μέχρι να περάσουμε το διάσελο της Νιάλας», ορίζουν από κοντά οι καπετάνιοι τους το δύσκολο πέρασμα. «Κοντεύουμε, κοντεύουμε!» τους εμψυχώνουν. «Λίγο ακόμα! Λίγο ακόμα!» επιμένουν.

Η φάλαγγα αργοκίνητη συνεχίζει την πορεία της. Όλοι ελπίζουν στο ποθούμενο. Το χιόνι, όσο πάει, γίνεται πιο πυκνό, ο δρόμος αδιάβατος και το κρύο ανυπόφορο  παγώνει χωρίς έλεος ανθρώπους και ζώα

Την άλλη μέρα το βράδυ, στις 12 του Απρίλη, σημαίνει επιτέλους η Ανάσταση.  Η εμπροσθοφυλακή, ο 1ος και ο 2ος λόχος, φθάνουν στην κορυφή του αυχένα και με μια ηρωική προσπάθεια περνούν την πόρτα του θανάτου, το διάσελο της Νιάλας, και συνεχίζουν κανονικά την πορεία  τους προς τη Σιάκα.

Οι πολίτες και τα γυναικόπαιδα με τον 3ο λόχο βρίσκονται ξαφνικά, αποκομμένοι από την κυρίως φάλαγγα.

Κάποιος, αλλά ποιος; απ’ τη φάλαγγα των αόπλων, -από κείνη την πρώτη φορά ο χαρακτηρισμός-, άφησε τη χλαίνη του διπλανού του κι έγινε αθέλητά του αρχηγός στο σκοτάδι. Κάποιος, αλλά ποιος; μες στην απόλυτη σιγή, χωρίς οδηγό, χωρίς σύνδεσμο, άνοιξε χνάρια μες στο νιόριχτο χιόνι κι οδηγούμενος από ένα παράξενο απόκοσμο φως μες στη λευκότητα του σκοταδιού, αναζήτησε ζεστασιά μες στις σκηνές των ελάχιστων στρατιωτών, που είχαν απομείνει στο διάσελο να κρατάνε το πέρασμα. Οι υπόλοιποι είχαν καταφύγει στο χωριό των Αγράφων.

Μια παράξενη ανακωχή έγινε ανάμεσά τους χωρίς λόγια, χωρίς όρους. Τ’ όνειρο να ήταν αυτό που τους ταξίδεψε στο συγκεκριμένο σημείο του διάσελου της Νιάλας ή του Χάρου η πονηριά;

«Είμαστε αδέλφια, λένε, μη μας πειράξετε! Ούτε εμείς θα σας πειράξουμε!».

 «Αδέρφια, αδέρφια!» απαντάνε οι δικοί μας.

 Στρατιώτες του Εθνικού Στρατού και στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού δίνουν τα χέρια. Χαμογελούν. Άλλη ανάσταση αυτή. Μικρής διάρκειας. «Ανακωχή», την είπαν.  Μια ανακωχή που, αχάραγα, σήμανε το τέλος της. Όσοι δεν άκουσαν τη διαταγή «Εμπρός φεύγουμε!» την κατάλληλη στιγμή, τότε που η άρση της έγραφε μελανούς τους δρόμους της ζωής μπροστά τους κι απόμειναν στις σκηνές των στρατιωτών, μέχρι το πρωί βρέθηκαν δεμένοι με χειροπέδες.

Όσοι έφυγαν, έφτασαν στη Σάικα. Από ’κει την άλλη μέρα, ανήμερα του Πάσχα, επιστρέφοντας στη Νιάλα να βρουν τους συντρόφους τους, δεν βρήκαν παρά μόνο έναν μισοζώντανο, απ’ όσους  ξεπαγιασμένους, θαρρώντας τους νεκρούς, άφησε πίσω του ο στρατός.

«Ε, συναγωνιστή, θα φας;» νιώθει ο Βασίλης το σκούντημα του συναγωνιστή μάγειρα στο μπράτσο του. Δεν έχει απομείνει παρά ελάχιστος χυλός μες στο καζάνι. Το στόμα του Βασίλη είναι στυφό. Τα μάτια του θολά κι η ψυχή του ακόμα φευγάτη. «Είναι ανάγκη να βάλεις κάτι στο στόμα σου, διαταγή του καπεταν-Γιώτη», επιμένει εκείνος.  «Έχουμε δρόμο μπροστά μας!» του μηνάει την αποστολή τους. «Νηστικός, δεν θ’ αντέξεις!» του χαμογελάει.

«Δρόμο; Για πού;» ανατρίχιασε ο Βασίλης. «Θα πάμε στη Βουλγάρα, στο Αρχηγείο της Θεσσαλίας;» μπέρδεψε στη σκέψη του το παρελθόν, που τον είχε απορροφήσει,  με το παρόν, στο οποίο ο ίδιος συμμετείχε.

Βιογραφικό Φωτεινή Μυλωνά-Ραΐδη

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς