Κατερίνα Λιάτζουρα και Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, “Άνθεα, εγχώρια και εξωτικά”. Ποιητικό Ανθολόγιο, Εκδόσεις ΑΩ, 2023
Η συλλογή με τίτλο «Άνθεα, εγχώρια και εξωτικά», τής Κατερίνας Λιάτζουρα και τής Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, αποτελεί ανατομία τού ποιητικού λόγου ως καθρέφτη γενεσιουργό με όρους φύσης, δηλαδή με όρους αυθεντικότητας. Η φύση, λοιπόν, βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των δύο δημιουργών. Και το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι το εξής: μπορεί η φύση ν’ αποτελέσει -αυτόνομα- θεματικό μοτίβο για τη σύγχρονη ποίηση, δίχως να παρεκκλίνει στον ρομαντισμό; Την απάντηση μας τη δίνουν οι δύο ποιήτριες. Διότι δε συντάσσουν μία συλλογή βασισμένη στη φύση αυτή καθαυτή, αλλά τέμνουν τη φύση για να την αντικρίσουν με όρους πολλαπλών επιπέδων ανθρώπινης αντιστοιχίας. Εάν αποκρύψουμε τους τίτλους των ποιημάτων και τις απεικονίσεις που τα συνοδεύουν, και διαβάσει κανείς τα ποιήματα, πλάθει στη συνείδησή του την ανθρώπινη παρουσία ως καθημερινή πράξη, ενταγμένη σε ένα σύνολο οπτικών με επίκεντρο εξατομικευμένες αναφορές στον φυσικό χώρο ως αντανάκλαση της ανθρώπινης δημιουργίας. Η φύση, δηλαδή, στα ποιήματα δεν είναι το θέμα, αλλά το έναυσμα, η πρώτη ύλη, προκειμένου να μορφοποιηθεί ο χώρος και ο χρόνος, μέσω τής ατομικής πράξης σε πεδίο αναδημιουργίας, ανάπλασης και ανακατεύθυνσης. Γράφει η Κατερίνα Λιάτζουρα, «Κάποτε σπόρους ανάμειξα/με αμύγδαλα και μέλι (…) άφθαρτοι και αθάνατοι/στην ελληνική ύπαιθρο/οι χρυσαφένιοι σπόροι» και μας μεταφέρει στην αγροτική περιφέρεια στην οποία τα προϊόντα τής γης είναι παράλληλα και οι δομές μίας αισθητικής αναπαραγωγής τού εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου.
Και ακριβώς επειδή η ίδια η φύση είναι γεμάτη αινίγματα και προσκαλεί τον άνθρωπο στις απαντήσεις που ο ίδιος θ’ αναζητήσει, προκειμένου να εφαρμόσει τα αποτελέσματά τους στη ζωή του, εμφιλοχωρούν πτυχές τής μυθολογίας ως ένα ιστορικό πρότυπο μέσω τού οποίου η ποίηση εντοπίζει τα δικά της νοήματα. Με άλλα λόγια, η φύση και ο ιστορικός χρόνος διαμορφώνουν μία ύλη τέτοια ώστε η ώσμωση πολλαπλών ποιοτήτων να μεταμορφώνει τη μυθολογία σε οδηγό τής καθημερινής ερμηνείας των πραγμάτων. Η φύση δηλαδή καθίσταται μετωπική καταγραφή των οριζουσών τής ανθρώπινης ύπαρξης με όρους απώλειας. Ο Χριστός, στη θρησκευτική του διάσταση, εντάσσεται εντός των ορίων τής άνθισης των συνθετικών εκείνων μορφών που τον θηλάζουν με την προοπτική τής υπομονής ενός μαρτυρίου που εκκολάπτεται ήδη από τη γέννησή του, και η Κατερίνα Λιάτζουρα μεταθέτει την ευθύνη στην ίδια τη φύση, ως προμετωπίδα μίας πορείας δεδομένης, με αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της. «Γαϊδουρινά τ’ αγκάθια των συμβόλων είναι/Γαϊδουρινή κι η υπομονή τού Βρέφους» υπογραμμίζει και αυτομάτως μάς μεταφέρει την εικόνα όχι τής σταύρωσης, αλλά τής μεταχρονικής αφετηρίας ως έναυσμα εμβάθυνσης στον πυρήνα τής φύσης, δηλαδή σε αυτόν τής αφαίρεσης. Αφαιρεί η ποιήτρια το συμβάν για να προσδώσει εκ νέου στη φύση τον απολεσμένο της χαρακτήρα, ενταγμένο σε μία ερωτική απόληξη με φόντο την ανατροπή των παραδοσιακών ερμηνειών και την ανάδειξη σειράς νέων προτάσεων που έχουν ως κέντρο τους διονυσιακές εορτές και εκφάνσεις. Διαβάζουμε στο ποίημα με τίτλο «Αστράκι», «αστράκια δεν πρόκειται να δεις/παρά μόνο σαν γυρίσεις/τον κόσμο τούμπαλιν/με μπόλικο κρασί/και λίγη φαντασία». Η ποίηση στο σημείο αυτό μεταθέτει την πραγματικότητα, μέσω τής φύσης, στην ενδοχώρα των ανθρώπινων υποστάσεων, όπως αυτή εμφανίζεται στην επιφάνεια των αισθήσεων. Αισθήσεις τις οποίες το εκάστοτε δρων υποκείμενο εκμαιεύει από τις υπάρχουσες συνθήκες που συναντά στη φύση, και όντας προϊόν αυτής και ο ίδιος μεταπλάθει τον εαυτόν του σε μία συνειρμική σχέση.
Τί κι αν, λοιπόν, μαδάμε μαργαρίτες στο ίδιο ερώτημα κάθε φορά; Οι λέξεις αποδίδουν όχι τις εικόνες που τεχνητά προσαρμόζουν σε αντιστοιχία, αλλά την πραγματικότητα που η αυθεντικότητα της ύπαρξης μεταδίδει, αυτήν την ίδια πραγματικότητα που μέσω τού ποιητικού λόγου αποκτά ουσία και περιεχόμενο, ταυτότητα και κατεύθυνση. Αυτή η ταυτότητα συνοδεύει γιορτές και ενθουσιώδη συναπαντήματα, μελωδικές νότες που κινούνται παράλληλα με το άνθισμα της φύσης, όταν η τελευταία γεννιέται ξανά και ξανά σ’ έναν κύκλο ζωής και θανάτου. Πράγματι, η φύση στην ποίηση της Κατερίνας Λιάτζουρα είναι ενταγμένη σε έναν κύκλο γένεσης και θανάτου με την έννοια ότι κάθε εποχή φέρει τα δικά της γνωρίσματα, διακριτά με τέτοιον τρόπο ώστε κάθε έκφανση της φύσης ν’ αποτελεί συνδαιτημόνα μιας πορείας αλλεπάλληλων εναλλαγών, δίχως αρχή και τέλος, καθώς η ζωή και ο θάνατος της φύσης εναλλάσσεται με τη ζωή και τον θάνατο των προϊόντων της, όπως ο άνθρωπος.
Από την άλλη πλευρά, η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου έχει έντονα τα σημεία τής σωματικής διάταξης. Το σώμα λειτουργεί ως προέκταση της φύσης και πάνω του συμβολοποιείται η επέκταση της φυσικής τάξης. Αυτή η τάξη δημιουργεί έναν κώδικα επικοινωνίας. Έναν κώδικα ο οποίος μεταδίδει όχι απλά εικόνες, αλλά ακόμη περισσότερο νοήματα. Τα νοήματα αυτά δεν εγκλωβίζονται στη φυσική αρχή, αλλά υπερβαίνουν τον φυσικό κλοιό για ν’ αυτονομηθούν στην ανθρώπινη υπόσταση. Γράφει χαρακτηριστικά, «Θα φτάσουμε τον ήλιο/βγάζοντας τη γλώσσα/στηλώνοντας το πόδι/χτυπώντας το στήθος/κραυγάζοντας δυνατά/γουρλώνοντας το μάτι/τραγουδώντας, ξεφυσώντας/σ’ ένα μεγάλο Χάκα», και ταυτόχρονα στρέφει το ενδιαφέρον από την άρνηση στη νέα θέση, σε μία διαλεκτική σχέση στην οποία σχηματοποιεί το «παρόν» εντοπίζοντας τους ακρογωνιαίους λίθους τού μέλλοντος στη δημιουργία τού νέου ανθρώπου, που ολοένα θα ομοιάζει στη φύση τής αυθεντικής πρώτης αρχής. Μία νέα πραγματικότητα η οποία δε γνωρίζει σύνορα. Εξάλλου, η φύση η ίδια δε γνωρίζει σύνορα. Από το Θιβέτ έως την Αίγυπτο και από την Ινδία έως την Περσία και την Ελλάδα, η ποιήτρια εντοπίζει το πλαίσιο στο οποίο το «αύριο» γνωρίζει τον εαυτόν του. Αυτό το «αύριο» είναι το «εγώ» τής δημιουργού σε χρόνο ενεστώτα. Ο άνθρωπος είναι η απάντηση στο ερώτημα που η φύση θέτει.
Αυτή η γένεση επιβάλλει εκ των πραγμάτων την αποσύνθεση του ατόμου έως ότου η νέα μορφή αποκτήσει τα στοιχεία εκείνα τής αυθεντικότητας που υπολείπονται στον παρόντα χρόνο, αυτόν της αλλοτρίωσης. «Σαν τους κόκκους τού κακάου/σαν τους διδύμους στον λαβύρινθο/κι εγώ να ζυμωθώ, ν’ αποξηραθώ/ να καρβουνιστώ/ν’ αλεστώ/και να χυθώ στον ποταμό, σαν δυο ψάρια ν’ αναγεννηθώ» γράφει και ο εξωτερικός κόσμος προσλαμβάνει τη μορφή που η ποίηση δίνει, δίχως προϋποθέσεις. Αντικρίζει τη ζωή ως αυτό που είναι στην πρώτη της μορφή, δηλαδή ως σώμα δίχως ταυτότητα, ως πρόσωπο δίχως όνομα. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου εμβαθύνει στις λέξεις για να εισπράξει εικόνες, τέμνει τον χρόνο κάθετα για να επαναφέρει τη χρονική απόσταση από την πρωτόγονη κατάσταση έως την πολιτική κατάσταση, για να στηρίξει την αναμόρφωση όπως τα παιδιά τού ήλιου και τής γης μαζί με τη φύση, όλοι στο ίδιο σύμπαν ανανέωσης και αναγέννησης. Η ουσία τής ζωής και τού κόσμου ενυπάρχει στη δύναμη που εμπνέει, η φύση ως χρόνια καλλιέργεια ανταμώνει με τις παραδόσεις τόπων και τοπίων, με τις ηθικές και ιδεολογικές αναφορές, σε ένα φάσμα μικροϊστοριών οι αφηγήσεις των οποίων γεφυρώνουν τον χρόνο και τη χωρική απόσταση από το εκάστοτε «σήμερα». Η δημιουργός, ως ηθοποιός επί σκηνής, είναι το φυτό μέσα από τα χείλη τού οποίου προβάλλονται αυτές οι ιστορίες με ανθρώπινο προσωπείο, προσωπείο ακριβώς επειδή ποτέ τα ίδια τα άνθη δεν αρνούνται τη φύση τους, αλλά υποδύονται πτυχές μίας εξωτερίκευσης με γνώμονα την ανταπόδοση. Άνθρωπος και φύση κινούνται σε παράλληλες τροχιές, με τη γυναίκα ειδικότερα να αποκτά επαναστατικά γνωρίσματα, γνωρίσματα αντοχής και αποφασιστικότητας στη διαπάλη των καιρών, διαπάλη που καταλήγει συνήθως στην ήττα και τη διάψευση. Μετά από κάθε ήττα εκείνο το οποίο μένει ζωντανό είναι η φύση ως επαναθεμελίωση της έννοιας της υπόσχεσης για μία νέα πορεία των πραγμάτων προς την αλήθεια.
Και οι δύο ποιήτριες εντοπίζουν έναν κοινό παρονομαστή στη φύση: αυτόν του ανθρώπου, του ανθρώπου είτε ως ιδιότητα με γλωσσικά και εκφραστικά μέσα υποστασιοποίησης αυτής, είτε ως, σε πρώτο πρόσωπο, αντιγραφή μίας πρακτικής που ενσαρκώνει την ανάγκη για γνώση και αλήθεια των πραγμάτων. Όσο κι αν διαφοροποιούνται σε επίπεδο έκφρασης και θεματικής αναφοράς, άλλο τόσο συναντιόνται στην τοποθέτηση της αυθεντικότητας της φύσης στον πυρήνα τής ίδιας τής γνώσης και τής ίδιας τής αλήθειας.