Γράφει η Μαρία Διδάχου
Το Ακίνητο Σώμα
Εκείνο τον ήχο που μου θύμιζε μετακόμιση βαρέων επίπλων, που έμοιαζε με φτερά αεροπλάνου όταν ξεκολλάει από το σκάφος, δε θα τον ξεχάσω ποτέ.
Ήταν ανήμερα του Πάσχα.
Ξημερώματα.
Οδηγούσα το αμάξι ενός φίλου που είχε πιει και είχε γυρίσει σπίτι του με ταξί.
Μου έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη κι έφυγε μεθυσμένος.
«Όταν μπορέσεις, μου το φέρνεις» είπε προσπαθώντας να ξεκολλήσει την μια λέξη απ’ την άλλη, καθώς βουτηγμένες στο αλκοόλ που κυλούσε στο αίμα του, είχαν μουλιάσει σαν βρεγμένες πετσέτες, και η μια συλλαβή σκουντουφλούσε πάνω στην άλλη.
«Εννοείται» του είπα.
Πού να φανταζόμουν ότι η Ανάσταση εκείνης της βραδιάς θα είχε τέτοια έκβαση;
Πού να φανταζόμουν ότι εκείνα τα κλειδιά στην τσέπη μου θα άνοιγαν ένα σκοτεινό πορτάκι της Μοίρας, που σαν κρεβάτι Προκρούστη, θα με ακρωτηρίαζε για να με χωρέσει;
Οδηγούσα βυθισμένος σε σκέψεις.
Σκεφτόμουν εσένα, το προηγούμενο Πάσχα, όταν γιορτάζαμε την ονομαστική σου γιορτή και έλεγες καθώς με αγκάλιαζες «Πάντα μαζί».
Ούτε πάντα, ούτε μαζί, πια.
Οι λέξεις, πώς παίζουν με τις ζωές μας;
Πώς μας περικυκλώνουν, σαν ιθαγενείς σε απάτητο δάσος;
Κι εμείς, πανικόβλητοι το βάζουμε στα πόδια;
Οι λέξεις είναι ζωντανές.
Είναι όντα. Όντα με πυγμή, με πονηριά, με δειλία, με σκοπούς και με διαθέσεις.
Έλεγες «πάντα», έλεγες «μαζί» και σχημάτιζες τη ζωή μας με λίγες συλλαβές.
Κι εγώ σε πίστευα.
Σε κρατούσα στις χούφτες μου κι ας ήσουν γάργαρο νεράκι που κυλούσες.
Οδηγούσα και σκεφτόμουν.
Μόλις που ξημέρωνε και οι δρόμοι άδειοι, σου έδιναν την αίσθηση μια τρομακτικής εκκένωσης.
Λες και ένας πόλεμος είχε προηγηθεί. Και όλοι κρύφτηκαν στις σοφίτες ή στα υπόγεια. Και όλοι σκοτώθηκαν άδικα και δεν είχε μείνει τίποτα πια να ειπωθεί.
Κι εκείνη την στιγμή της σιωπής, της απόλυτης ερημιάς, το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε από έναν θόρυβο που έμοιαζε με βράχο να πέφτει στις ρόδες του.
Κάτι με χτύπησε.
Κάτι χτύπησα εγώ.
Ασυναίσθητα το πόδι μου πάτησε το φρένο και βρέθηκα έξω από το αμάξι να κοιτάζω σαν χαμένος ένα γυναικείο κορμί ριγμένο στην άσφαλτο.
Ένα κόκκινο φόρεμα, σαν αίμα ανέμιζε πάνω από το ακίνητο σώμα.
«Ο ήχος αυτός ήταν ήχος σύγκρουσης με ανθρώπινο σώμα», πέρασε η σκέψη σαν δηλητηριασμένο βέλος κόβοντας στα δύο το θόλο τοπίο του μυαλού μου.
Πώς;
Πώς δεν τη είδα;
Πώς βρέθηκε εκεί;
Κοίταξα γύρω μου.
Η ερημιά βάθαινε κι άλλο το τοπίο.
Κατεβαίναμε σ’ έναν σκοτεινό, άνυδρο τόπο, λες.
Και το ακίνητο σώμα έμοιαζε χωρίς ανάσα, με τα χέρια αφημένα στο πλάι, σαν να κοιμάται.
Ξάφνου άκουσα μακρινά βήματα να τρέχουν πάνω στα πλακάκια του πεζοδρομίου προς το μέρος μου.
