Scroll Top

Το Πάσχα ως Αφήγηση – Πένθος, Ανάσταση, Ελπίδα | Το κλεμμένο άροτρο | Γράφει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

Το CultureBook με αφορμή το Πάσχα και το πως επιδρά στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς για πολλούς ταυτίζεται με την επώδυνη πορεία που οδηγεί από τη θλίψη της απώλειας στην ελπίδα της αναγέννησης.  Είναι η μυσταγωγία των ημερών που οδηγεί στη λύτρωση, το ξύπνημα της φύσης που συνοδεύει την εσωτερική μεταμόρφωση, η εναλλαγή φωτός και σκιάς που καθορίζει την ανθρώπινη εμπειρία. Πολλές ιστορίες βιώνονται αλλά και γράφονται αγγίζοντας αυτές τις αντιθέσεις · ιστορίες  που μιλούν για το πέρασμα, την αναγέννηση, την προσμονή αλλά και το αναπόφευκτο άγγιγμα του πόνου, του θανάτου και του πένθους.

Με αυτό το σκεπτικό το CultureBook ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος

Το κλεμμένο άροτρο

Όλα παίχτηκαν εκεί, στο μπαρ «Το κλεμμένο άροτρο». Σε κάθε του ταξίδι, έπρεπε να βγει στον παράδρομο κι ακολουθώντας τον κακοτράχαλο αγροτικό δρόμο να παρακάμψει τα διόδια και να φτάσει στη μέση του πουθενά. Χρόνια τώρα, άναβε το κεράκι του και συνέχιζε. Ιδιαίτερα τη Μεγαλοβδομάδα, αυτή η παράκαμψη του έδινε ζωή. Το είχε σαν τάμα, όχι ότι θα έχανε την ευκαιρία να εκκλησιαστεί, αλλά έτσι το ένιωθε. Το θηριώδες φορτηγό, η Λουλού του, έστελνε σήματα καπνού καθώς τραμπαλιζόταν στα νεροφαγώματα και τους λάκκους που είχε φτιάξει η καταιγίδα της προηγούμενης νύχτας. Ο Κοσμάς Τσακίρης, όλα τούτα τα είχε παιχνιδάκια. «Σιγά μη μασήσω» μονολογούσε. «Έλα κουκλάρα μου και φτάσαμε». Κι εκείνη σαν να άκουγε την προτροπή του αφέντη παρά τα χρόνια της, όπως δεν τον απογοήτευσε ποτέ, έτσι και τώρα συνέχισε αγκομαχώντας, καθώς ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός «Σκυλιά στα FM» συνόδευε μουσικά την προσπάθεια. Έδεσε και κατέβηκε. Τον υποδέχτηκε πρώτος ο θηριώδης Γκέκας, όνομα και πράμα. Τον χάιδεψε τρυφερά και έκανε τη θριαμβευτική του είσοδο, τραβώντας την βαριά κουρτίνα που έφραζε τον πρόναο από τον κυρίως ναό. Ο Βάγγος, ο κουτσός ιδιοκτήτης, άφησε κατά μέρος το ποτήρι με το ουίσκι και τον αγκάλιασε αδερφικά.
«Πού χάθηκες, ρε μεγάλε; Παραλίγο να σε βγάλουμε από τη λίστα».
«Τι τα ρωτάς, ρε Βάγγο. Πέσανε όλα στο κεφάλι μου. Αρρώστιες, αβαρίες, δικαστήρια… Τώρα άρχισα τα δρομολόγια. Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Τοπικά για συντήρηση».
«Έλα, κάτσε να σε φτιάξω».
Αμέσως τα λουλούδια του Βάγγου γέμισαν το τραπέζι με εδέσματα κατάλληλα για την περίσταση.
«Κερασμένα και αυτά και τα άλλα. Διάλεξε ό,τι γουστάρεις».
Ο Κοσμάς, άρπαξε το ξέχειλο ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι. Μ’ ένα νεύμα ο κουτσός ιδιοκτήτης έδωσε εντολή να τους αφήσουν ήσυχους. Τα κορίτσια μοιράστηκαν στους μερακλωμένους θαμώνες και έπιασαν δουλειά. Η ατμόσφαιρα άρχισε να βαραίνει, λίγο οι καπνοί απ’ τα τσιγάρα, λίγο το μαύρο, οι μπόμπες που καταναλώνονταν απνευστί σε απόλυτη αρμονία με τα καλλίγραμμα σκέλη που υπόσχονταν με το αζημίωτο φυσικά και η παράφωνη τραγουδίστρια που δεν έλεγε να αλλάξει τόνο. Οι δυο φίλοι έβγαζαν τα εσώψυχά τους ο ένας στον άλλον, αδιαφορώντας για το τι γινόταν γύρω τους. Σαν νικημένες πουλάδες μακριά από όλους κι από όλα σκάλιζαν το μαύρο χώμα πίνοντας.
Η καταιγίδα που ερχόταν με μια υπόκωφη βροντή προειδοποίησε και τσίριξαν τα κορίτσια. Ακολούθησαν βροντές και αστραπές που εναλλάσσονταν με σφοδρότητα. Η βροχή χτυπούσε ανελέητα τις λαμαρίνες της στέγης του μπαρ. Σειόταν ο τόπος, ώσπου κόπηκε το ρεύμα και τα αστραπόβροντα χόρευαν τα κυπαρίσσια και τα ελαιόδεντρα με τους τρομαγμένους θαμώνες που βιάζονταν με την ευκαιρία να χαρούν τα λουλούδια του Βάγγου. Ο χαλασμός ουδόλως τάραξε τους δυο παλιόφιλους. Αρκέστηκαν σ’ ένα κεράκι που βρέθηκε στο τραπέζι και συνέχισαν απτόητοι να συζητούν για τα του βίου τους, ανακατεύοντας γεγονότα και ανθρώπους, άλλοτε γελώντας κι άλλοτε κλαίγοντας. Έπνιγαν στο αλκοόλ και πνίγονταν σ’ αυτό εξομαλύνοντας όλες τις αβεβαιότητες και επουλώνοντας τις πληγές. Ήταν η ιερή ώρα της εξομολόγησης και της συγχώρεσης. Τα πάθη και τα λάθη πνίγονταν στο καθαρτήριο αλκοόλ για χάρη της Ανάστασης.
Σε λίγο επανήλθε η τάξη. Αποκαταστάθηκε η ηλεκτροδότηση, η τραγουδίστρια κι οι μουσικοί πήραν τη θέση τους στο πάλκο και τα λουλούδια του Βάγγου, ανακουφισμένα επικεντρώθηκαν στα καθήκοντά τους. «Τελευταίο», έκανε ξερά ο Κοσμάς Τσακίρης και δάγκωσε τα χείλια του για να περιορίσει τη σούρα. Το θολωμένο μυαλό του φίλου του είχε υψώσει φράχτη. Ούτε άκουγε ούτε μίλαγε, κοιτούσε το γαλβανισμένο αλέτρι, το σήμα του μαγαζιού σαν χαμένος. Και τότε άνοιξε η πόρτα και εισβάλανε δυο τύποι με πιστόλια στα χέρια.
«Ήρθανε», ψιθύρισε και το πρόσωπό του έλαμψε από ευτυχία. «Καλώς τους», συνέχισε. Μια απόκοσμη βαθιά σιωπή απλώθηκε. Μονάχα κάποιες σταγόνες ακούστηκαν καθώς έσκασαν στην είσοδο, πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Ο Βάγγος ποτέ δεν έκλεινε τους λογαριασμούς του. Άφηνε κάτι για το καλό, όπως έλεγε, κι αυτό ήταν γνωστό στην πιάτσα. Έτσι κρατιόταν ζωντανός με ξύπνια τα αίματα και την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο. Οι θηριώδεις τύποι άνοιξαν δρόμο σκορπώντας τις καρέκλες και θρονιάστηκαν στο τραπέζι των φίλων.
«Ό,τι πιούν τα παιδιά από εμένα», φώναξε ο Βάγγος και χάιδεψε τη λαβή του όπλου που έκρυβε στη μέση του.
