Scroll Top

Ελένη Γκίκα “εν ερημίαις επλανήθησαν” | Παρουσίαση από την Τζούλια Γκανάσου

Ελένη Γκίκα, εν ερημίαις επλανήθησαν, εκδ. ΑΩ, 2024

Γράφει η Τζούλια Γκανάσου

«Εν ερημίαις επλανήθησαν» είναι η δέκατη τέταρτη ποιητική συλλογή της Ελένης Γκίκα και συμπυκνώνει όλη τη ζωή, όλα τα μεγάλα θέματα της ύπαρξης και της ανθρώπινης υπόστασης.

«Η ιστορία θα την ασφάλιζε για κάμποσο / γι’ αυτό αγωνιζόταν. / Ήξερε ότι ήταν η μοναδική της πανοπλία.» κάπως έτσι ξεκινάει η συλλογή μιας και η Ελένη Γκίκα προτάσσει πάνω από όλα το κρησφύγετο της δημιουργίας, της τέχνης, της γραφής, της ποίησης ως σωσίβιο για τα δεινά που φέρνει η ζωή. «Εντέλει, τόση σύνεση χαμένη» συνεχίζει η ποιήτρια για τους ρόλους που παίρνουμε όλοι μας, των τέκνων, των φίλων, των εραστών, των συντρόφων, των φροντιστών, για τις μάχες που δίνουμε όλοι με κόπο ή στόμφο ώστε να σταθούμε όρθιοι εκ νέου, εξαρχής, εφ’ όρου ζωής. «Δεν γίνεται / ό,τι είναι δικό σου / να το παραλείψεις» σημειώνει μιας και ο εαυτός αποτελεί πάντα πεδίο εξερεύνησης στα έργα της Γκίκα, πεδίο διερεύνησης, αποκάλυψης, επανεφεύρεσης. «Βλέπεις οι Μοίρες του όταν γεννήθηκε δεν του κρατούσαν όργανα» μας λέει στο τέταρτο ποίημα της συλλογής μιας και ο χρόνος, το πεπρωμένο, η τύχη, το σώμα είναι αλληλένδετα στα γραπτά της Ελένης, ορίζουν τη μοίρα, θρυμματίζουν τις ψευδαισθήσεις και τις ανανεώνουν. Ως εκ τούτου, στο πέμπτο ποίημα της συλλογής, έρχεται η ώρα της μάνας η οποία αποτελεί κέντρο λατρείας της Ελένης που γράφει: «Μισή βρέθηκε να αργοπεθαίνει / στην Εντατική από δίψα / όλοι την έκλαψαν / δεν ήξεραν ότι θα πάταγε τα ενενήντα ωστόσο / γαλήνια / με Καλά Γεράματα», η μάνα αποτελεί σημείο αναφοράς, κέντρο στο οποίο επιστρέφει η ποιήτρια όπως όλοι μας άλλωστε. Θα συναντήσουμε λοιπόν τη μάνα – την πηγή – την κοιτίδα – τη ρίζα στις γραφές της Ελένης Γκίκα και θα νιώσουμε όλα τα συναισθήματα: αγάπη, νοσταλγία, πόνο, θαυμασμό και πληρότητα μιας και η μητέρα μας προετοιμάζει για όλα όπως και στο επόμενο ποίημα, στο οποίο προϋπαντεί τον πατέρα. «Όσα χρόνια και να περάσουν / ο πατέρας σου θα είναι πάντοτε ο πατέρας σου / όπως κι εκείνη εκεί η οικογένεια / που έχει αρχίσει να σχηματίζεται πλέον αντίστροφα / επάνω στον ουρανό» και εδώ με τη σωτήρια αποδοχή, έρχεται στο προσκήνιο, η οικογένεια, η πίστη της επανένωσης και του συναπαντήματος στα επουράνια, μια μεταφυσική, σχεδόν θρησκευτική προσέγγιση, μια ελπιδοφόρα προσμονή για την Ελένη Γκίκα η οποία αναζητά την ελπίδα διαφυλάσσοντας πάντα τα σημαντικά στη ζωή και στα γραπτά της, ένα από τα οποία είναι η φωνή μας όπως γράφει στο επόμενο ποίημα. «Η δική μας φωνή / αυτό είναι που μετρά. / Γι’ αυτό ίσως και κάποιοι θα μεταβούμε βουβοί.» με βαθιά εσωτερικότητα η γραφή γίνεται ένας γλυκός μισεμός, με μυστικισμό και μυστικοπάθεια μετατρέπεται σε ένα γοητευτικό γαϊτανάκι που μας παρασύρει στα πιο εσωτερικά κομμάτια της ανθρώπινης ύπαρξης. «Όσες λαμπάδες και να σ’ ανάψω / πάντα θα σου οφείλω έναν Αύγουστο. / … / Θα είναι το μυστικό μας / και για όσο στον χρωστώ. / Θ’ αντέχω. / Είμαι καλοπληρωτής στα χρέη εγώ.» κι εδώ, αρχίζει να βαθαίνει απροσμέτρητα κι εδώ, αρχίζει η συγκίνηση και οι στεναγμοί καθώς «Κανείς μας δεν κατάλαβε πως / χορεύαμε σ’ αναμμένα κάρβουνα / και τα καμμένα πόδια μας / την άλλη μέρα φανήκανε / όταν πια ούτε κάρβουνα ούτε στάχτες.» μιας και η έκσταση έχει τίμημα και η χαρά και η αγάπη και η Ελένη Γκίκα το γνωρίζει καλά και το τιμά με αναφορές στις «μισοτελειωμένες κινήσεις» στο επόμενο ποίημα της συλλογής αφού