Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Η Ανάληψη στα Άνω Πορρόια
Πήγαμε φέτος κατ’ εξαίρεση στην Ανάσταση που έγινε στο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου -η Λυδία επέμεινε, τα τηρεί αυτά όσο γίνεται- αλλά έμοιαζε περισσότερο με παγανιστική τελετή για απροσδιόριστους λόγους. Κεριά, σκιές, ψιθύρισμα των φύλλων από πάνω μας, θροΐζοντα πλατάνια και γαύροι, – ένας άλλος φυτικός θόλος. Η εγκοσμιότητα κυριαρχούσε, στο στασίδι των ψαλτών έστεκαν και δυο βαθύφωνες, ένρινες γυναίκες. Δεν τις είχα ξαναδεί στα μέρη μας. Οι χλωμοί ψευδοαριστοκρατικοί Άγιοι στις τοιχογραφίες, με τις βυζαντινές τους αποχρώσεις στο πορφυρό και το χρυσό, δεν μας είπαν πολλά. Κάποιες γυναίκες έκλαψαν, κυρίως στη μνεία της Μαρίας Μαγδαληνής που πρώτη ανακάλυψε τον άδειο τάφο του Ιησού. «Γύναι τι κλαίεις;» τη ρώτησαν οι άγγελοι από το εσωτερικό του μνήματος, υπονοώντας φυσικά πως το μήνυμα είναι χαρμόσυνο, πως δεν σηκώνει δάκρυα.
Δεν πρέπει να περιμένεις πολλά από αγγέλους – καμμιά ειδοποίηση ίσως, ή κάνα κολακευτικό ύμνο για την δόξα Του. Εξαίρεση οι Αρχάγγελοι, με τα ξίφη, τους θώρακές τους και τα όλα τους. Αυτοί ξέρουν καλά πού και πως παίζεται το όλο πράγμα.
Η Ανάληψη του Σωτήρος, μια κβαντική κατάσταση, – ούτε εδώ ούτε εκεί, ούτε ζωντανός ούτε νεκρός και όμως ταυτόχρονα και τα δύο. Όπως όλοι μας εναλλάξ. Η γάτα του Σρέντιγκερ, ζωντανή και νεκρή συνάμα, αν το διατυπώνω σωστά. «Μη μου άπτου», είπε ο Ιησούς στην Μαγδαληνή. Μη ζητάς απτές αποδείξεις. Οφείλεις να πιστέψεις στην ανάληψή μου στους ουρανούς, στο πλευρό του Πατέρα μου, χωρίς να με αγγίξεις. Ο λόγος μου πρέπει να σου αρκεί.
Η πίστη. Σημειωτέον ότι αυτή ήταν μια εποχή που ο λόγος είχε την αξία ενός συμβολαίου – δεν χρειαζόταν η γραφή ή οποιαδήποτε άλλη, αισθητηριακού τύπου επικύρωση. Η μπέσα. Και αντίθετα με τον άπιστο Θωμά –εμπειριστή θα τον ονομάζαμε σήμερα- που έπρεπε να ψαύσει τις πληγές, τον τύπον των ήλων, η Μαρία Μαγδαληνή επίστεψε διά του Λόγου.
Η στιγμή της αναγνώρισης συνοδεύεται απαραίτητα από δράμα.
Γιατί θρηνούν αλήθεια οι γυναίκες; αναρωτιόμουν από παιδί. Αναρωτήθηκα και τώρα με την φρέσκια μυρωδιά από το αγιόκλημα και τις πασχαλιές να διεισδύει από τον περίβολο. Έχω καταλήξει με τον καιρό πως είναι για την ερημιά και την οδύνη του κόσμου, για την αβάσταχτη ομορφιά του, για την μεγαλοκαρδία και την αγριότητά του, για την παραγκώνιση του εαυτού από όλα τα πιο πάνω μαζί. Τα υπόλοιπα είναι απλές αφορμές.
{Προδημοσίευση από το εν εξελίξει μυθιστόρημα του συγγραφέα με προσωρινό τίτλο εργασίας Η Ανοσία της Αγέλης}