Scroll Top

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου “Σε αβαρές φαλτσέτο, μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα” | Παρουσίαση από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Σε αβαρές φαλτσέτο, μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα, εκδόσεις Θράκα                                          

Γράφει η Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Πένθος, θεός, θυμός και θάνατος, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης

Η Δήμητρα Χριστοδούλου, επιστρέφει με την τελευταία της ποιητική συλλογή με τον ευφυή τίτλο «Σε αβαρές φαλτσέτο» υποσημειώνοντας έναν υπαινικτικό υπότιτλο, (μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα) ο οποίος συνοψίζει στη λέξη ιστοριούλες την πρόθεση της ποιήτριας να τονισθεί ο επιθετικός προσδιορισμός «αβαρές», θέλοντας ακόμα μια φορά να τονίσει την αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης ως πράξη και ως βίωμα. Στο ποιητικό της σύμπαν, σαράντα οκτώ ποιήματα και ποιητικά πεζά αφηγούνται με συναρπαστική πυκνότητα και όχημα μία γραμμή από συμβολισμούς, η οποία συνδέει τους τίτλους που έπονται, για να συναντήσουν τα ποιητικά πεζά που παρεμβάλλονται. Ταυτόχρονα, ρήματα κίνησης προτίθενται να κυριαρχήσουν έναντι των επιθέτων, η χρήση των οποίων δηλώνει όχι μόνο τη νεοτερική καταγωγή της ποιητικής της γραμμής, αλλά και την ωριμότητα της ποιητικής γενιάς που την έθρεψε.

Οι γνωστοί άξονες της Χριστοδούλου, το αβαρές της ύπαρξης, η θεϊκή υπόσταση ως πατρικό πρότυπο, «Στη μετά θάνατον ζωή του ο θεός/Κρύφτηκε μέσα στην ντουλάπα,/Εκεί που πάνε τα παιδιά μετά από ένα χέρι ξύλο.», η κοινωνική αδικία και ο θάνατος την βρίσκουν ακόμα μια φορά, σε μια ακόμα πιο ώριμη ποιητική αναζήτηση, να φιλοσοφεί για τη ματαιότητα του βίου.  Εδώ ο θεός εμφανίζεται ως τιμωρός, ενώ ο θάνατος ως τετελεσμένο γεγονός της ύπαρξης, «Αν πεις να πεθάνεις, πάει, πέθανες.» (σελ. 7), που ακόμα και η μνήμη την προδίδει. Τόσο ο ρυθμός όσο και το ύφος και η πυκνότητα της ποιητικής αφήγησης δικαιολογούν τον τίτλο της ποιητικής συλλογής, αφού μουσικά και τονικά πρόκειται για έναν όρο που αφορά υψήτονα μέρη μιας μουσικής σύνθεσης που αποδίδονται από τον τραγουδιστή σε Piano forte, (σελ. 38) δηλαδή εναλλακτικά, άλλοτε υψίφωνα και άλλοτε χαμηλόφωνα, pianissima. Με ανάλογο τρόπο κινείται, μιμούμενη ένα άλλο είδος τέχνης, και ο ρυθμός της ποίησης της Χριστοδούλου στην παρούσα συλλογή, όπως ανυψώνεται μέχρι τα άυλα και καταδύεται μέχρι τα βάθη της ύπαρξης.

Κάπως έτσι, η κοινωνική αδικία και η οργή που απορρέει από αυτήν, αποδίδονται με χαμηλόφωνη, μα εύστοχη ειρωνεία, «Και οι πεσόντες να συμπεριφέρονται/Ως μόνοι φταίχτες! Μανιώδεις καπνιστές./Έτσι η καμπάνια “νικοτίνη ή θάνατος”/Θα συγκινήσει σ’ ένα αργό ηλιοβασίλεμα.» (σελ. 9). Ωστόσο, δεν απευθύνεται μόνο στα καθ’ ημάς, δηλαδή, σε όσα αφορούν τις ανθρώπινες αποφάσεις, σε κυβερνητικές και πολιτικές αστοχίες και δεν αφορούν μόνο το αστικό τοπίο. Η ματιά της αγκαλιάζει τον κόσμο με έναν οικουμενικό χαρακτήρα εμπλέκοντας τη θεία προέλευση της αδικίας, όπως την αντιλαμβάνεται η ψυχή της. «Αν κάποιοι επιζούν και σε λάσπες, αυτό δεν σημαίνει πως δεν ξέρει ο Κύριος τι είναι καθαριότης.» (σελ. 12).

