1. Κυρία Αγγελή, ζείτε και δημιουργείτε στην Ισπανία τα τελευταία 20 χρόνια. Επηρεάζει αυτό το γεγονός τον ψυχισμό σας, και αν ναι, πώς αποτυπώνεται στην πεζογραφία σας;
Νομίζω πως ξεκινήσατε τη συνέντευξη αυτή με την πιο κατάλληλη ερώτηση. Ίσως να μην έγραφα καν αν δεν ζούσα στην Ισπανία! Σίγουρα δεν θα έγραφα αυτά που γράφω, με τον τρόπο που τα γράφω. Μας πλάθουν οι εμπειρίες μας και η μετανάστευση είναι μια καθοριστική εμπειρία. Άλλωστε, κάθε τέχνη είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική. Έτσι, το γεγονός πως ζω εκτός Ελλάδας έχει διαμορφώσει καταλυτικά τον ψυχισμό μου. Αν είχα δεδομένο τον γενέθλιο τόπο, ίσως να μην είχα ποτέ αναρωτηθεί τι είναι αυτό που τον καθορίζει. Ακόμη περισσότερο, δεν θα είχα αναπτύξει τις τεχνικές για να τον βρίσκω (αφού πρώτα τον ψάξω) όπου κι αν είμαι, κάθε φορά που τον χρειάζομαι. Το ποιά είναι- κυριολεκτικά και μεταφορικά- η θέση μου στον κόσμο με απασχολεί πάντα. Στα διηγήματά μου οι όροι αντιστρέφονται και συχνά η απόσταση γεννά την εγγύτητα. Πρόκειται, βέβαια, για μια ψυχική και πνευματική εγγύτητα. Άλλες φορές, τα όρια ή τα σύνορα μετακινούνται. Μου αρέσει να αμφισβητώ τη φυσική πραγματικότητα, την παραδεδεγμένη τάξη των πραγμάτων. Για μένα, η λογοτεχνία, αλλά και η τέχνη εν γένει, έχουν περισσότερο ενδιαφέρον όταν ανοίγουν νέους δρόμους. Οι ήρωες μου βρίσκονται σε συνεχή περιπλάνηση. Ο άνθρωπος είναι φύσει εξόριστος. Όπως λέει η αγαπημένη μου Ουρουγουανή συγγραφέας, Κριστίνα Πέρι Ρόσι, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, «αν η εξορία δεν ήταν ανθρώπινη κατάσταση, θα ήταν λογοτεχνικό είδος». Όποιος βιώνει μετανάστευση ή εξορία έχει πάντα ένα μικρό βάρος στην καρδιά.
2. Στο διήγημα σας με τίτλο «Το όνειρο» που φιλοξενούμε στη στήλη μας γράφετε κάπου «…μοιάζαμε απλώς άνθρωποι, πολίτες περισσότερο μιας εποχής, παρά μιας πατρίδας.» Από πού προκύπτει αυτή η διατύπωση/διαπίστωση, τι σημαίνει για σας;
Μου συμβαίνει με τα χρόνια να παρατηρώ όλο και λιγότερες διαφορές ανάμεσα στις χώρες, τις κουλτούρες και τους λαούς. Βλέπω περισσότερα κοινά στοιχεία, κοινές γενικευμένες αντιλήψεις (και κατά έναν, επίσης κοινό, τρόπο συλλογικά λανθασμένες, αυτό είναι το αστείο), ηθικές αξίες, αποδεκτές ή μη συμπεριφορές, κ.ο.κ. Νομίζω πως αυτό συμβαίνει όταν βλέπει κανείς τα πράγματα από απόσταση. Ζώντας πολλά χρόνια μακριά απ’ τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, ένα από τα πράγματα που έμαθα είναι το πόσο επιφανειακές ή επίπλαστες είναι τις περισσότερες φορές οι «πολιτιστικές διαφορές» ανάμεσα στους λαούς και τις χώρες. Τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίζεται η εθνική ταυτότητα κάποιου ταράζονται συθέμελα όταν συνειδητοποιείς ότι, επί της ουσίας, ο άνθρωπος είναι ο ίδιος παντού. Σε ένα άλλο επίπεδο, στο εν λόγω διήγημα κάνω μια απόπειρα να σκιαγραφήσω το σφυγμό της εποχής μας, θέλοντας να μιλήσω για τη σύγχρονη αποξένωση, όπως αυτή αποτυπώνεται στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις του σήμερα, όπου επικρατεί όλο και περισσότερη ομοιογένεια. Οι πόλεις, ιδιαίτερα οι πρωτεύουσες των κρατών, έχουν μετατραπεί σε υπεραγορές. Υπάρχει μια κακώς εννοούμενη παγκοσμιοποίηση που εξαλείφει το τοπικό χρώμα. Χαζεύουμε παντού τις ίδιες βιτρίνες, τρώμε και πίνουμε με τον ίδιο τρόπο. Είμαστε πλέον ό,τι καταναλώνουμε. Κυριαρχεί μια λογική όπου όλα είναι προσφερόμενα έναντι αντιτίμου, όχι μόνο τα ρούχα ή τα παπούτσια μας, αλλά ολόκληρος ο τρόπος ζωής μας. Ο ήρωας κοιτάζει το χρώμα του ουρανού, ψάχνει τα σύννεφα προκειμένου να καταλάβει που βρίσκεται… Έχει την αίσθηση πως είναι ξένος και δυσφορεί παρά το γεγονός πως όλα μοιάζουν τα ίδια. Θεωρητικά έχει πρόσβαση σε όλα όσα τον περιβάλλουν, αλλά για κάποιο λόγο αυτό δεν τον ανακουφίζει, ούτε απαλύνει τη μοναξιά που νιώθει. Δεν θέλει παρά να ξυπνήσει από το όνειρο που μετατρέπεται σταδιακά σε εφιάλτη, αλλά, τι φοβερό, μετά το όνειρο ακόμα κι η πόλη που μέχρι πριν του ήταν οικεία, τώρα του είναι ξένη. Η έννοια του «ξένου» με απασχολεί ιδιαίτερα. Ζούμε την εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, δεν χρειάζομαι διαβατήριο για να επισκεπτώ τη χώρα μου οποιαδήποτε στιγμή το θελήσω, οι αεροπορικές συνδέσεις είναι συχνές, οι πτήσεις όλο και φθηνότερες, κι όμως παρόλα αυτά, οι εθνικισμοί ανθίζουν. Η άρση των συνόρων σε μια γεωγραφική επικράτεια δεν συνεπάγεται επ΄ουδενί με την άρση των συνόρων εν γένει ή την ικανότητα να εκλαμβάνουμε τον εαυτό μας πέρα από εθνικές αξιώσεις. Υπάρχουν πάντα άτομα εκτός συνόρων και το γεγονός αυτό, το ότι βρίσκονται εκτός συνόρων, τους καθιστά, αυτομάτα τις περισσότερες φορές, μη αποδεκτούς. Αλλά, ξένοι είμαστε όλοι αν υποθέσουμε πως γεννιόμαστε έχοντας ως μόνο σκοπό της ζωής μας να βρούμε μια θέση στον κόσμο.
3. Μέσα από την μεταφραστική σας εμπειρία πείτε μας ποιες είναι κατά την γνώμη σας οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μεταφραστής στην απόδοση ενός λογοτεχνικού έργου σε άλλη γλώσσα και πιο συγκεκριμένα από τα ισπανικά στα ελληνικά. (αν θέλεις μπορείς να μιλήσεις και για τα αγγλικά…)
Η μεγαλύτερη δυσκολία θα έλεγα πως είναι το να αποδώσεις ένα κείμενο με φυσικότητα. Όπως όταν γράφει κανείς στη γλώσσα του. Είναι κάτι που υπερβαίνει τις λέξεις, πρόκειται για τη σύνταξη, το ρυθμό των προτάσεων. Όταν μεταφράζω από οποιαδήποτε γλώσσα, είναι σαν να προσπαθώ να συντάξω την παρτιτούρα κάποιου ήχου. Και βέβαια, όσο πιο απλή, λιτή και φυσική είναι η πρωτότυπη μελωδία, τόσο πιο δύσκολο είναι να την αποδώσεις.
4. Παρατηρείται διεθνώς μία έκρηξη παραγωγής του μικρού διηγήματος και του μικροδιηγήματος ειδικά στην ισπανόφωνη λογοτεχνία. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Πρόκειται για ένα απολαυστικό είδος, εθιστικό σχεδόν. Θα μου έκανε εντύπωση αν δεν άρεσε σε κάποιον. Και βέβαια απαιτεί πολύ λιγότερο χρόνο τόσο η συγγραφή, όσο και η ανάγνωσή του. Ίσως αυτό να εξηγεί τη βαθμιαία δημοφιλία του, δεδομένου του τόσο γρήγορου ρυθμού ζωής που επικρατεί πια παντού. Επιπλέον, κατά παράδοξο τρόπο, είναι ένα λογοτεχνικό είδος που επιτρέπει το στοχασμό, αφήνοντας ωστόσο χώρο στην ελαφρότητα και το χιούμορ. Επειδή έχει απεκδυθεί της «σοβαρότητας» που δυστυχώς συνοδεύει συνήθως την ποίηση, αφήνει ανοιχτή την πρόσβαση σε όποιον θέλει να αναμετρηθεί συγγραφικά μαζί του. Αυτό, το γεγονός δηλαδή πως επιτρέπει τον πειραματισμό, προσελκύει όλο και περισσότερους συγγραφείς, είτε νέους, είτε καταξιωμένους σε άλλα λογοτεχνικά είδη, να δοκιμάσουν την τύχη τους στη συγγραφή διηγημάτων ή μικροδιηγημάτων. Επιπλέον, η έκρηξη του διαδικτύου που ευνοεί την άμεση ανάγνωση και την ελεύθερη κυκλοφορία νέων ιδεών, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σειράς ιστότοπων, ηλεκτρονικών περιοδικών διεθνώς, τα οποία ασχολούνται αποκλειστικά με το είδος. Μέσω αυτών, επιτυγχάνεται σήμερα όλο και περισσότερο η ανάδειξη νέων συγγραφικών φωνών που με δυσκολία έχουν πρόσβαση στους καταλόγους των παραδοσιακών εκδοτικών οίκων. Οι τελευταίοι, ιδιαίτερα στη χώρα μας, σπανίως και μόνο πολύ πρόσφατα καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις σχετικά με το τι αξίζει να διαβαστεί/ εκδοθεί και γεγονός παραμένει πως παρά την έκρηξη, όπως λέτε, παραγωγής της μικρής φόρμας, δύσκολα βρίσκει κανείς το μικροδιήγημα στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Εκδοτικά, στην Ελλάδα συνεχίζει να υπερτερεί παραδοσιακά το μυθιστόρημα ακόμη και στις περιπτώσεις καθιερωμένων ξένων συγγραφέων που έχουν διακριθεί στο είδος.
5. Τι σας οδήγησε να γράψετε μικρό διήγημα και μικροδιήγημα;
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω να σας απαντήσω. Φαντάζομαι πως έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεση του κάθε γράφοντα. Πέρασα όλη την εφηβική και νεαρή μου ηλικία διαβάζοντας μυθιστορήματα, αλλά όταν ήρθα σε επαφή με τον κόσμο των διηγημάτων, με γοήτευσε. Είμαι παρορμητική και ανυπόμονη και δεν νομίζω να ήμουν σε θέση να συνθέσω ένα τόσο διεξοδικό, πολύπλοκο και πολυεπίπεδο μωσαϊκό, όπως αυτό που απαιτεί ένα μυθιστόρημα. Τα μικροδιηγήματα, αντίθετα, είναι ευφυή, λιτά και περιεκτικά ταυτόχρονα και ταιριάζουν περισσότερο στο χαρακτήρα μου. Γράφοντας μικροδιηγήματα έχει κανείς την πολυτέλεια να επιστήσει την προσοχή του σε κάθε λέξη, δίνοντας της όλη την απαραίτητη φροντίδα. Είναι σαν να λαξεύει κανείς ένα διαμάντι. Μου αρέσει να με αποκαλώ διηγηματογράφο και με διασκεδάζουν οι ευχές για «εις ανώτερα» που μου δίνουν κατά καιρούς διάφοροι φίλοι και γνωστοί εννοώντας το πέρασμα σ’ αυτό που θεωρούν ως ευγενέστερο λογοτεχνικό είδος, αντάξιο ενός πραγματικού συγγραφέα, δηλαδή το μυθιστόρημα!
6. Όταν ξεκινάτε να γράψετε μια ιστορία γνωρίζετε εξ’ αρχής ότι θα είναι μικρή ή ακολουθείτε απλώς την εξέλιξή της και ότι προκύψει;
Ακολουθώ την εξέλιξή της ξέροντας πως πρόκειται να είναι μικρή. Η ίδια η φύση της αρχικής ιδέας, η σύλληψή της, μου επιβάλλει τη μικρή φόρμα προκειμένου να αποδοθεί.
7. Όταν γράφετε ένα μικροδιήγημα αισθάνεστε ότι υπάρχουν παγίδες που πρέπει να αποφύγετε;
Προσπαθώ πάντα να αποφύγω την κοινοτοπία. Η συστηματική ανάγνωση μικροδιηγημάτων μου έχει διδάξει πως σημασία δεν έχει τί γράφεις, αλλά πώς το γράφεις. Ιδανικά, ένα μικροδιήγημα θα πρέπει πάντα να εκπλήσσει, να έχει κάτι το απρόβλεπτο ή μια ιδιαίτερη λοξή ματιά. Γι’ αυτό, στο χώρο της σύντομης φόρμας ευδοκιμεί ιδιαίτερα το λεγόμενο «weird writing» έχοντας αναδείξει σημαντικούς συγγραφείς. Όλα είναι αποδεκτά σε ένα μικροδιήγημα, οποιαδήποτε φόρμα ή θέμα, αρκεί να εφιστά την προσοχή του αναγνώστη από την πρώτη κιόλας σειρά.
8. Μετά από τόσα χρόνια οργανωμένης ζωής και καθημερινότητας στην Ισπανία, πόσο αυτή η απομάκρυνση από την Ελλάδα έχει επηρεάσει την επαφή σας με την ελληνική γλώσσα. Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε απ’ ευθείας στα Ισπανικά;
Μετά από τόσα χρόνια τριβής με άλλη γλώσσα, με άλλες γλώσσες για την ακρίβεια, γιατί το παράδοξο είναι πως διδάσκω Αγγλικά στην Ισπανία, έχω την τάση να προβληματίζομαι σχετικά με τη σύνταξη… Υπάρχει μια διάθεση πειραματισμού γιατί κατά κάποιο τρόπο, η μια γλώσσα μπολιάζει την άλλη. Ας πούμε πως έχοντας τρία γλωσσικά συστήματα ως σημείο αναφοράς, οι δυνατότητες όσον αφορά στο συνδυασμό των λέξεων πολλαπλασιάζονται και το «πεδίο δράσης» είναι πολύ ευρύτερο. Κατά τη γνώμη μου, αντί να χάνεται, η επαφή με τη μητρική γλώσσα λόγω απόστασης, συμβαίνει το αντίθετο και νιώθω πως εμπλουτίζεται. Τελευταία δε, έχω την επιθυμία να γράψω ενσωματώνωντας στο ίδιο κείμενο παραπάνω από μία γλώσσα. Όσο για το αν έχω σκεφτεί να γράψω απ’ ευθείας στα Ισπανικά, θα έλεγα πως μόνο πρόσφατα έχω αρχίσει να το επιχειρώ. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο γραπτό και τον προφορικό λόγο και όσο καλά κι αν μιλάει ή καταλαβαίνει κανείς μια ξένη γλώσσα, η αίσθηση είναι τελείως διαφορετική όταν προσπαθεί να εκφραστεί γραπτώς, πόσο μάλλον να παράξει λογοτεχνία. Για κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό ένα, για παράδειγμα, ευρύ λεξιλόγιο, ή η χρήση λεξικού. Χρειάζεται τεχνική και μια αίσθηση της γλώσσας που δεν αποκτιέται εύκολα. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποκτιέται ποτέ. Όταν γράφω στα Ισπανικά ξέρω πως δεν ελέγχω απόλυτα το λόγο, πως υπάρχουν γυρίσματα, τσακίσματα και λεπτές αποχρώσεις που μου ξεφεύγουν και παρότι τα αναγνωρίζω σαν αναγνώστρια λίγες φορές είμαι σε θέση να τα αναπαράξω τόσο ικανοποιητικά όσο θα ήθελα.
9. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στο μικροδιήγημα και σε άλλα λογοτεχνικά είδη και ποια είναι αυτά;
Στα μικροδιηγήματα κάθε λέξη μετρά, γι’ αυτό οφείλει να έχει μια εντελώς οργανική θέση στο κείμενο. Λόγω της μικρής τους έκτασης, τα πολύ μικρά κυρίως διηγήματα, μοιάζουν με πυροτέχνημα (εξ ου και ο όρος «flash fiction» ο οποίος καθιερώθηκε την δεκαετία του ’90 από τους αμερικανούς εκδότες της ομώνυμης ανθολογίας μικροδιηγημάτων που αποτέλεσε ορόσημο). Στα μικροδιηγήματα που αγαπώ περισσότερο, ο λυρισμός συνδυάζεται με την έκπληξη. Πρόκειται για μια άσκηση γραφής‒ η λάμψη, η αποκρυστάλλωση μιας ιδέας‒, ένα μηχανισμό ακριβείας. Υπό αυτή την έννοια έχουν ομοιότητα με την ποίηση, η οποία έχει ρυθμό ακόμα κι όταν δεν είναι έμμετρη, είναι ακριβής και σε χτυπά, όταν γράφεται όπως πρέπει, κατευθείαν στην καρδιά.
10. Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν επηρεάσει τον τρόπο που γράφετε;
Σίγουρα υπάρχουν. Όλοι όσοι μελετάμε τη σύντομη φόρμα χρωστάμε πολλά στον Τσέχοφ, τον Χεμινγουέη ή τον Κάρβερ. Προσωπικά, δεν θα ξεχάσω τη βαθιά εντύπωση που μου προκάλεσε το αφιέρωμα στο αμερικανικό flash fiction του περιοδικού «Πλανόδιον» στο τεύχος Ιουνίου του 2011, αλλά και η ανθολογία «Flash fiction, 72 Very Stories, edited by James Mazuka, Denise Thomas & Tom Hazuka», στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Πιο πρόσφατες επιρροές αποτελούν για μένα η βραβευμένη μικροδιηγηματογράφος, Λύντια Ντέιβις, η πολυαγαπημένη μου- επίσης πολυβραβευμένη- αιρετική Κριστίνα Πέρι Ρόσι και η ιδιαίτερη, ιδιοσυγκρασιακή γραφή της βραζιλιάνας Κλαρίσε Λισπέκτορ. Θα πρόσθετα πολλούς από τους υπαρξιστές, έχοντας ο Κάφκα και ο Μπέκετ εξέχουσα θέση. Γιατι όταν είσαι υπαρξιστής, συνειδητοποιείς το παράλογο του ανθρώπινου βίου. Κι αυτό ακριβώς, ο στοχάσμος πάνω στο παράλογο, στην παραδοξότητα που διέπει τον ανθρώπινο βίο, είναι κατά τη γνώμη μου η καλύτερη βάση πάνω στην οποία μπορεί να χτίσει κανείς ένα διήγημα. Τέλος, αγαπώ ιδιαίτερα τον Τσέζαρε Παβέζε. Τα ‒ανέκδοτα στα Ελληνικά‒ σύντομα κείμενά του έχουν την ένταση, την ευαισθησία, την ηρεμία και το βάθος που θα ήθελα να έχουν παντα τα δικά μου κείμενα. Όπως καταλαβαίνετε ίσως από τις προτιμήσεις μου, μου αρέσουν οι αντιθετικοί πόλοι όταν έρχονται κοντά και κάτι θερμό παντρεύεται με κάτι ψυχρό, η καρδιά με τον νου, ας πούμε.