Scroll Top

Το Πάσχα ως Αφήγηση – Πένθος, Ανάσταση, Ελπίδα | Συγκλονείται φόβω…  | Γράφει η Μαίρη Σιδηρά

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

Το CultureBook με αφορμή το Πάσχα και το πως επιδρά στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς για πολλούς ταυτίζεται με την επώδυνη πορεία που οδηγεί από τη θλίψη της απώλειας στην ελπίδα της αναγέννησης.  Είναι η μυσταγωγία των ημερών που οδηγεί στη λύτρωση, το ξύπνημα της φύσης που συνοδεύει την εσωτερική μεταμόρφωση, η εναλλαγή φωτός και σκιάς που καθορίζει την ανθρώπινη εμπειρία. Πολλές ιστορίες βιώνονται αλλά και γράφονται αγγίζοντας αυτές τις αντιθέσεις · ιστορίες  που μιλούν για το πέρασμα, την αναγέννηση, την προσμονή αλλά και το αναπόφευκτο άγγιγμα του πόνου, του θανάτου και του πένθους.

Με αυτό το σκεπτικό το CultureBook ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει η Μαίρη Σιδηρά

Συγκλονείται φόβω…

Εδώ θα σε περιμένω. Του έδειξε τη μόστρα απ’ το ρολογάδικο του Ροντογιάννη. Είδε μάλιστα να στραφταλίζει στην περιορισμένη του βιτρίνα ένα μεγάλο ρολόι χειρός, για παρηκμασμένους άρχοντες, σκέφτηκε. Ωραία, να ’χεις κι εσύ το νου σου να με δεις μες τον κόσμο. Δε σκόπευε να χάσει τα εγκώμια στη Μητρόπολη ούτε το πένθιμο εμβατήριο της Φιλαρμονικής. Μα η Ειρήνη από πέρσι του άρεσε. Και πώς, τώρα, το κλείσανε το ραντεβού. Κρυφογελάει… Ραντεβού πρώτο. Μετά τον Επιτάφιο… Μπροστά απ΄ το ρολογάδικο του Ροντογιάννη. Κι είναι 22 χρονών. Και κατεβαίνει γρήγορα ο έρωτας.

Και πήγε νωρίς στην εκκλησιά, ευχαριστήθηκε τα εγκώμια και του ΄μοιαζαν πιότερο οι βιολέτες και τα τριαντάφυλλα πένθος αγαπητικό. Τι ηδονή που ’χει η λύπη, πιστεύεις δεν πιστεύεις, το πένθος αυτό του Θεανθρώπου μαλάζει τις ψυχές, σα να τις δυναμώνει, σκέφτεται. Πόσο το φχαριστιέται να μελαγχολεί και τι ρίγος αύριο, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα. Και μετά να περάσει η ενορία απ’ το Νοσοκομείο –μόνο η Μητρόπολη έχει τη Φιλαρμονική, κι εκεί πάλι στάση και ν’ ανοίγουν οι πόρτες και τα παράθυρα, να μισοβγαίνουν οι άρρωστοι με τα κεριά τους, μετέχοντας στο πένθος. Τι λύπη, Χριστέ μου, για τους εθελοντές των δακρύων. Του άρεσε που το σκέφτηκε αυτό, γιατί ήταν και ποιητής κι επιβράβευε εαυτόν.

Και μετά θα βγαίνανε με το Ρηνάκι, φοιτήτρια κι αυτή, στη Φιλολογία όμως, αυτός Φυσικός, και θα μίλαγαν και για βιβλία και για τη ζωή και θα την κοίταζε στα μάτια…. Ίσως, αν η ματιά της τον βοηθούσε, να της έπιανε και  το χέρι. Τη στιγμή που το σκέφτηκε, υγρός ιδρώτας χύθηκε απ’ τα λαιμά του… Τι σου είναι όμως το Ρηνάκι… Να τη σκεφτείς και μόνο τρελαίνεσαι. Σαν τις πρώτες νότες απ’ το πένθιμο… Φτάνουνε… Μην ξεχαστεί. Πού; Πού ’ναι τη τώρα; Ρηνάκι απόν. Έμεινε να κοιτάζει κάνα μισάωρο πάνω κάτω. Μετά, πιο βαθιά επέστρεψε στο πένθιμο… Και τον πήρε μαζί του. 

