Κύριε Ένιγουέι, πρόσφατα εκδόθηκε η ανθολογία μικρού διηγήματος με τίτλο Χιούμορ, Ειρωνεία, Σάτιρα στο Ελληνικό σύντομο διήγημα και μικροδιήγημα, (1974-2021) με ανθολόγηση δική σας, που ξέρω ότι ετοιμάζατε τα τελευταία αρκετά χρόνια. Μιλήστε μας για την ανάγκη που σας οδήγησε σ’ αυτή την επιλογή;
Ήταν η επιθυμία αλλά κυρίως η περιέργεια να διαβάσω σύγχρονα διηγήματα και μικροδιηγήματα ελλήνων συγγραφέων, στα οποία η καυστική σάτιρα, η ειρωνική ματιά και το μπρίο παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Στην αρχή θεώρησα, λανθασμένα βέβαια, ότι το πεδίο έρευνας ήταν σχετικά μικρό και άρα η ανθολογία θα ολοκληρώνονταν μάλλον σύντομα, μιας και γνώριζα το έργο τριάντα περίπου συγγραφέων που έχουν ασχοληθεί με την ειρωνεία και τη σάτιρα. Πού να φανταζόμουν ότι, όπως αποδείχτηκε στην πορεία, οι συγγραφείς του είδους πλησιάζουν τους 150, αν προσθέσουμε και όσους έχουν γράψει μυθιστορήματα, αποφθέγματα, δοκίμια, επιφυλλίδες, ευθυμογραφήματα – πάντα μιλάμε για μετά το 1974 και ως τις μέρες μας. Οπότε τελικά αποφάσισα να περιοριστώ στο διήγημα και το μικροδιήγημα (σύντομο διήγημα μικρότερο των 500 λέξεων) και να παρουσιάσω ένα… δήγμα 85 εξ αυτών.
Μέσα από τα κείμενά σας φαίνεται έντονα το σατιρικό και το χιουμοριστικό στοιχείο. Πώς πιστεύετε ότι λειτουργεί στα διηγήματά σας;
Το χιούμορ, το μπρίο, το «κλείσιμο του ματιού» είναι μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ, όπως λένε, στις ιδέες μου. Προσπαθώ κατά καιρούς να γράψω και κάτι άλλο αλλά μάλλον αποτυγχάνω. Νομίζω ότι με το χιούμορ και το μπρίο κολυμπάω σε νερά που μου ταιριάζουν.
Ποια εσωτερική ή εξωτερική ανάγκη σας οδήγησε να γράψετε μικροδιήγημα;
Στο σημείο αυτό να πω ότι δε θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Εραστής του διηγήματος, ναι. Δεινός αναγνώστης, μάλιστα. Ερευνητής του ελληνικού διηγήματος, σίγουρα. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος αναγνώστης αν τύχει και γράψει ένα δυο βιβλιαράκια χαρακτηρίζεται αυτομάτως συγγραφέας.
Όταν ξεκινάτε να γράψετε μια ιστορία γνωρίζετε εξ’ αρχής ότι θα είναι μικρή ή ακολουθείτε απλώς την εξέλιξή της και ότι προκύψει;
Το χιούμορ και κυρίως η σάτιρα σπάνια είχαν σχέση με την ελεύθερη, πλούσια και πολυεπίπεδη δομή και μορφή του μυθιστορήματος γιατί, τεχνικά μιλώντας, η σάτιρα έχει το μειονέκτημα ότι επαναλαμβάνεται και τελικά χάνει τη δύναμή της σε μια εκτενή ιστορία. Προσωπικά, αποφεύγω τις μακροσκελείς περιγραφές και τους ατέλειωτους διαλόγους οπότε βλέπω το σύντομο διήγημα ως μονόδρομο. Και επειδή μου αρέσει η αφαιρετικότητα, ο μινιμαλισμός και ο δωρικός ρυθμός οι ιστορίες μου φορούν τα άκρως απαραίτητα…
Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν επηρεάσει τον τρόπο που γράφετε;
Βέβαια! Οι ισπανόφωνοι όπως οι FabianVique, Mario Benedetti, Alejandro Jodorovsky, Juan José Millás, Augusto Monterroso, Adolfo Bioy Casares και η Ana María Shua — όλοι τους έχουν γράψει εξαιρετικά μικροδιηγήματα. Θα ήθελα να προτείνω και δύο σχετικές ανθολογίες που κυκλοφορούν στα ελληνικά:
71 minicuentos, ανθολόγηση Κ. Παλαιολόγος, (εκδ. Μιχάλη Σιδέρη, 2012), Ενοχλητικές δεσποινίδες, ανθολόγηση Π. Ξουπλίδης, Κ. Παλαιολόγος και Μ. Φουέντες (εκδ. Στιγμός, 2021).
Τί προσφέρει κατά την γνώμη σας το μικροδιήγημα στον αναγνώστη;
Μα, απόλαυση. Όπως το να πίνει κανείς την μπύρα του σε… κρασοπότηρο…
Με ποιο λογοτεχνικό είδος ξεκινήσατε την συγγραφική σας διαδρομή;
Ήθελα να γίνω θεατρικός συγγραφέας. Θεωρώ πως το θέατρο βρίσκεται πιο κοντά στο διήγημα παρά στο μυθιστόρημα. Όπως και το μικροδιήγημα πιο κοντά στην ποίηση παρά στο διήγημα (νομίζω το έχει πει ο Γιάννης Πατίλης σε μια συνέντευξη. Άρα, επανέρχομαι, ένας μικροδιηγηματογράφος νοιώθει πιο κοντά στον ποιητή παρά στον … συγγραφέα, που λέγαμε).
Μπορείτε να γράφετε παράλληλα δύο διηγήματα;
Αν κρίνω από τα τέσσερα πέντε μικροδιηγήματα που έχω δημοσιεύσει στο διαδίκτυο τα τελευταία δύο χρόνια νομίζω πως, εκ των πραγμάτων, δε μπορώ να γράψω παράλληλα δύο διηγήματα… ούτε στον ίδιο μήνα… Η γραφή μου τείνει να γίνει όλο και πιο σποραδική, σύντομη και λιτή.
Όταν γράφετε ένα μικροδιήγημα αισθάνεσθε ότι υπάρχουν παγίδες που πρέπει να αποφύγετε;
Ναι. Την περιττή λέξη.
Σε τι πιστεύετε ότι οφείλεται η τόσο μεγάλη άνθιση του μικροδιηγήματος τα τελευταία χρόνια;
Στη μόδα. Αν περιοριστώ στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία στη δεκαετία του ’70 ήταν της μόδας το πολιτικό διήγημα, κείμενα δηλ. με κοινωνικούς προβληματισμούς. Στην επόμενη δεκαετία, που λατρεύω, οι συγγραφείς ασχολήθηκαν με το άτομο και την καθημερινότητα του και όχι με το σύνολο. Στη δεκαετία του ’90 ήταν στη μόδα το ιστορικό μυθιστόρημα και μέσα προς τέλη της δεκαετίας ’00 κάνει, δε θα πω την είσοδο του – μιας και η ιστορία του, τουλάχιστον όσο αφορά την ελληνική γραμματεία, ξεκινά τη δεκαετία του 1920, κάνει, λοιπόν, μια εκρηκτική (επαν)εμφάνιση το αστυνομικό διήγημα και μυθιστόρημα. Κι ερχόμαστε στη δεκαετία του ’10 όπου σημαντική μερίδα των συγγραφέων όλων των ηλικιών ασχολούνται, περιστασιακά ή όχι, με την πολύ μικρή φόρμα όπως επίσης, οι νεώτεροι, με το φαντασιακό διήγημα που δεν του έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Αν με ρωτάτε σε παγκόσμιο επίπεδο, απαντώ πάλι… στη μόδα.