Πανικοβλήθηκα.
Ένιωσα όπως ένα παιδί, που πρέπει να κρυφτεί μετά από αταξία.
Μπήκα αστραπιαία στο αμάξι και κάνοντας όπισθεν, άφησα πίσω μου το ακίνητο σώμα και εξαφανίστηκα.
Οδηγούσα με άδειο κεφάλι πια.
Άνοιξα το ραδιόφωνο ασυναίσθητα. Τόση σιωπή μου τρυπούσε τα αυτιά.
Το Adagio του Albinoni με ώθησε να στρίψω στον πρώτο δρόμο δεξιά, λες και οι νότες καθόριζαν την πορεία μου.
«Πού πάω; Πού να πάω;» αναρωτήθηκα.
Αποφάσισα, χωρίς πολλή σκέψη, να φύγω από την πόλη.
Έβαλα βενζίνη στο αυτοκίνητό και κατευθύνθηκα προς την Επίδαυρο.
Το πρωινό φως με χτυπούσε κατάματα, σαν αδυσώπητος κριτής.
Δεν είχα μαζί μου γυαλιά ηλίου.
Έψαξα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, μήπως βρω κάτι.
Τίποτα.
Μόνο χαρτιά, λίγα χρήματα, δεύτερα κλειδιά του σπιτιού και καραμέλες.
Όλα άχρηστα για μένα.
Ξαφνικά θυμήθηκα το κινητό μου στην τσέπη μου.
Το έβγαλα και το απενεργοποίησα αμέσως.
Δεν ήθελα κανείς να με εντοπίσει.
Κανείς να με ρωτήσει πού ήμουν.
Γιατί ούτε εγώ ήξερα πού ήμουν.
Μέσα σε αυτό το χαώδες σκηνικό πορείας, βρέθηκα στην Επίδαυρο.
Έτσι τουλάχιστον έλεγε η πινακίδα στην άκρη του δρόμου.
Κοίταξα γύρω μου και τίποτα δεν θύμιζε την Επίδαυρο που ήξερα εγώ.
Είχαν αλλοιωθεί στο κεφάλι μου οι γεωγραφικοί τόποι, τα πρόσωπα, τα σώματα.
Κι όμως, και η επόμενη πινακίδα που συνάντησα έγραφε ολοκάθαρα: «Καλώς Ήρθατε στην Επίδαυρο».
Η Επίδαυρος, αγαπημένος προορισμός κάποτε. Εκεί, στο αρχαίο θέατρο, όπου η Μοίρα έπαιζε τα παιχνίδια της και οι τραγωδίες γίνονταν ένα με το δέρμα μου.
Εκεί, όπου οι λέξεις έφευγαν από την ορχήστρα κι έφταναν γάργαρες ως την τελευταία θέση στην πιο ψηλή κερκίδα.
Και ο ήχος γινόταν μαγικός, καθώς διέσχιζε τον τέλειο ακουστικό δίαυλο μια εξαίσιας αρχιτεκτονικής!
Εκεί ήμουν.
Σ’ ένα θέατρο άδειο.
Κλειστό. Δεν υπήρχε ψυχή.
«Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος» έγραψε μια ξεφτισμένη ταμπέλα.
Μόνο λουκέτα στη σιδερένια πύλη. Κι αγριολούλουδα στην τσιμεντένια βάση που συγκρατούσε τα κάγκελα.
Δεν είχα επιλογή.
Έψαξα με τα μάτια, σαν άγριο ζώο, γύρω-γύρω την περιοχή και τελικά βρήκα πέρασμα.
Ίσα που χώρεσα. Στενή δίοδος, γεμάτη ανθισμένα αγκάθια, ακριβώς όπως κι οι δίοδοι της ζωής μου.
Βρέθηκα στο θέατρο έκθαμβος από ομορφιά.
Περιπλανήθηκα σαν πουλάκι που μόλις άφησε την φωλιά του.
Εδώ κι εκεί. Εκεί κι εδώ. Κι ύστερα, πιο πάνω. Κι έπειτα, λίγο πιο κάτω.
Μια τεράστια ορχήστρα απλωνόταν μπροστά μου να την περπατήσω. Τα βήματά μου αντήχησαν στον χώρο.
Στάθηκα στο κέντρο, νομίζω.
Σαν λεπτοδείκτης σε ρολόι χαλασμένο τρεμόπαιξα για λίγο.
Έπιασα με τα χέρια μου το πρόσωπό μου κι ένιωσα την λέξη «Γιατί;» να φεύγει από τα χείλη μου και να δονείται στον χώρο.
Λύγισα και τα γόνατά μου ακούμπησαν στο χώμα.
Η πρωινή δροσιά τρυπούσε τα κόκκαλά μου, σαν καρφίτσα.
«Γιατί;;» ακούστηκε πάλι σαν ηχώ και τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν σαν μέλισσες σε κυψέλη.
Άρχισα να κλαίω.
Να κλαίω με μια βαθιά απελπισία να βυθίζει κάθε δάκρυ μου και να το καταπίνει.
Κι εκεί που νόμιζα πως θα καταρρεύσω, το κλάμα με κράτησε ζωντανό. Το κλάμα έγινε σκαλωσιά του ψυχισμού μου και με στήλωσε πάλι στα πόδια μου.
Πάντα αυτή η κατάσταση του ξεσπάσματος λειτουργεί αφυπνιστικά. Λειτουργεί ευεργετικά.
Σαν είδος κάθαρσης.
Σαν γοργός ποταμός που διασχίζει τους στάβλους του Αυγεία.
Κι έτσι, όρθιο, κλαμμένο κι απολύτως ανυπεράσπιστο με βρήκε η μέρα του Πάσχα, εκείνη την μοιραία χρονιά.
Έβγαλα το τηλέφωνό μου από την τσέπη του σακακιού που φορούσα ακόμα.
Το ενεργοποίησα.
Είχα ένα ασθενές σήμα.
Ασθενές σήμα και γύρω μου η φύση στεκόταν στιβαρή, αγέρωχη.
«Οξύμωρη πραγματικότητα» σκέφτηκα.
Σου τηλεφώνησα, ελπίζοντας να απαντήσεις.
Απάντησες.
Ευδιάθετη, ανάλαφρη, έτοιμη να ανταλλάξεις ευχές.
«Σε χρειάζομαι» σου είπα.
Τα έχασες. Σε ξάφνιασα.
«Χρειάζομαι δικηγόρο» προσπάθησα να σου εξηγήσω.
Η φωνή μου σε ανησύχησε.
«Πού βρίσκεσαι;» με ρώτησες ανάστατη.
«Στην Επίδαυρο» σου είπα.
Δευτερόλεπτα σιγής έφτασαν για να καταλάβω ότι κατάλαβες ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί.
«Πες μου. Σ’ ακούω» είπες.
Άρχισα να σου εξηγώ κι ήταν σαν να άκουγα γύρω μου το Lacrimosa από το Requiem του Mozart να ξεπηδάει από τις αρχαίες πέτρες και να έρχεται σαν θύελλα πάνω μου.
Μιαν απολογία μυστηριακή.
Μιαν ομολογία μυστηριακή.
«Πρέπει να παραδοθείς» μου είπες.
«Κι εγώ θα μάθω τι έχει συμβεί με αυτή τη γυναίκα» μου εξήγησες.
«Γιορτάζεις σήμερα, Αναστασία» σου είπα με την φωνή μου να λυγίζει σαν στάχυ.
«Γιορτάζω.» είπες και η τελεία σου στην λέξη ακούστηκε στο θέατρο, έγινε πετραδάκι που χτύπησε στην ορχήστρα και ράγισε τον ήχο.
Τι σημασία είχε πια η γιορτή σου, όταν έπρεπε να με υπερασπιστείς για φόνο που είχα διαπράξει;
Τι σημασία είχαν οι ευχές, όταν η Ανάσταση είχε φέρει θάνατο;
Δεν θα μ’ εγκατέλειπες. Το ήξερα.
Καμιά φορά όμως η υπεράσπιση σε μια σχέση ανθρώπινη είναι χειρότερη από την εγκατάλειψη.
Γιατί αποκαλύπτει.
Ανοίγει την σαρκοφάγο και το πτώμα του άλλου έρχεται στο φως της στυγνής διερεύνησης.
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα μας ένωνε πάλι μια νεκρή στις ρόδες ενός αυτοκινήτου που θα οδηγούσα.
Ούτε είχα βάλει ποτέ με το μυαλό μου ότι ο θάνατος είναι τόσο παντοδύναμος.
Τόσο πανούργος.
Άξιος αντίπαλος της Ζωής.