Γράφει η Σοφία Σιδηροπούλου
Οι στιγμές
«Τι γίνονται οι στιγμές…» αναρωτιέμαι. Όχι, βέβαια οι όποιες κι όποιες στιγμές,
αλλά αυτές που μας «σημαδεύουν» στο από εκεί και πέρα της ζωής μας. Ή ακόμα-
ακόμα κι εκείνες που, αν και χαρούμενες, μας προσπερνούν βιαστικά και φεύγουν
«Πάει! Χάθηκε κι αυτή»…
Για μένα είναι ένα φορτίο από κουκούλια. Κουκούλια, που έχουν καλά κρυμμένο
μέσα τους ένα σκουληκάκι, μια κάμπια, που άλλοτε γίνεται πεταλούδα και μας δίνει
χαμόγελα νοσταλγικά κι άλλοτε σαράκι και μας κατατρώει τα εσώτερά μας.
Η θραύση τους μια αποκάλυψη από μόνη της… Άλλοτε παιχνίδισμα χαράς σ’ άνθη
μυροφόρα κι άλλοτε πόνος, ύπουλος πόνος, που μας πλησιάζει έρποντας, να μας
θυμίσει, τάχατες, κάτι… κι ανύποπτους μας τυλίγει στις σπείρες του, και μας
σφίγγει…, μας σφίγγει…, ίσαμε να μας εξουθενώσει… κι αδύναμους να μας
παραδώσει στον πανικό!
Εννέα χρονών… Βράδυ… Πριν από την Ανάσταση… Φόρεσα το παλτό μου γιατί έξω
είχε βρωμόκρυο, κι ας γκρίνιαζα ότι δεν το ήθελα, γιατί θα έκρυβε το καινούργιο μου
κόκκινο βελούδο φόρεμα, με την λευκή δαντελίσα στον γιακά. Φόρεσα και τα
κόκκινα λουστρίνια μου, τα αγορασμένα από τον Γιάκα, -ιστορία η απόκτηση τους-
αφού επί ένα μήνα γυρνώντας από το σχολείο στεκόμουν μπροστά στην βιτρίνα να
σιγουρευτώ ότι ήταν ακόμη εκεί. Ακολουθούσε το τελετουργικό… Έφτυνα στο
τζάμι της βιτρίνας και έλεγα τα «μαγικά» λόγια: «Φτου! Δικά μου!» ,ώσπου να έλθει
η πολυπόθητη στιγμή να τ’ αποκτήσω. Και ήλθε! Μπήκαμε στο μαγαζί να τ’
αγοράσουμε κι έπρεπε να τα δοκιμάσω πρώτα. Μ’ έσφιγγαν, είναι αλήθεια, και δεν
μπορούσα να περπατήσω, αλλά αυτά ήθελα και δεν υπήρχαν σε μεγαλύτερο νούμερο.
Η μάμα μου με το που τα είδε φορεμένα πάτησε με το χέρι της την μύτη του
παπουτσιού. Το μεγάλο μου δάχτυλο κόντευε να πεταχτεί έξω. Κούνησε αρνητικά το
κεφάλι της. «Περπάτα!», μου είπε. Προσπάθησα εγώ να περπατήσω, όσο πιο φυσικά
μπορούσα, αλλά…
«Ούτε ένα μήνα δεν θα τα βάλει!» είπε θυμωμένη, αλλά ο πάπας μου (ο μπαμπάς
μου) σύμμαχος! «Αφού τα θέλει το παιδί…δεν πειράζει!»
Η μητέρα φορούσε ένα γκρί μπλέ ταγιέρ με μαύρες μυτερές γόβες, ασορτί με μαύρη
λουστρινένια τσάντα. Η μεγάλη μου αδερφή, η «Αθώα», η πάντα βολική και
αθόρυβη, έως απαρατήρητη, ένα παλτό, που σκέπαζε την ηρεμία της και την
ανυπαρξία αντιδράσεων στα μικρά κι ασήμαντα, γιατί στα μεγάλα κι άποψη είχε και
βράχος ήταν. Ο Ταρζάν ή βλαμμένο, ο αδερφός μου ντε, ένα γαλάζιο ζακάρ
πουλόβερ, που του το είχε πλέξει η μάμα και κρατούσε στα χέρια του την
ομορφότερη λαμπάδα που είχα δει (πάντα διάλεγε τα ομορφότερα πράγματα). Ο
πάπας φορούσε ένα γκρι παλτό ψαροκόκκαλο, με μεγάλες κάθετες τσέπες, που
χωρούσαν όχι μόνο το χεράκι μου μες το ολόζεστο δικό του, αλλά και το αυγό που
κουβαλούσε στην τσέπη του για το τσούγκρισμα στο «Χριστός Ανέστη!»
