Scroll Top

Στην ματαιοδοξία του χρόνου – Ύμνος στη ζωή του Κωνσταντίνου Γιαννάκου | Παρουσίαση από την Κατερίνα Λιάτζουρα

Στην ματαιοδοξία του χρόνου – Ύμνος στη ζωή | Εκδόσεις Γκοβόστη, 2023

Ο Κωνσταντίνος Γιαννάκος έπειτα από δυο πεζογραφικά έργα, έρχεται να μας συστηθεί εκ νέου, με μια άλλη ιδιότητα, την ιδιότητα του ποιητή. Και πιάνοντας ομολογουμένως με περιέργεια το καλαίσθητο αυτό βιβλίο, άρχισα να το περιεργάζομαι. Το εξώφυλλο κοσμεί μια δική του φωτογραφία (δεινός φωτογράφος εξάλλου και λάτρης της ασπρόμαυρης εκτύπωσης ο Κωνσταντίνος Γιαννάκος), όπου απεικονίζονται παιδιά προσηλωμένα και αφοσιωμένα στο ανέμελο παιχνίδι τους. Χαρούμενη η διάθεση των παιδιών, δεν έχουν γνωρίσει ακόμη τον χρόνο, σκέφτομαι, πράγμα που αντανακλάται στην αθωότητα τους. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου συνοψίζεται ίσως όλη η κοσμοθεωρία του Γιαννάκου για την τέχνη της ποίησης. Γράφει: “Είναι η ποίηση αδυναμία να συλλάβουμε / -εγκαίρως- το νόημα της ζωής και ποιητής / όποιος την αναγνωρίζει και την αποδέχεται. / Είναι δε τα ποιήματα αποδείξεις της αδυναμίας, / απόπειρες συγκάλυψης της αμηχανίας, / οι σιωπηρές κραυγές των ποιητών.” Στοχαστική η διάθεση του ποιητή, έχει γνωρίσει, σκέφτομαι, τον χρόνο, πράγμα που αντανακλάται στην συνειδητοποίηση του. Πάντως, και όσοι και όσες γνωρίζουμε και προσωπικά τον Κώστα, δεν νομίζω να μας εξέπληξε το γεγονός, ότι στην πρώτη του ποιητική κατάθεση ασχολήθηκε με το μεγάλο, αλλά και το μεγαλειώδες θέμα του “χρόνου”. Ένα θέμα που πολλούς μάς ταλαιπωρεί εμμονικά.

Δεν υπάρχει λοιπόν φίλος της σοφίας, λάτρης των τεχνών ή ποιητής ανά τον κόσμο και ανά τους αιώνες, που να μην τον απασχόλησε, να μην τον προβλημάτισε η ύπαρξη, η διάσταση, το μέγεθος ή η διέλευση του χρόνου· ενός χρόνου που κινείται αδυσώπητα γρήγορα, αφήνοντας τον άνθρωπο, ως ύπαρξη, ως πλάσμα που γεννιέται, αναπνέει και πεθαίνει, να πάρει απλά μια μυρωδιά του μεγαλείου της ζωής, του γενναιόδωρου αυτού δώρου της φύσης προς όλα τα όντα -λογικά και άλογα- που φιλοξενούνται πάνω στη γη, του ανεκτίμητου αυτού δώρου που όμως διαρκεί τόσο λίγο. Και αυτή η συνειδητοποίηση, ότι μια μυρωδιά μονάχα της αίσθησης του χρόνου γίνεται αντιληπτή από τον άνθρωπο, τον υποβάλλει και τον ωθεί να διακατέχεται από αισθήματα ευγνωμοσύνης για τον χρόνο που του προσφέρει την ζωή, όσο ταπεινή, σύντομη και ίσως ασήμαντη είναι αυτή, αλλά και από αισθήματα θαυμασμού για την απεραντοσύνη του εντός και εκτός του Σύμπαντος, όπου ο χρόνος χάνει τα συνηθισμένα μετρήσιμα για τον άνθρωπο χωροχρονικά μεγέθη του, ή μάλλον δεν τα χάνει, αλλά τα μετατρέπει σε μεγέθη ασύλληπτα, ατέρμονα, αέναα και πολύ τρομαχτικά για τον ανθρώπινο νου.

