Ο Βαγγέλης
Μετά τα εντατικά μαθήματα υπολογιστών -στο τέλος θα πάρουμε και πιστοποιητικό παρακολούθησης κι άρα θα αποκτήσουμε και παραπάνω μόρια- περνάω απ’ το καφενείο «Οι Καλογέροι» και πίνω τρεις μπύρες απανωτές, στα γρήγορα, για να συνέλθει το μάτι μου απ’ τις οθόνες και για να ξεχαστώ. Τα λιγοστά τραπεζάκια έξωθεν του καφενείου είναι συνήθως κατειλημμένα από συνταξιούχους, οι οποίοι μ’ έναν μονό ελληνικό, μ’ ένα δροσερό αναψυκτικό ή μ’ ένα ποτήρι τσίπουρο, κάθονται απολιθωμένοι, με τις ώρες, κάνοντας κανονική κατάληψη. Αναγκάζομαι έτσι, παρά τη θερινή ζέστη, και κάθομαι μέσα. Ο ανεμιστήρας στην οροφή δεν καταφέρνει και πολλά: μετά από την δεύτερη μπύρα τα βλέφαρα βαραίνουν, η όραση θολώνει, οι ανάσες λιγοστεύουν κι ιδρώτας με περιλούζει· πολύχρωμα ψαράκια κολυμπούν αίφνης κοπαδηδόν στο χώρο κι είμαι, λες, στον πάτο κάποιας θάλασσας· οι θαμώνες, ταριχευμένοι καθώς είναι, ακούνητοι, θυμίζουν πραγματικά ναυάγια.
Ένας εξ αυτών, ο Βαγγέλης, κάθεται μονίμως στο τραπέζι δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας, το γωνιακό. Τον κοζάρω κάθε βράδυ κι εντύπωση μου κάνει, πέρα απ’ τη μουσειακή του αξία (μοιάζει εκατό χρονών και βάλε), που του λείπει το ένα του τ’ αυτί, τ’ αριστερό.
Θέλοντας κάποια μέρα να κατευνάσω την περιέργειά μου σχετικά με το χαμένο αυτί, ρωτάω τον Μήτσο, το γκαρσόνι, κάπως γενικά κι αόριστα:
«Τι λέει ο Βάγγος;»
Ο Μήτσος, που μας έχει γενικά όλους φακελωμένους, μου λέει τα εξής:
«Ο Βαγγέλης είναι ενενήντα έξι ετών, σε πληροφορώ».
Εκεί κάνει μια μικρή παύση, ξεπλένει ένα ποτήρι και το βάζει να στραγγίξει. Κατόπιν, συνεχίζει:
«Και ξέρεις τι ποτό πίνει κάθε βράδυ;»
Γυρίζω και παρατηρώ -για πρώτη φορά- το ποτό του: κοντό ποτηράκι και μέσα ένα σκουροκίτρινο υγρό.
«Κονιάκ με τσίπουρο», μου λέει ο Μήτσος, «κάπου-κάπου μου λέει να του ρίξω και δυο-τρεις σταγόνες ούζο για το άρωμα».
Ύστερα διακόπτει πάλι, πιάνει άλλο ποτήρι και με τις ίδιες μηχανικές κινήσεις το ξεπλένει και το εναποθέτει στο στραγγιστήρι.
«Του θυμίζει ένα ποτό που του ‘χε φέρει ο γιος του από την Σερβία πριν χρόνια», συνεχίζει χωρίς να πάρει ανάσα, «ο οποίος γιος του πέθανε πρόσφατα από αρρώστια».
Εν συνεχεία, εξακολουθεί να με βομβαρδίζει με πληροφορίες σχετικές με τα αίτια και τις συνθήκες θανάτου του πρόωρα χαμένου υιού, αλλά η προσοχή μου εμένα στρέφεται αλλού: ένα απ’ τα πολλά πολύχρωμα ψαράκια ξεκόβει απ’ το κοπάδι και πάει με εξερευνητική, όπως μου φαίνεται, διάθεση και τρυπώνει στο κόλπωμα του αριστερού, του ανύπαρκτου, αυτιού του υπερήλικα θαμώνα. Έπειτα εξέρχεται και κατευθύνεται, μ’ απερίγραπτο θράσος μα και με κάποια χάρη, προς το μέρος μου.