Γράφει η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου
Σκιές την Κυριακή των Βαΐων
Εκείνη η βδομάδα, η «βουβή», ήταν δυσβάσταχτη. Η Μαριάννα είχε κουραστεί να παρακολουθεί τις παραισθήσεις και τις αϋπνίες της μητέρας της, η οποία παραληρούσε και έτρωγε παγωτά, καρύδες και κυδωνόπαστο. Τα βράδια δεν κοιμόταν. Σαν άλλη Ναϊάδα, άνοιγε τις βρύσες στο τέρμα, αναζητώντας την αναβάπτιση της ψυχής της. Το νερό ήταν ευεργετικό καταφύγιο για τη μητέρα, αλλά μαρτύριο για τη Μαριάννα. Το νερομουρμούρισμα της έκοβε την ανάσα. Τα ξημερώματα διαμαρτυρόταν για πόνους στα πόδια της. Ξεκουραζόταν για λίγο και επέστρεφε στις εμμονές της.
Την Παρασκευή, έβγαλε τα ρούχα από όλα τα συρτάρια και τα τακτοποίησε με μεγάλη προσοχή σε σχήμα σταυρού. Άνοιξε τα συρτάρια και έβγαλε τα πιρούνια και τα κουτάλια, τοποθετώντας και αυτά σε σχήμα σταυρού. Χάραξε το χριστόγραμμα σε όλα τα φύλλα της ντουλάπας.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο του Λαζάρου, 18 Απριλίου 1993, η μητέρα αποφάσισε να φύγει. Το βράδυ θα έπαιρνε το λεωφορείο για την Αθήνα, όπου βρίσκονταν τα άλλα της παιδιά. Η Μαριάννα τη συνόδευσε στο ΚΤΕΛ.
«Δεν θα έρθεις μαζί μου;» ρώτησε η μητέρα.
«Όχι σήμερα. Τη Μεγάλη Τετάρτη· πρέπει να συμμαζέψω το σπίτι και να σηκώσω τα χαλιά. Θα κάνουμε Πάσχα όλοι μαζί».
«Εντάξει. Πάντως στο λέω… δεν είμαι πια για κανέναν».
Την έβαλε στο λεωφορείο και ακούμπησε στα πόδια της μια σακούλα με καρύδες, κυδωνόπαστο και νερό. Της κούνησε το χέρι και περίμενε ώσπου να ξεκινήσει. Σκέφτηκε τα ανεπίδοτα φιλιά και τις αγκαλιές, αλλά εκείνο που τη συντάραξε ήταν η ανακούφιση που ένιωσε.
Η Μαριάννα γύρισε σπίτι και έγειρε κατάκοπη στο κρεβάτι. Σηκώθηκε ξημερώματα και έπλυνε τα χαλιά, τρίβοντάς τα με δύναμη και άφθονο νερό. Μίμηση και ενοχή. Η άλεκτη εικόνα του βλέμματος της μητέρας πλανιόταν τριγύρω.
Το τελευταίο βράδυ της «βουβής» εβδομάδας, Κυριακή των Βαΐων, μεσάνυχτα, χτύπησε το τηλέφωνο. «Η μητέρα ήπιε όλα τα χάπια», της είπαν, «και είναι στην εντατική».
Πήρε ταξί και έφτασε στο νοσοκομείο. Πρόσωπο και σώμα άκαμπτα· αυτό που επίκειται είχε κυριεύσει το δωμάτιο. Ένα βλέμμα που απαγόρευε το βλέμμα και μαρτυρούσε ως τετελεσμένο γεγονός το φευγιό της. Τέλειο εγχείρημα θανάτου. Αυτή τη φορά… δεν θα υπάρξει άλλη φορά. Ο νους της πλέον απαλλαγμένος από όλα. Εκεί χαιρέτησαν η μία την άλλη για πάντα.