η Ελένη ξέρει να γιορτάζει τα ημιτελή απελευθερώνοντας τον αναγνώστη, ξορκίζοντας τις ήττες με «ένα στεφάνι από στάχτη για τον καθένα», τονίζοντας ότι οφείλουμε να ζούμε και να γιορτάζουμε κάθε ηλικία, κάθε εποχή, κάθε στιγμή με αποδοχή και απαντοχή και η Ελένη μοιράζεται μαζί μας παράπονα διερωτώμενη «γεμίζει η παιδική ψυχή σου αν δεν χορτάσει / στον καιρό της; / Ποτέ μου δεν τόλμησα να σου πω ότι / από σένα δεν είχα ποτέ / ούτε ένα τόσο δα πάνινο κακοφτιαγμένο κουκλάκι.» κι «ανοίγεται» κι άλλο καθώς γράφει «η μετέωρη αγκαλιά / ανολοκλήρωτη / θα επαναλαμβάνεται / στον αέναο χρόνο», ναι, η Ελένη μας εμπιστεύεται τις πιο μύχιες σκέψεις καθώς γράφει για τα ανεκπλήρωτα, για όσα δεν πραγματοποιήθηκαν στην ώρα τους και για όσα κουβαλάμε ως απωθημένα και ύστερα, η Ελένη μας μιλάει για τα σπίτια, για τις παλιές μας οικείες και ό,τι ενσαρκώνουν, για τη μνήμη η οποία διαδραματίζει τεράστιο ρόλο στα έργα της Ελένης Γκίκα, καθοριστικό θα έλεγε κάποιος ενώ έρχεται η απορία που μας «σκίζει» στα δύο: «Με ποιον μιλούσα τόσο καιρό; / ποιον αγαπούσα;/ πάντα εκείνον που είναι / μες το κεφάλι σου / αγαπάς / κι όχι δεν είναι εκείνος που σε διαψεύδει / μέσα στον χρόνο / είναι που εσύ / γίνεσαι άλλη / καθώς προχωράς» και μας μιλάει για τον έρωτα, για εκείνον που μας μάγεψε ή για εκείνον που κατασκευάσαμε με χρώματα που δεν ξεθωριάζουν και τότε, η ποιήτρια στρέφεται και πάλι στη μητέρα, στο πιο μεγάλο αποκούμπι, στη μάνα που μας γεννά ξανά και ξανά. «Μάνα / τα σαββατιάτικα βράδια / βουνό ασήκωτο η απουσία σου.» και θα μας λείπει για πάντα, η φωνή της, το φιλί της, το χάδι της γιατί «όσο κι αν τρέξετε» όπως λέει η Ελένη Γκίκα, «η Κυριακή / θα είναι και πάλι / ένα πουκάμισο αδειανό. / Το σκιάχτρο της.» ώσπου ομολογεί η ποιήτρια «μαράθηκα» κι ο αναγνώστης συμπάσχει, πονάει, συμπονάει και νιώθει λιγότερο μόνος μιας και ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις, το ξέρουμε και οι απώλειες κόβουν ψυχές και φτερά και η μοναξιά μας σακατεύει, «Η μοναξιά που δεν περιγράφεται» όπως γράφει η Ελένη Γκίκα και μας θυμίζεις τι πάει να πει «μοναχοπαίδι», τι πάει να πει «απαρηγόρητη» και πώς εκείνη μας παρηγορεί πάντα όλους και μας δίνει ανάσες και μα θυμίζει ξανά και ξανά πως «Το μολύβι γράφει αγνοώντας το χέρι που το κινεί / κι αυτό είναι το παρήγορο / εκείνο που κάνει τα γραμμένα τελικά ν’ αξίζουν» ή όπως λες: «Πόσες μισοτελειωμένες αφετηρίες / έκαναν μια Μικρασιατική Καταστροφή στο τέλος.» γιατί ο λώρος δεν κόβεται «και να ‘σαι ευγνώμων / για την πίστη σου / την ώρα εκείνη / όταν όλοι οι ποντικοί / πηδάνε τελικά από το καράβι / γιατί θα πηδήσουν / και θα την ζήσεις την προδοσία» κι εδώ η Ελένη Γκίκα ανοίγει την πύλη της προδομένης υπόστασης κι ο αναγνώστης ταυτίζεται στην απογοήτευση και στη ματαίωση μιας και «η ζωή / δύσπνοια είναι / έγκατα / σπλάχνα» και έτσι, η ποιήτρια καταγράφει την οδύνη της ύπαρξης, τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες κάνοντάς μας συγκοινωνούντα δοχεία κι εμείς, οι αναγνώστες γινόμαστε συνοδοιπόροι στη φθορά και στη ματαίωση, αναρωτιόμαστε όλοι μαζί «τι θα απογίνουμε σαν πεθάνουν τα παιχνίδια», προσπαθούμε να θυμηθούμε, τα Βασικά και εδώ, η Ελένη Γκίκα μας κλείνει το μάτι και μας θυμίζει την ευγνωμοσύνη γιατί «Αλλιώς δεν αντέχεται / αυτό το καρναβάλι / Χιονάτη ή Σταχτοπούτα / ή ο τελευταίος Καρναβαλιστής / δεν αντέχεται» δίνοντας έναν υπαρξιακό τόνο στους στοχασμούς παρηγορώντας και πάλι, «Τουλάχιστον προλάβαμε να πούμε / το πόσο πολύ αγαπηθήκαμε / εκτός χρόνου.»

