ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΤΑΥΡΙΔΑΣ
(Τη συνάντησα πριν λίγα χρόνια. Βρισκόταν στα Χειμερινά Ανάκτορα της Αγίας
Πετρούπολης, στο Ερμιτάζ)
Πώς βρέθηκες εδώ, θεά της ψυχής μου,
ολόγυμνη και όμορφη
στην ψυχρή πόλη του Βορρά;
Αιχμάλωτη στ’ Ανάκτορα της μοναξιάς
με την αρμύρα του Αιγαίου
στα φιλήδονα χείλη!
Τρικυμισμένη ομορφιά,
φως ηδονικό της Μεσογείου.
Οι νύχτες απλώνουν φως ερωτικό
κι ο ίμερος την πόλη κατακλύζει.
Εσύ στ’ Ανάκτορα του μακρινού Βορρά
καρτερική αγάπη και θλιμμένη.
Όταν κάτω απ’ το γαλατένιο, παράξενο φως
η πόλη θα γιορτάζει μεθυσμένη,
των Ανακτόρων
θ’ ανοίξω τις πόρτες τις βαριές
κι ας με κυνηγούν οι θνητοί οργισμένοι.
Ελεύθερη και λαμπερή
τις γέφυρες του Νέβα να περάσεις
κι εγώ,
το μεγαλείο της στιγμής, δίπλα σου να ζήσω!
VENUS OF TAURIS
(I encountered her a few years ago. She was in the Winter Palace of Saint
Petersburg, in the Hermitage)
How did you get here, you goddess of my soul,
bare and beautiful
in the cold northern city?
A prisoner in the Palace of solitude
with the salty taste of the Aegean
on the lustful lips!
Tempestuous beauty,
voluptuous light of the Mediterranean.
The nights spread erotic light
and lust overwhelms the city.
You in the Palace of the Far North
love full of patience and sorrow.
When the drunk city will be celebrating
under the milky, strange light,
I will open the heavy doors
of the Palaces
although the furious mortals may pursue me.
You will cross the Neva bridges
unconfined and radiant
and I
will live the splendour of the moment, beside you!
ΑΠΟΒΡΑΔΟ
Λεύκα που τρέμει σύγκορμα
και φλέγεται ολομόναχη
στον κόκκινο ορίζοντα.
Θλίψη,
του ορφανού κυπαρισσιού
στο ηλιοβασίλεμα.
Απελπισία
της άγνωστης γυναίκας
που έψαχνε στον ουρανό
του δειλινού το άστρο.
EVENTIDE
A poplar trembling from top to bottom
blazing all alone
in the scarlet horizon.
Sorrow
of the orphan cypress
at sundown.
Despair
of the unknown woman
while searching in the sky
for the evening star
in the evening sky.