Ο Κωνσταντίνος Γιαννάκος, με τρόπο στοχαστικό και ορθολογιστικό, προσπαθεί μέσα από τα ποιήματα του να τιθασεύσει αυτό το ασύλληπτο μέγεθος του χρόνου, να το διευρύνει και να το σμικρύνει, να το πλάσει και να το αναπλάσει, να το αποδομήσει και να το ανασυνθέσει, να του δώσει νέες διαστάσεις, πιο προσφιλείς διαστάσεις για το μυαλό του ανθρώπου, πιο κατανοητές προεκτάσεις για την καρδιά του, πιο χειροπιαστές προσεγγίσεις για την ψυχή του. Και σε τούτη την προσπάθεια, ο ποιητής κατορθώνει να φέρει τον χρόνο κοντά στον άνθρωπο, στο μυαλό, την καρδιά και την ψυχή του, προσωποποιώντας τον, δίνοντας του ανθρώπινες ιδιότητες και χαρακτηριστικά, αλλά και ανθρώπινες αδυναμίες, όπως για παράδειγμα είναι η ματαιοδοξία. Καθώς αδυναμία ανθρώπινη είναι να νοιάζεται κανείς και να επιδιώκει και να επιδεικνύει πράγματα μάταια και ανώφελα, κούφιος γίνεται ο άνθρωπος που δεν βλέπει το κάλλος γύρω του, που δεν αντιλαμβάνεται την ουσία των πραγμάτων, κενόδοξος γίνεται ο κόσμος που περιστρέφεται κοντόφθαλμα γύρω από τον εαυτό του. Και μας προτρέπει ο Γιαννάκος στο προοίμιο του: “Ας πιούμε / Στη ματαιοδοξία του χρόνου / Που δεν κάνει τίποτε για τους άλλους / Μόνο θρέφει την παχύσαρκη αυταρέσκειά του“, και συνεχίζοντας την φράση του Γιαννάκου θα πρόσθετε ο Άγγλος ουμανιστής Ben Johnson: “Αυτός ο γέρος, φαλακρός απατεώνας, ο Χρόνος”.

Αλλά όσο πεσιμιστική κι αν είναι η διαπίστωση ότι ο χρόνος είναι ματαιόδοξος και μας εμπαίζει με τα καμώματα του, άλλο τόσο αισιόδοξη είναι η προοπτική που εμπεριέχεται στον υπότιτλο της συλλογής «Ύμνος στη ζωή». Μια προοπτική που λειτουργεί αντισταθμιστικά στην προαναφερόμενη απαισιόδοξη διαπίστωση, καθώς ο ποιητής γνωρίζει καλά να εξισορροπεί τις ακραίες τάσεις, να προσγειώνει τους αιθεροβάμονες ομαλά και με επίγνωση της βαρύτητας και της σπουδαιότητας του έργου του· έχει εκπαιδευτεί ο ποιητής, έχει μάθει τον τρόπο να επισημαίνει, με ευαισθησία και ενσυναίσθηση, την σημασία και την σημαντικότητα εκφράσεων όπως: «Μια στιγμή» ή «Ένα λεπτό» ή «Ένα μερόνυχτο» ή «Μια ζωή». Εκφράσεις που αποτελούν και τους τίτλους κάποιων ποιημάτων του πρώτου μέρους της συλλογής που τιτλοφορείται «Καθημερινότητα – Οι μεταμορφώσεις του χρόνου».

Έτσι λοιπόν στο πρώτο μέρος αυτής της συλλογής ο Γιαννάκος εμβαθύνει, σε αυτό που λέμε διάσταση ή αλλιώς την υποκειμενική πρόσληψη της διάρκειας του χρόνου. Πόσο διαρκεί για σένα ένα λεπτό και πόσο για μένα μια ζωή; Πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι η πρόσληψη του μεγέθους και της διάρκειας ενός συμβάντος, μιας πράξης ή μιας σκέψης, μέσα αλλά και έξω από τον χρόνο που έχει καθιερωθεί και καθοριστεί από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους; Μπορεί κανείς να προσδιορίσει πόσο διαρκεί ένα βλέμμα, ένας κεραυνός, μια μαχαιριά; Πόσο χρόνο διαρκεί “Το πρώτο φτερούγισμα / στην κοιλιά της πρωτομάνας / Η τελευταία μαύρη ανάσα / του Τζορτζ Φλόιντ”; μονάχα αναρωτιέμαι εύλογα κι εγώ «(Μια) στιγμή» (σελ. 15);

Αλλά και το πέρας των εποχών γίνεται αντικείμενο ποιητικό στις σκέψεις του ποιητή. Οι εποχές που με συγκεκριμένο μέτρο και επαναλαμβανόμενο ρυθμό εναλλάσσονται, συνδυάζουν την συμμετρία με την συνέπεια, υπό την έννοια ότι η φύση με συνέπεια μάς υπενθυμίζει την πορεία προς το μοιραίο και αναπόφευκτο, στην φθορά και στον επικείμενο θάνατο. Στο τετράπτυχο ποίημα «Τέσσερις εποχές παρόντων και απόντων ημών» (σελ. 25), ο ποιητής αντιλαμβάνεται το πέρας των εποχών σαν τα χρόνια των ανθρώπων που περνάνε. Και είναι που την «Άνοιξη» […] Χυμοί ξεφουσκώνουν / πιέζοντας τη φλύδα των δέντρων / και μάτια ανοίγουν / στην καλημέρα της πλάσης. // […] (σελ. 25) και που το «Καλοκαίρι» […] Ο έρωτας μεστωμένος / ξαπλώνει σε άσπρα ιδρωμένα σεντόνια / και η πανσέληνος νύχτα / φωτίζει με όνειρα τα ζευγάρια της άστατης νιότης // […] (σελ. 26) και είναι που το «Φθινόπωρο» […] Λίγη κατήφεια / λίγη μελαγχολία / λιγότερο φως / αργότερα βήματα. // […] (σελ. 27) και που τον «Χειμώνα» είναι […] Μέχρι την πρώτη του χρόνου / ένα κουβάρι μέσα μας η εσωστρέφεια και η προσμονή / ύστερα μια μικρή κατάρρευση / ακολουθεί / τις κατολισθήσεις στις απάτητες χαράδρες εντός μας / ανάλογης έντασης / […] (σελ. 28).

Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, που ως έννοιες ερμηνεύονται από τον καθημερινό τον άνθρωπο με αφετηρία τον εαυτό του και απαρχή την ευρύτερη εξελικτική του ιστορία και πορεία, πώς προσδιορίζονται από τους μελετητές και τους επιστήμονες, ποια τα χαρακτηριστικά τους ως χρονικές διαστάσεις, ποια η διάρκεια τους ως χρονικά διαστήματα; Είναι χρονικά μετρήσιμα και με ορατά στο σώμα και στο νου σημάδια, ή μήπως θεωρούνται μη μετρήσιμες οι έννοιες τους και κουβαλούν στην μνήμη των κυττάρων μας, αόρατα στην καρδιά και στη ψυχή, γνωρίσματα; Πάντως για τον Κωνσταντίνο Γιαννάκο το «Παρελθόν» (σελ. 32) παρομοιάζεται ως: […] φάρος στ’ ανοιχτά / αγέρωχος / στο φως του ναυτικοί καπνίζουν τις μνήμες τους / στην απεραντοσύνη του τα πάντα υποτάσσονται / Όλα παρελθόν. Ενώ το «Παρόν» του (σελ. 33) είναι: τόσο λίγο / ένα θρόισμα / ένας φλοίσβος / μια ματιά στην αστραπή / […] για να καταλήξει στο ποίημα του με τίτλο «Μέλλον» (σελ. 36), ότι: […] Ταξίδι απέραντο το μέλλον / με οδηγό / μια σκέψη μόνο / ή / ένα φιλί αφίλητο / […]. 

Και από την καθημερινότητα και τις μεταμορφώσεις του χρόνου, ο Κωνσταντίνος Γιαννάκος περνά στην αιωνιότητα και τις μεταμορφώσεις του απείρου, όπως τιτλοφορεί και την δεύτερη ενότητα της συλλογής του. Και στα ποιήματα, που συμπεριέλαβε ο ποιητής σε αυτή την ενότητα, φαίνεται πραγματικά η αντίληψη του περί απείρου, όχι βεβαίως με την φορμαλιστική προσέγγιση των σύγχρονων μαθηματικών, αλλά μάλλον με την φιλοσοφική προσέγγιση των προσωκρατικών φιλοσόφων της αρχαίας Ελλάδας. Θα τολμούσα να συσχετίσω την αρχική έμπνευση των ποιημάτων του Γιαννάκου, με την θεώρηση του Μιλήσιου φυσικού φιλόσοφου Αναξίμανδρο σχετικά με το άπειρο, που θεωρούσε ότι: “Το άπειρο δηλώνει την πρώτη Αρχή, την αγέννητη και άφθαρτη ουσία του κόσμου, το υλικό από το οποίο προέρχεται και στο οποίο επιστρέφουν όλα τα πεπερασμένα και αισθητά πράγματα του κόσμου”. Και με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε να μεταμορφωθεί το άπειρο και να μετουσιωθεί σε ποίηση, αν όχι με την εξύμνηση όλων εκείνων των στοιχείων της φύσης που συναποτελούν τα “πεπερασμένα και αισθητά πράγματα του κόσμου” σύμφωνα με την θεώρηση του Αναξίμανδρου και που “Ο Χώρος ο Χρόνος του και η Ουσία” σηματοδοτούν και την θεώρηση του Γιαννάκου; Με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσε να εξορκιστεί η ματαιότητα του επίγειου κόσμου και η ματαιοδοξία του επίγειου χρόνου, αν όχι υμνώντας τα ποτάμια και τη θάλασσα, τους ανέμους και τα βουνά; Με ποιον άλλο τρόπο να ξεπεραστεί ο φόβος για το άγνωστο και για το επέκεινα, αν όχι με την επίκληση στον ουρανό και σε ό,τι εκπροσωπεί εκείνος; Μήπως δεν είναι η αποκάλυψη των πιο ταπεινών πραγμάτων, εκείνο το ταπεινό μεγαλείο των πραγμάτων που δρα ευεργετικά και παρηγορητικά στην ψυχή του ανθρώπου; Το χαμόγελο ίσως ή ο έρωτας και το φιλί, η αταραξία των δυνάμεων που κρατάνε το βλέμμα προσηλωμένο στο σημείο εκείνο το σωτήριο, το σημείο χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, εκείνο το σημείο της ζωής που φωτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, εκείνο το σημείο του απείρου και του καθημερινού, της στιγμής το αιώνιο ή μήπως της αιωνιότητας την στιγμή; Ο Γαλλοελβετός φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσό ισχυρίστηκε κάποτε πως: “Ο χρόνος είναι η κινούμενη μορφή της ακίνητης αιωνιότητας” και νομίζω πως ο Κωνσταντίνος Γιαννάκος μέσα από τα ποιήματα της συγκεκριμένης του συλλογής υπερθεματίζει υμνώντας την ζωή.

Βιογραφικό Κατερίνα Λιάτζουρα