Εν κατακλείδι, η Ελένη Γκίκα ισορροπεί πάντα το σκοτάδι με φως και γράφει: «κι είδα στον ύπνο μου να ανασαίνω μικρές μπουκίτσες φωτός σαν κουβαράκια στη γυάλα, είδα τον πατέρα μου λέει να της δίνει μια γλάστρα με ροζ μαστίχα αλλ’ είχε το πρόσωπο, σκεπασμένο, «γιατί μου θύμωσε;» «γιατί έχουμε ακόμη δυο μέρες για να ξημερώσει Κυριακή, οι Κυριακές του μπαμπά μου». Μια αιωνιότητα σε μια και ούτε εβδομάδα.» και τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής ένας αποχαιρετισμός σε όλα τα σώματα που έφυγαν και ειδικά, στον Δημήτρη Φύσσα, μια αιωνιότητα, μια ανθρωπότητα ολάκερη σε ένα βιβλίο, σε σαράντα ποιήματα της Ελένης Γκίκα, ποιήματα που βγήκαν από τα σπλάχνα, που μιλάνε στην καρδιά, που τρυπάνε τα μυαλά, που λιώνουν τη σάρκα, που κάνουν την Ελένη Γκίκα αυτό που ήταν, είναι και θα είναι: η πιο ξεχωριστή πένα, το πιο πολυδιάστατο πνεύμα, η πιο βραδυφλεγής φλόγα, η πιο γλυκιά παρηγοριά, φάρος και μάχη, μαχαίρι και χάδι, έμπνευση μες στο σκοτάδι…

Βιογραφικό Ελένη Γκίκα

Βιογραφικό Τζούλια Γκανάσου