Τη μεθεπόμενη Πασχαλιά την ξαναείδε. Ρηνάκι… Γεια σου, καλή Ανάσταση! Τι κάνεις; Πήγαν κατευθείαν στον καφενέ του Καββαδά στον πίσω μόλο. Ίδιο του φάνηκε το Ρηνάκι. Τα είπαν… Θεσσαλονίκη σπούδαζε, κόντευε να τελειώσει. Κι εμένα τρία μαθήματα μου έμειναν. Τι θα κάνει μετά; Στρατό, τι άλλο, δεν είναι να τ’ αφήνεις αυτά. Δαγκώθηκε. Ακόμα δε βγήκανε και της μιλά για το πότε θα πάει στρατό. Εσύ τι θα κάνεις; Θα δώσω εξετάσεις στο Θεατρικό Βορείου Ελλάδας. Για ηθοποιός; Ναι. Δε σου καλοφαίνεται, έτσι; Όχι, τι λες τώρα, Ρηνάκι. Εγώ, ξέρεις, διαβάζω… Θέλω να πω και Μπρεχτ έχω διαβάσει, γιατί να μη μ’ αρέσει… Παραστάσεις βλέπεις; Ε… χαμογέλασε σαν άτακτο παιδάκι. Τώρα, να μη σου πω και ψέματα, κάτι λίγες και δε μ’ άρεσαν. Κοίταξε βιαστική το ρολόι της. Πρέπει να φύγω, με περιμένουν στο σπίτι. Ρηνάκι…, λοιπόν, πριν φύγεις. Μάτια μεγάλα έβλεπε αντίκρυ του. Το λοιπόν, πριν φύγεις, θα σ’ άρεσε να βρεθούμε; Τον κοίταξε με απορία το κορίτσι. Πότε; Ψιθύρισε. Να, εννοώ το βράδυ, αν θέλεις, μετά τα εγκώμια να βρεθούμε. Σιώπησε το κορίτσι, σα να ζύγιζε μέλλον δυσθεώρητο. Εντάξει, είπε, και κατέβασε ελαφρά το κεφάλι της. Ωραία… χαμογέλασε κατόπιν αχνά και έκλεισαν ραντεβού μπροστά απ’ τα επιδιορθωμένα ρολόγια του Ροντογιάννη.

Και πάλι πήγε νωρίς στη Μητρόπολη και πάλι έψελνε με συγκίνηση τα εγκώμια, μα κάτι σαν πίεση, σαν άγχος βαθύ τον απέτρεπε απ’ το να νιώσει την ηδύτητα και το πάθος του μαρτυρίου. «Συγκλονείται φόβω πάσα, Λόγε, η γη και φωσφόρος τας ακτίνας απέκρυψε, του μεγίστου γη κρυβέντος σου φωτός.» Δεν ακολούθησε τον επιτάφιο, ούτε καν έμεινε ν’ ακούσει τα πρώτα μέτρα από το πένθιμο, πριν οι μουσικοί, ζυγίζοντας βήμα βαρύ στον αέρα, ξεκινήσουν την πομπή τους.

Πήρε μόνος του τον δρόμο προς τα περιβόλια. Άλμη κι άνθη π’ αναρχικά ανέμιζαν στη νοτισμένη γη. Σε λίγο βράδιασε κι ο Κώστας ξαφνιάστηκε. Πότε κρύφθηκε το φως; Άναψε τη λαμπάδα του και το πήρε σύρριζα να βγει στις αλυκές. Γιατί επέμενε; Γιατί το ’φερε σε δύσκολη θέση το κορίτσι; Και τον εαυτό του. Γιατί δεν μπορεί να κλάψει, να ξεφορτωθεί αυτό το βάρος που τον διπλώνει στα δυο; Καβουράκια κάναν αλλόκοτο επιτάφιο περνώντας εν τάξει τον χαλικωτό δρόμο. Ψιχαλίζει… Πιάνει το μάτι του το είδωλό του στης λιμνοθάλασσας τη γυαλάδα. Γελοίος είσαι, ρε φίλε, με τη λαμπάδα και το τσιμέντο στο στήθος να λαχανιάζεις σα να είσαι ο Φειδιππίδης. Δε σε θέλει, γελοίε μου, να σεργιανάς μες σε γιαλούς και τρεις χρονιές τώρα να ’σαι κολλημένος. Τι να θέλει από σένα το Ρηνάκι;

Τελικά, ψιλοέκλαψε, σιχτίρισε και γι’ αυτό τον εαυτό του και βγήκε στα παραλιακά σπίτια της βουβής λίμνης. Ψαλμοί από ραδιόφωνο ή τηλεόραση ακούγονταν, ενώ κάποιοι καθυστερημένοι βγαίναν βιαστικοί για τη σύναξη των ενοριών στην πλατεία.

Έπιασε τον κεντρικό δρόμο και… την είδε. Βίασε το βήμα και την έπιασε απ’ τον ώμο. Ρηνάκι; Συμπάθα με, άργησα. Το κορίτσι, μάτια μεγάλα, τον κοίταζε. Νόμιζα πως δε θα ’ρθεις, είπε στο τέλος. Αν δε θες, ας μη βγούμε, συνέχισε. Τι είν’ αυτά που λες; Πώς τα σκέφτεσαι; Αφού αφού, να, δε θέλω να κάνω παράπονο, Ρηνάκι, δε θα στο ’λεγα, μα εσύ πρόπερσι, στον ίδιο τόπο και μέρα με σήμερα, εδώ, στου Ροντογιάννη μπροστά, δεν ήρθες. «Συγκλονείται φόβω» άκουγε από μέσα του… Το κορίτσι τον κοίταζε με ένταση. Εσύ δεν ήρθες, άρθρωσε τελικά υπόκωφα… Πώς δεν ήρθα, αφού με τον Επιτάφιο κατέβηκα για να σε βρω, εδώ, στο ραντεβού μας. Μέχρι που έστριψες, μπροστά μου, για το σπίτι σου. Μάτια μεγάλα…

Ε, Ρηνάκι… άρθρωσε μετά απ’ ώρα, λέω, αν… τέλος πάντων, να σου κρατήσω το χέρι;

Και το Ρηνάκι κύλισε το χέρι της μες την ιδρωμένη του παλάμη.

Βιογραφικό Μαίρη Σιδηρά

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς