Scroll Top

Γιάννης Μακριδάκης “Ιπποπόταμοι συντροφιάς” | Παρουσίαση από την Νίκη Μισαηλίδη

Γιάννης Μακριδάκης, Ιπποπόταμοι συντροφιάς, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2024

Γράφει η Νίκη Μισαηλίδη

Το ψοφίμι

Καθώς το σούρουπο, μαζί και το αυγουστιάτικο αγιάζι που το συνόδευε, άρχισαν να σκεπάζουν με το υγρό τους πέπλο το χωριό και τους τριγύρω λόφους με τα σκινοτόπια ίσαμε κάτω στη θάλασσα, διαχέοντας στην πλάση τη λεπτή, διακριτική ευωδία του μαστιχιού, άρχισε να βρομάει ξαφνικά παράξενο ψοφίμι ανυπόφορο στην κουζινοτραπεζαρία της Παρής. (σ. 9)

Η εκκίνηση της ιστορίας βρίσκεται στις πρώτες γραμμές της νουβέλας, καθώς «σαν ένα δυσάρεστο αεράκι πέρασε μπροστά από τη μύτη της η αποφορά και έφυγε για λίγο. Μα πάλι ξαναγύρισε.» (σ. 10). Η «διακριτική ευωδία του μαστιχιού» έρχεται σε πλήρη οσφρητική αντίθεση με τη «δυσωδία» (σ. 33) που σκορπούσε το ψοφίμι μέσα στο σπίτι της Παρής. Και είναι αυτή η δυσωδία η οποία θα αποτελέσει το «έγκλημα» που θα πρέπει να εξιχνιάσει η οικογένεια και οι βοηθοί της, προκειμένου να βρεθεί η λύση. Πολλά τα ερωτηματικά και οι πιθανοί τόποι του «εγκλήματος»: ο χώρος στην αυλή με τη «μεγάλη στοίβα των καυσόξυλων» (σ. 45), το «διπλανό οικόπεδο, που το ’χει αυτή η κατσιβέλα ακαθάριστο […] ή σε κανένα χάλασμα από πίσω» (σ. 46), «στα απόκρυφα σημεία της κουζινοτραπεζαρίας» (σ. 65), «μέσα στο αιρκοντίσιον ή μες στην καμινάδα του τζακιού» (σ. 81), «από πίσω και από κάτω από το ψυγείο» (σ. 90) και στο κενό που υπάρχει «ανάμεσα στο δάπεδο του πάνω ορόφου και στο ταβάνι του αποκάτω» (σ. 81).

Το πρώτο και γενικό πρόσταγμα το έχει η κεντρική ηρωίδα της νουβέλας, η Παρή. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι η «αρρωστημένη της παραξενιά με την καθαριότητα» (σ. 17) καθώς «πολύ παστρικιά. Νοικοκυρά απ’ τις πρώτες» (σ. 50). «Παρ’ όλα τα στραβά της και την αψάδα που έδειχνε, και παρ’ όλη τη γλώσσα της που την φοβούνταν όλοι, ήταν  στο βάθος της καλόψυχη και συμπονετικιά» (σσ. 49 – 50). Γυναίκα ευαίσθητη και με «αξιοπρέπεια» (σ. 49) η οποία είχε «κάτι θειάδες άκληρες, που […] τις κοίταξε στα τελευταία τους πάρα πολύ καλά. Δεν το έκανε για την κληρονομιά η Παρή, προς Θεού.» (σ. 49). Στο σπίτι αυτής της νοικοκυράς που ξεχώριζε για την καθαριότητά της έρχεται να εισβάλει η έντονη μυρωδιά από ένα ψοφίμι και να αναστατώσει τον κόσμο της. Ο συγγραφέας αποδίδει την αναστάτωση του σύμπαντος της οικογένειας, που ζει, πλέον – μετά την οικονομική της καταστροφή –  σ΄ ένα από τα Μαστιχοχώρια της Χίου, με εκτενείς διαλόγους χρησιμοποιώντας απλό, καθημερινό λεξιλόγιο. «Θα βγάλουμε την μπέμπελη» (σ. 13 και σ. 78) θα πει ο Χαρίλαος, σύζυγος της Παρής στη γυναίκα του. «Έπιασε η Παρή το μαραφέτι» (σ. 79) για το τηλεχειριστήριο του κλιματιστικού, «δεν το περίμενε ποτέ από αυτόν να πει τέτοια κοτσάνα» (σ. 82) θα σκεφτεί η Παρή για τον γαμπρό της. Η απλή επιλογή της γλώσσας διαφωτίζει όχι μόνο τον χαρακτήρα και τον εσωτερικό κόσμο των προσώπων της ιστορίας αλλά εμφανέστατα προσδίδει στην ιστορία κωμικό και χιουμοριστικό τόνο. «Οι διαταγές σου λάχανα και ο κώλος σου μαρούλια» (σ. 80) θα πει με ειρωνικό και καυστικό ύφος η Παρή στον Χαρίλαο. Λεκτική διατύπωση που αφ’ ενός υποδεικνύει τη σχάση στη σχέση του ζευγαριού και την απουσία σεβασμού και αφ’ ετέρου δημιουργεί ένα ευχάριστο, κωμικό κλίμα στην αφήγηση. Η Παρή με έντονα δυναμικό χαρακτήρα φαίνεται πως έχει αναλάβει τα «ηνία» του σπιτιού αλλά και την οικονομική διαχείριση, καθώς υποτιμάει απροκάλυπτα τις ικανότητες του άντρα της, του Χαρίλαου, τον οποίο «Κάποτε τον κυνηγούσανε. Οι εφορίες, το ΙΚΑ, οι προμηθευτές. Καλά που ανάλαβα εγώ και τράβηξα τα λουριά και έσωσα κάπως την κατάσταση, γλύτωσα ό,τι μπόρεσα, αλλιώς κλάφτα Χαράλαμπε. Άστεγοι στην Ομόνοια θα ζούσαμε. Παραλίγο.» (σ. 32). Ο Γιάννης Μακριδάκης διεισδύει στο οικονομικό και πάνω απ’ όλα στο κοινωνικό γίγνεσθαι δείχνοντας πώς οι οικονομικές συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τόσο την κοινωνική όσο και την ατομική ταυτότητα. Έτσι, η οικονομική καταστροφή της οικογένειας, την περίοδο διαμονής της στην Αθήνα, δικαιολογεί την επιστροφή της στη Χίο και τον βιοπορισμό της από την καλλιέργεια της μαστίχας καθώς και τη διαμόρφωση του ψυχισμού των χαρακτήρων του βιβλίου. «Είχε βλαστημήσει πολλές φορές την ώρα και τη στιγμή που παντρεύτηκε, από το πουθενά, κόρη μαστιχοπαραγωγού ο Χαρίλαος.[…]Από το Μεσολόγγι ήτανε και ήξερε άλλα πράγματα» (σ. 49), όπως θα δηλωθεί με την τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή που γνωρίζει τις μύχιες σκέψεις των προσώπων της ιστορίας. Πολλοί οι παράγοντες που συνθέτουν μια προσωπικότητα και την διαφοροποιούν από κάποια άλλη. Όταν, όμως, οι διαφορές μέσα σ΄ ένα ζευγάρι παραμένουν αγεφύρωτες διαμορφώνουν και το «χτίσιμο» της σχέσης τους. Σ΄ αυτό το σημείο προστίθεται και άλλος ένας παράγοντας, ο χρόνος που μοιάζει να είναι καταλύτης, οποίος έχει ως επακόλουθο «τη βαλτωμένη οικογενειακή κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά και διατηρείται τόσα χρόνια με ευθύνη και των δύο γονιών αλλά πρωτίστως της μητέρας της, και άρχισε πια να όζει» (σ. 72), όπως διαπιστώνει και διατυπώνει την δική της εκδοχή για τη λύση του μυστηρίου του ψοφιμιού, η Νάγια, η μεγαλύτερη κόρη της Παρής. Η απουσία συνεργασίας και επικοινωνίας, η διατάραξη της οικογενειακής ισορροπίας και γαλήνης και του αλληλοσεβασμού μέσα στο ζευγάρι αποτελούν χαρακτηριστικά, τα οποία, όπως σχολιάζει ο συγγραφέας «Το μεγαλύτερο ποσοστό των ζευγαριών, ακόμα και νεοτέρων, ζούνε σαν ιπποπόταμοι συντροφιάς μέσα σε βάλτους οικιακούς» (σ. 72). Κι αυτό είναι το αιώνιο πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως αποδεικνύεται κι απ’ το έργο του Μακριδάκη. Καταντά πρόβλημα τελικά η παρουσία του διπλανού μας. Στον αντίποδα της Νάγιας βρίσκεται ο άντρας της, ο Μάνος. «Όσο ο Μάνος ήταν θιασώτης της επιστήμης και της λογικής, τόσο εκείνη ήταν επιρρεπής σε θεωρίες μεταφυσικές» (σ. 72). Το ψηφιδωτό των χαρακτήρων συμπληρώνεται από τη μικρότερη κόρη της Παρής, την Αντριανή, «η οποία βέβαια δεν ήταν ακριβώς μικρή αλλά ετών τριάντα επτά, […] και είχε καθυστέρηση νοητική» (σσ. 12 – 13), η οποία «καθόταν ως συνήθως στην πολυθρόνα της κι αυτή, κάτω από το παράθυρο το δυτικό, κι έβλεπε μακαρίως μες το τάμπλετ κάποιο σίριαλ» (σ. 10). Ο Μακριδάκης με ιδιαίτερη ευαισθησία θίγει τη θέση των ατόμων με αναπηρία και μάλιστα με τρόπο αντιστικτικό. Έτσι, ο/η αναγνώστης/-στρια ξαφνιάζεται αρχικά από τη λεκτική, ιδιαίτερα, συμπεριφορά και στάση της μητέρας της, της Παρής, η οποία συμπεριφέρεται συχνά με σκληρό τρόπο και ύφος προς την Αντριανή. «Άντε, κουνήσου, της είπε η Παρή, πάρε τον κώλο σου και κάνε μια δουλειά, που έχεις γίνει ένα με την πολυθρόναˑ» (σ. 12). Η Αντριανή, η οποία, ναι, κάθεται συνεχώς στην πολυθρόνα της και είναι το φερέφωνο της μητέρας της, καθώς επισκιάζεται από τον καταπιεστικό πρόσωπό της. Επαναλαμβάνει τα λόγια των άλλων μ’ έναν τρόπο που παραπέμπει τον/την αναγνώστη/-στρια στη γραφή του Μπέκετ και ταυτόχρονα δίνει έμφαση στις σκέψεις, στα λόγια και τα επιχειρήματα των ηρώων και των ηρωίδων της νουβέλας. Δευτερεύοντα πρόσωπα είναι η Φανή και ο Αντώνης, τ’ αδέρφια της Παρής. Η Φανή πιστεύει στην αστρολογία, τα ζώδια και τον ονειροκρίτη δίνοντας στα πράγματα και τις καταστάσεις τις δικές της ερμηνείες. «Η Αφροδίτη ανάδρομη, έχει και μια έκλειψη σελήνης κάποια στιγμή» (σ. 59) θα πει για να δώσει την δική της εξήγηση. Ο Αντώνης πάλι ενδιαφέρεται «για τις δημοτικές εκλογές και για το ψηφοδέλτιο του χωριού και τα λοιπά» (σ. 38).

Ο Γιάννης Μακριδάκης δημιουργεί ένα ρεαλιστικό αφηγηματικό πλαίσιο με ζωντανούς διαλόγους, οι οποίοι αποκαλύπτουν το ήθος και την ψυχοσύνθεση των ηρώων και των ηρωίδων του. Δεν παραμένει, λοιπόν, στην απλή αφήγηση των γεγονότων αλλά εισχωρεί στον συναισθηματικό κόσμο και στοιχειοθετεί το ψυχολογικό προφίλ των προσώπων που συμμετέχουν στο θεατρικό σκηνικό δίνοντας υπαρξιακές και μεταφυσικές διαστάσεις. Γιατί η Παρή φαίνεται να πιστεύει «ότι είχε φτάσει στο σημείο να είναι βέβαιη πως η παράξενη εκείνη δυσοσμία έβγαινε από μέσα της, πως ήταν του θανάτου η οσμή και πως δεν είχε πολλή ζωή επάνω της.» (σ. 125). Στο τέλος της νουβέλας τίθεται στον/στη αναγνώστη/-στρια το ερώτημα: Μήπως το ψοφίμι και η άσχημη μυρωδιά του δεν ζουν έξω αλλά μέσα στο σπίτι, στους κόλπους της οικογένειας; Και ποιο από τα πρόσωπα θα βρει τη λύση;

Βιογραφικό Νίκη Μισαηλίδη