Το αγαπημένο του εννιάρι είχε φροντίσει να βρίσκεται πάντα σε ετοιμότητα. Η καθημερινή του περιποίηση ήταν μέρος της ρουτίνας του. Δεν πήγαινε πουθενά ξαρμάτωτος. Το είχε από παιδί το χούι.
Ο πιο ψηλός είπε με σπασμένα ελληνικά «Φράγκα, Ξυπόλητος».
«Πόσα;»
«Τρία χήνας».
«Τα πήρες κι έφυγες».
Με μιας τα όπλα εξαφανίστηκαν. Ο πορτιέρης έφερε ένα μασούρι με πενηντάρικα και τα άφησε στο τραπέζι.
«Ένα ποτάκι για το καλό;» έκανε ο Βάγγος.
Οι δυο παλικαράδες, όμως είχαν αργήσει να απαντήσουν. Το εννιάρι έκανε τη δουλειά του.
Μ’ ένα του νεύμα, η ορχήστρα πήρε την παραγγελιά του. Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε… έσφαζε τις νότες και τα λόγια ο μπουζουξής κι ο Βάγγος χτυπιότανε στην πίστα, καθώς ο πορτιέρης μ’ έναν οδηγό έσερναν τους μπράβους στην έξοδο. Ο αυτόπτης μάρτυρας Κοσμάς Τσακίρης άναυδος παρατηρούσε τον κορυφαίο του χορού να δίνει ενώπιον κοινού και κοριτσιών ίσως την τελευταία του παράσταση. Οι θαμώνες άφηναν τα χρήματα στα τραπέζια και διακριτικά, ένας ένας αποχωρούσαν, εγκαταλείποντας οριστικά την προσπάθεια για μια δόση αγορασμένης ηδονής. Ο Κοσμάς Τσακίρης μετά το πρώτο σοκ, πέταξε το μισοφορεμένο του σακάκι και χύθηκε στην πίστα. Χόρευαν με δάκρυα στα μάτια σαν να μάλωναν με τους αγγέλους και τους δαίμονές τους. Στροβιλίζονταν μονάχοι τους πια, αφού το μαγαζί είχε αδειάσει και τα λουλούδια του Βάγγου είχαν λουφάξει στα ενδότερα.
Κάποτε τα όργανα σταμάτησαν, όμως εκείνοι συνέχιζαν απτόητοι. Τώρα χόρευαν τη σιωπή τους. Κρατούσαν τον πόνο στις χούφτες τους κι έπειτα τον μοίραζαν στον ξάστερο ουρανό. Πετροβολούσαν την εμπροσθοφυλακή των αντιπάλων τους. Παιδιά με σκισμένα παντελόνια και κοιλιές πρησμένες έπαιζαν ό,τι είχαν δει, τον Πόλεμο. Τα ηλικιωμένα τους δάχτυλα δύσκαμπτα πια, μαθημένα στη βία αδυνατούσαν. Απόκαμε πρώτα η ψυχή. Γελάστηκαν από τη θερμοφόρα του σύμπαντος, γελοίοι κι ασήμαντοι, ικανοποιούνταν με μικροζημιές. Έζησαν στ’ αζήτητα μοιραίοι κι ηττημένοι. Τη μάχη αυτή, όμως, δεν είχαν σκοπό να τη χάσουν. Τι κι αν το κόστος ήταν μια ζωή ή δύο. Το εννιάρι έκανε πάλι το θαύμα του. «Μία σου και μία μου, αδερφέ και τέλος. Καλή Ανάσταση».
Το κλεμμένο άροτρο, άφησε μαζί τους την τελευταία του πνοή. Η καταιγίδα επανήλθε δριμύτερη, οι κεραυνοί της εξαφάνισαν το κέλυφος και το περιεχόμενο. Ίχνη ανθρώπινης εμπλοκής δεν ανιχνεύτηκαν. Οι νεκροί ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν. Ο Κοσμάς και ο Βάγγος κατά πληροφορίες οι οποίες προέρχονταν από αξιόπιστες πηγές κάποιων λουλουδιών αναλήφθηκαν με τη Λουλού, ενώ το ραδιόφωνο «Σκυλιά στα FM» έπαιζε ακόμη.

Βιογραφικό Βαγγέλης Τασιόπουλος

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς