Χριστίνα Μιχαηλίδου, Γαλότσες νούμερο 44, εκδόσεις Ιωλκός, 2024
Γράφει η Πηνελόπη Αλεξίου
Γαλότσες νούμερο 44: η συνομιλία της λογοτεχνίας με την κοινωνική πραγματικότητα της έμφυλης βίας
Υπάρχει μία διεθνής γλώσσα, η οποία γίνεται καθολικά κατανοητή, με απόλυτη αμεσότητα, σαφήνεια και ακρίβεια. Αυτή, είναι η γλώσσα των αριθμών. Στον απόηχο της 25ης Νοέμβρη, διεθνούς Ημέρας για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας, αλλά και της κοινωνικής πραγματικότητας που πιέζει για την αναγνώριση της έμφυλης βίας καθημερινά, αξίζει να ξεκινήσει αυτό το κείμενο με τη γλώσσα των αριθμών.
Κάθε 3 ημέρες στην Ιταλία σκοτώνεται μία γυναίκα στο σπίτι της από το σύντροφό της (νυν ή πρώην). Μόλις το 14% των γυναικών στην Ε.Ε. που έχουν δεχθεί βία από το σύντροφό τους κάνουν καταγγελία σε αστυνομικό τμήμα, ενώ το 83% των δολοφονιών που καταγράγονται στην Ε.Ε. είναι γυναικοκτονίες και μόλις το 17% ανθρωποκτονίες, χωρίς έμφυλα κίνητρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώνει το ντοκιμαντέρ Femicidio (2022).
Εν συνεχεία, έρευνα των Ηνωμένων Εθνών (UN Women) για το 2024, αποκαλύπτει ότι 1 γυναίκα ή 1 κορίτσι δολοφονείται κάθε δέκα λεπτά στον κόσμο από το σύντροφό της ή μέλος της οικογένειάς της. Το 2023 καταγράφηκαν συνολικά 85.000 γυναικοκτονίες (γυναικών και κοριτσιών) παγκόσμια. Τέλος, στην Ελλάδα, την περίοδο 2021-2023 (σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ), 2 στις 3 γυναίκες έχουν υποστεί ψυχολογική βία από τους συντρόφους τους, 1 στις 4 έχει υποστεί σωματική βία από το σύντροφό της και 1 στις 6 έχει υποστεί σεξουαλική βία.
Από τα παραπάνω, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι η έμφυλη βία δεν είναι τόσο σπάνια όσο μπορεί να πιστεύει κανείς. Σε μία αίθουσα κινηματογράφου, σε ένα εργαστήρι εκμάθησης κεραμικής, στο κοινό μιας συναυλίας, στους ανθρώπους που ψωνίζουν ένα απόγευμα στο σούπερ μάρκετ, υπάρχουν γυναίκες που έχουν βιώσει βία και παρενόχληση ή/και επιζήσει από αυτή. Η γλώσσα των αριθμών και των παραπάνω στατιστικών δεδομένων αντιστοιχεί σε υπαρκτά πρόσωπα, σε γυναίκες εν ζωή ή γυναίκες που δεν βρίσκονται πια μαζί μας.
Σε ένα τέτοιο δυστοπικό παρόν, που η ζωή είναι πιο δύσκολη κι επικίνδυνη για τις γυναίκες, αναδύεται το εξής ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας, ως μορφής τέχνης, ως προς τη θέαση, απεικόνιση αλλά και κριτική αυτού του φαινομένου; Πως στέκεται η τέχνη του λόγου απέναντι στο κοινωνικό;
Το βιβλίο, ως πολιτισμικό και καλλιτεχνικό προϊόν, οφείλει να συνομιλεί με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι συγγραφείς, ως υποκείμενα που έχουν λαξευτεί εντός μιας εποχής και παραδίδουν την τέχνη τους στο κοινό, είναι μαέστροι/ίνες των λέξεων που χτίζουν νέους κόσμους, καταδύονται στις μύχιες σκέψεις των ηρώων και εμπνέονται από γεγονότα ή και πρόσωπα που γνωρίζουν στην καθημερινή τους ζωή. Ως καλλιτέχνες και ως ανθρωποι, αποτελέσματα, κοινωνοί και συνδημιουργοί του καθημερινού τόσο με ρεαλιστικούς όσο και με μυθοπλαστικούς όρους, φέρουν το βάρος μιας πολιτιστικής κληρονομιάς η οποία κρίνει και κρίνεται, (εγ)γράφει και εγγράφεται, ανανεώνει και ανανεώνεται.
Η Χριστίνα Μιχαηλίδου, συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων «Γαλότσες νούμερο 44» (εκδόσεις Ιωλκός, 2024), αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, η οποία βρίσκεται σε άμεση διαλεκτική σχέση με το κοινωνικό παρόν. Τα διηγήματα που συγκεντρώνει στις «Γαλότσες νούμερο 44», παρά τη νηνεμία που αποπνέουν χάρη στην εξαιρετική συγγραφική της ικανότητα, λειτουργούν σαν ένα panic button, σαν ένα μοχλό κινητοποίησης των αντανακλαστικών του αναγνωστικού κοινού απέναντι στην έμφυλη βία. Είναι ένας σιωπηλός συναγερμός, διηγήματα που δεν αποστασιοποιούνται από όσα διαδραματίζονται στον εξω-λογοτεχνικό κόσμο και δεν παίρνουν αποστάσεις ασφαλείας, χρησιμοποιώντας την ευκολία του happy ending.
Η Χριστίνα Μιχαηλίδου γράφει διηγήματα που τοποθετούνται στον Ελλαδικό χώρο, στην επαρχία και σε αστικά κέντρα, όπου οι ήρωές/ίδες της είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας αλλά ταυτόχρονα ξεχωρίζουν για τον τρόπο που πραγματεύονται ψυχολογικά και κοινωνικά τη διαφορετικότητά τους απέναντι στη βία της ομοιομορφίας. Τέτοιες ηρωίδες και τέτοιοι ήρωες, με ψυχογραφήματα που χαίρουν αξιοσημείωτου βάθους εντός εντυπωσιακά καλογραμμένων σύντομων διηγημάτων, αξίζουν αδιαμφισβήτητα την αναγνωστική προσοχή. Παράλληλα, αποτελούν το λιθαράκι της συγγραφέως για στην κοινωνική κριτική που ασκείται τα τελευταία χρόνια μέσω των κινημάτων, φορέων της κοινωνίας των πολιτών, οργανισμών, της τέχνης και της ακαδημίας για εγρήγορση, κινητοποίηση και ευαισθητοποίηση όλων μας σε σχέση με τους απανθρωποποιητικούς μηχανισμούς που στερούν μία ζωή ελεύθερη, ισότιμη, ασφαλή.
Απ’ όλα τα διηγήματα της, ξεχωρίζει αναμφίβολα η Αγγέλω. Η Αγγέλω είναι η ηρωίδα του πρώτου διηγήματος της συλλογής, με τίτλο «Το μεταξωτό», η οποία μπορεί να στοιχειώσει το αναγνωστικό κοινό μέσα από την περιγραφή της ζωής της. Αυτό όμως που την εγκλωβίζει στο μυαλό και την καρδιά του αναγνωστικού κοινού είναι το βλέμμα της, ιδίως στις τελευταίες γραμμές του διηγήματος. Τα μάτια της, ένα βλέμμα γυάλινο και παγωμένο, εγκλωβισμένο σε ένα πρόσωπο που η όψη του έμοιαζε κάποτε ανθρώπινη, κοιτούν ευθέως όλους και όλες, μ’ ένα κατηγορώ, μ’ ένα παράπονο, με μια αηδία, με μια τιμωρία. Είναι ένα βλέμμα αντίστοιχο με αυτό του φωτογραφικού πορτραίτου της Λήδας Παπακωνσταντίνου με τίτλο «Κωφάλαλη» (1971). Μάτια τεράστια, μάτια από τα οποία δεν μπορείς να κρυφτείς, γιατί καθρεφτίζουν την ενοχή ολόκληρης της κοινωνίας.
Βιογραφικό Χριστίνα Μιχαηλίδου