Μικρή εγώ, ψηλός άνδρας εκείνος, δύσκολο το συνταίριασμα των βημάτων μας με
το χεράκι μου στο δικό του. Κι ακόμα πιο δύσκολο με τα σφιχτά κόκκινα λουστρίνια
μου στα πόδια. Με το ζόρι κρατιόταν να μη με πάρει αγκαλιά. Ήθελε τόσο πολύ να
με ανακουφίσει, αλλά η μαμά από πίσω μάς κοίταζε λοξά, έτοιμη να μας επαναλάβει.
«Σας το ’λεγα εγώ, δεν σας το ’λεγα ; Είναι στενά! Δεν της κάνουν!»
Ήταν η τελευταία Ανάσταση που έκανα έξω από την Αγία Παρασκευή. Την επόμενη
χρονιά ο πάπας είχε «φύγει» κι είχαμε πένθος. Παρακολουθούσαμε τα πάθη του
Κυρίου όλες τις πένθιμες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, μα ποτέ την Ανάσταση. 32
χρονών χήρα, στα μαύρα η μαμά μας, με μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι, ούτε να το
διανοηθεί να πάει στην Ανάσταση κι εμείς δεν θέλαμε να την αφήσουμε μόνη.
Από τότε είχα κρατήσει έναν θυμό στον Χριστό, που ενώ για τον εαυτό του είχε
κανονίσει και μια Ανάσταση, ανελλιπώς κάθε χρόνο, για τον δικό μου πατέρα δεν την
πρόβλεψε!
Ακόμα κι ο φίλος του, ο Λάζαρος, ακόμα κι αυτός, μου επιβεβαίωνε κάθε χρονιά, στο
δικό του Σάββατο, το Σάββατο του Λαζάρου, πριν από κάθε Πάσχα, ότι για να
ευνοηθείς πρέπει να έχεις τις κατάλληλες φιλίες…
Ξαναέκανα Ανάσταση, σαν ενήλικη πια, στην νέα μου πατρίδα.
Πιστή στο έθιμο του τόπου μου κουβάλησα μαζί μου κι αυγά για τσούγκρισμα, τη
στιγμή του «Χριστός Ανέστη!» Άλλα όμως τα έθιμα εδώ… Άλλοι κι οι άνθρωποι…
Πέρσι, μετά πενήντα χρόνια, ξαναβρέθηκα έξω από την Αγία Παρασκευή. Ο κόσμος
γύρω μου κρατούσε, όπως τότε, τ’ αναστάσιμα αυγά για το τσούγκρισμα του
«Χριστός Ανέστη!» Έψαξα το σημείο που είχαμε σταθεί τελευταία φορά όλοι μαζί
σαν οικογένεια. Το είχαν καταλάβει, χωρίς να ξέρουν, δυο κυρίες. Τις …έσπρωξα
αγενέστατα ψάχνοντας να καταλάβω τον χώρο που σταθήκαμε όλοι μαζί τελευταία
φορά σαν οικογένεια ή ψάχνοντας ίσως την πληρότητα του «είμαστε όλοι εδώ» και την πίστη μου στην Ανάσταση.
Ακόμη κουβαλάω στη μνήμη μου ένα μαύρο τσεμπέρι πάνω σε νεανικά μαύρα
μαλλιά. Όπως κουβαλάω και την υφή του μάλλινου, γκρι ψαροκόκαλου,
υφασμάτινου παλτού του πάπα μου, με το κόκκινο αυγό στην τσέπη του. Και τη
ζέστη του μεγάλου του χεριού πάνω στο μικρό δικό μου…
Κάποια στιγμή θα πρέπει να το πάρω. Να το πάρω να το τσουγκρίσω, όπως τότε. Να
φωνάξω, να φωνάξω δυνατά, να ακουστώ, μα πιότερο να μ’ ακούσω εγώ!
Χριστός ανέστη! θα φωνάξω…
Ανέστη η φύση !
Ανέστη η Ζωή!
Ανέστη η αγάπη!
Ανέστη η ελπίδα!
Ανέστη η συνέχεια μου!…