Ο ήλιος της Μαγιάτικης Λαμπρής χρύσιζε τα νερά της παραθαλάσσιας πόλης. Η Μαριάννα, έναν χρόνο μετά τον χαμό της μητέρας της, επέστρεφε στο πατρικό για το Πάσχα. Η απουσία της ήταν ένα αόρατο βάρος, δυσβάστακτο τώρα που το σπίτι έπρεπε να γεμίσει και πάλι από ζωή, από το τσούγκρισμα των αυγών, τις μυρωδιές των τσουρεκιών και του αρνιού στο φούρνο.
Η Μεγάλη Τετάρτη, η μέρα που πέρυσι είχε υποσχεθεί στην μητέρα της πως θα πήγαινε στην Αθήνα, έφερε μαζί της μια παράξενη ηρεμία. Τα χαλιά είχαν ήδη μαζευτεί, αυτή τη φορά από τα χέρια της αδελφής της που είχε έρθει πριν. Η Μαριάννα κοίταξε το άδειο πάτωμα, θυμούμενη την περσινή της βιασύνη και η αίσθηση της ενοχής την κυρίευσε και πάλι. Τότε, η καθαριότητα ήταν μια προσπάθεια να ξορκίσει το παραλήρημα της άρρωστης μητέρας. Τώρα, ήταν η όλη προετοιμασία για τη λαμπριάτικη γιορτή.
Το Μεγάλο Σάββατο, καθώς η μυρωδιά της μαγειρίτσας πλημμύριζε το σπίτι, η Μαριάννα βρήκε τον εαυτό της να ανοίγει ένα συρτάρι στο ξύλινο κομοδίνο που βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας της. Ανάμεσα σε παλιά κεντήματα και φωτογραφίες τοποθετημένες σε σχήμα σταυρού, ξεχασμένη στην άκρη, βρήκε μια μικρή ξύλινη κασετίνα. Την άνοιξε διστακτικά. Μέσα υπήρχαν ξερά φύλλα βάγιας, ευωδιαστά ακόμα, και ένα μικρό, χειρόγραφο σημείωμα.
“Για τη Μαριάννα μου,” έγραφε με τρεμάμενα γράμματα. “Ξέρω πως σε κούρασα παιδί μου. Να θυμάσαι πως η αγάπη μας δεν χάνεται, απλώς αλλάζει μορφή. Καλό Πάσχα.”
Τα μάτια της Μαριάννας πλημμύρισαν. Δεν ήταν ένα μήνυμα ενοχής, αλλά αέρινης(διάφανης) παρουσίας και αγάπης. Η μητέρα της, παρά τη σύγχυση που την κατέκλυζε τον περσινό Απρίλη, είχε βρει τον τρόπο να επικοινωνήσει μαζί της, χαρίζοντάς της παρηγοριά. Τα ξερά βάγια, σύμβολα της Κυριακής των Βαΐων, της τελευταίας τους κοινής Κυριακής, τώρα αποκτούσαν ένα διαφορετικό νόημα. Δεν ήταν απλώς ανάμνηση της «βουβής» εβδομάδας, αλλά και σιωπηρή υπόσχεση για αναγέννηση και ελπίδα.
Την Κυριακή του Πάσχα, καθώς τα αδέλφια καθόταν στο γιορτινό τραπέζι, το κόκκινο αυγό στο χέρι της Μαριάννας έσπασε με ένα δυνατό “κρακ”. Χαμογέλασε. Η απουσία της μητέρας ήταν αδιόρατα αισθητή, μια λεπτή σκιά στο τραπέζι. Όμως, μέσα από το σημείωμα και τα ξερά βάγια, ένιωθε μια αλλιώτικη παρουσία, μια σιωπηλή ευλογία. Το Πάσχα, φέτος, ήταν μια γιορτή μνήμης και αναγέννησης, επισφραγίζοντας την αλήθεια πως η αγάπη δεν χάνεται ποτέ. Η “βουβή” εβδομάδα είχε αφήσει πίσω της πόνο, αλλά και έναν απροσδόκητο σπόρο παρηγοριάς, που άνθιζε σιωπηλά, σαν τα κρυμμένα βάγια στην ξύλινη κασετίνα.