Στους στίχους της Χριστοδούλου εμφανίζεται ακόμα και ο ομοιοκατάληκτος ρυθμός, καθώς μεταβαίνει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ακροπατώντας και πάλι στη γνωστή ειρωνεία και επιβεβαιώνοντας και τον υπότιτλο : «μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα», όπου η ύπαρξη μπαίνει σε πρώτο πλάνο, «Πενθώ το σκεύος το πήλινο/Που την ψυχή περιέχει,/Αυτή που γέννησα κι ανάθρεψα/Και που ο θεός δεν την αντέχει.» (σελ. 14).  «Ιστορικές εκκρεμότητα», «Αδιαλλαξία», «Το τραγουδάκι του πυροβολισμού», είναι μερικοί από τους τίτλους, όπου το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται τον ανθρώπινο πόνο, τον πόνος του ποιητή – δημιουργού, ενώ το πεζό «Ιδιοκατοίκησις» φλερτάρει με τα όρια του μαγικού ρεαλισμού. Είναι φανερό πως σε αυτήν της τη συλλογή η Δήμητρα Χριστοδούλου προχωρά ένα βήμα παρακάτω, εξερευνώντας τις δυνατότητές της, οι οποίες προικίζουν την ποίησή της με νέες αρετές.

Ωστόσο, ο ρεαλισμός δεν εγκαταλείπει την πένα της, όσο καυτηριάζει συμβολικά και υπαινικτικά -σε υψηλούς τόνους-, ό,τι το ποιητικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται ως κατάφορη αδικία και δεν προτίθεται να αποδεχθεί την ηθική και θρησκευτική ή πολιτική υποκρισία, στο όνομα της οποίας προσποιείται η ανθρωπότητα για να δικαιολογήσει τον πόνο που πολλαπλασιάζεται από την κοινωνική απληστία, «Το θέρος έληξε μα δεν θ’ ακολουθήσει/Κάποιος χειμώνας ή άλλη εποχή./Δικαιολογία δεν υπάρχει να γράφονται/Ανόμοια ψεύδη. Τα ίδια αρκούν…/Και όλους εξίσου αμείβει η υπέρβαρη Εξοχότης του/Μ’ ένα πρόγευμα κονδόρων και γυπών.»  (σελ. 42).

Είναι σημαντικό να σημειωθεί, πως παρόλο το αβαρές της ύπαρξης, εκείνη επιλέγει να επανέρχεται «θρηνώντας» και για το άσκοπα εφήμερο. Άυλες υπάρξεις, ενδιάμεσοι μεταξύ θεού και ανθρώπων, οι άγγελοι ταυτίζονται με ψυχές που πλήρωσαν τον κόπο και την ματαιότητα του επίγειου πόνου, καθώς συμβολίζουν, ταυτόχρονα την ίδια τους την ουσία. την ηθική κατάπτωση του ανθρώπου, αλλά και την απώλεια της αθωότητας, την οποία αδυνατούν πια να συγκρατήσουν. «Χιονίζει εδώ κάτω απ’ τα χαράματα,/Πέφτουν συνέχεια από τον ουρανό/Ξέφτια απ’ τα ρούχα, κουμπάκια αγγέλων//…Θα ντρέπονται το ίδιο ξεχασμένοι/Με μας και τις ψυχές των γονιών μας.» (σελ. 49).

Η ποιήτρια μας αποχαιρετά με μια ακόμα piano forte διάθεση, όπως το «Τραγουδάκι για το τέλος του βιβλίου», αφήνοντας να χωρέσει μια αχτίδα φως, καθώς επιμένει στην «…ορφάνια του πενταγράμμου, όπου δεν γράφτηκε η σωτήρια νότα.»  Μα πριν, θα καταθέσει ένα ακόμα τραγουδάκι (σελ. 53). Γιατί αν χαθεί η ελπίδα, χάνεται ο κόσμος. Έστω, ίσως οι γάτοι που ανεβαίνουν στα κεραμίδια, «Στο ψέμα δεν πιστεύουν του θανάτου.», ίσως «Οι αρχάγγελοι τους ψιθυρίζουν κάτι,/Βρίσκουν επάνω απ’ την πλημμύρα ζέστη/Και νιαουρίζουν το “Χριστός Ανέστη”.» Η αντίφαση κατοικεί εντός της ρεαλιστικής αποτύπωσης ενός κόσμου που κρέμεται κάπου μεταξύ γης και ουρανού. Μεταξύ μιας σκληρής πραγματικότητας κι ενός ιδεατού κόσμου που ποτέ δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται, κι ο ποιητής σε ένα ποιητικό σύμπαν όπου ο χρόνος έχει σταματήσει σε μία εποχή. Σ’ έναν διαρκή χειμώνα που προσδοκά την άνοιξη για να την υμνήσει.

[…]

Πεινούσε ο λύκος κι όμως με συγχώρησε
Άφησε ανέγγιχτο το χέρι μου το ένα
Έτσι ξεκίνησε ο χειμώνας και προχώρησε
Κι άφησα πίσω μου τα τραύματα γραμμένα.
Κι αν η γραφή στο νόημα δεν φτάνει
Είναι που χύνω κάθε τόσο το μελάνι.
Κι όλο πετάω μουτζούρες μες στα δάση,
Κίτρινα φύλλα θα τις έχουνε σκεπάσει.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Βιογραφικό Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου