Scroll Top

Η joie de vivre και η άχρονη εφηβεία | του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου

Υπεύθυνος στήλης | Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Σε αυτή τη στήλη η οποία -εν μέρει- οφείλει τον τίτλο της στο μοναδικό ποιητικό έργο του W.G.Sebald, Εκ του Φυσικού, θα επιχειρείται αναγνωστική προσέγγιση και παρουσίαση, με ευσύνοπτο τρόπο, λογοτεχνικών έργων στα οποία τα όρια των ειδών είναι ρευστά με αποτέλεσμα να επιτρέπεται ή και να επιδιώκεται μια ώσμωση ανάμεσα στην ποίηση και στη πεζογραφία. Η αλληλεπίδραση των τεχνών και τα διακείμενα, εν γένει, έτσι όπως παρουσιάζονται «χωνεμένα» εντός ενός νέου έργου τέχνης, θα αποτελούν δυνητικά ενδιαφέροντα αντικείμενα της στήλης αυτής.

Aναγνωστικά σχόλια για το βιβλίο της ΕΛΕΝΗΣ ΜΠΟΥΚΑΟΥΡΗ – ΤΟ ΠΡΑΟΝ ΠΑΡΟΝ, εκδόσεις Σμίλη 2023 

Αν η ζωή είναι θραύσματα, ενσταντανέ, μυρωδιές, αφές, ήχοι, εικόνες τότε μια ποίηση που είναι φτιαγμένη από όλα αυτά είναι μια βιωματική ποίηση (όπως και κάθε αληθινή ποίηση οφείλει να είναι). Το Πράον Παρόν (που δεν είναι ούτε Πράον ούτε Παρόν) βαδίζοντας σε μια αυστηρή απεικόνιση ένα προς ένα ανάμεσα στο εσώτερο Εγώ και σε κάποιο εξώτερο Σύμπαν – Περιβάλλον παραθέτει τις στιγμές του βουβό αλλά και εκκωφαντικό· σαν ένα μνημείο εννοιολογικής Τέχνης, ας πούμε σαν τον μπλε ρινόκερο τουLalanne. Κι αυτό το μνημείο αποκτά υπόσταση αδιάκοπα θυσιάζοντας σφάγια – σπονδές στον Θεό των απολύτων διακείμενων.  Ο ανεμοστρόβιλος που ακολουθεί δεν είναι ένα απλό πρωτοβρόχι παρά μια καταιγίδα τροπικών, μια θύελλα, ένας τυφώνας. Μέσα σε αυτόν τον τυφώνα η ποιήτρια ζει μια άχρονη εφηβεία, ή ακριβέστερα ζει μια άχρονη παιδικότητα. Η ίδια λέει: 

... καμιά φορά χρειάζεσαι ένα φρέσκο λουλούδι στο παράθυρο της κουζίνας, όταν το σώμα σου μαλακώνεισκληραίνειστενεύειξεχειλώνειανοιγοκλείνειαναβοσβήνει, στη λεκανίτσα μήλα και λεμόνια να μυρώσεις τα χέρια σου, να ξύσεις τα νύχια σου σαν τον αδέσποτο γάτο στο κορμί της λεύκας όταν φυσάει νεκρά φύλλα και ο δρόμος μαυρίζει στη βροχή. 

 φθινόπωρο 
 
καμιά φορά χρειάζεσαι ένα άλλο σώμα, όταν το δικό σου φοράει το σώμα της μάνας σου κι όμως παρ’ όλα αυτά (ποια αυτά;) επιμένει να περιφέρει 

την κοριτσάδα 
την κοριτσοσύνη 
την κοριτσότητά του 

Το παιγνίδι των λέξεων, των παρηχήσεων, των γλωσσών – αγαπημένη εκφραστική μανιέρα της Μπουκαούρη από την μακρά και ατέρμονη θητεία της στην ποίηση, υπερβαίνει την οποία συνθήκη νεωτερικότητας και καταλήγει να ταυτίζεται με την ίδια την Ψυχή της ποιήτριας. Αυτή η υπέρβαση πραγματοποιείται αδιαμφισβήτητα με τρόπο μεταφυσικό. Έτσι η ουσία του κειμένου παραδίδετε στους αναγνώστες σχεδόν μυσταγωγικά σα να τους καλεί: Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γαρ εστί το αίμα μου. Η Ψυχή της εκτίθεται, η Ψυχή της κοινωνείται, ταυτόχρονα ο αναγνώστης φοράει αυτή την ψυχή, όπως η ποιήτρια φοράει το κορμί της μάνας της φέρνοντας διαρκώς στο νου το Σαχτουρικό:

Δυ νθρωποι ψιθυρίζουν 
τί κάνει τν καρδιά μας καρφώνει; 
να τν καρδιά μας καρφώνει 
στε λοιπν εναι ποιητής.

Σε αυτό το κυκλικό σχήμα Ψυχής -Διακείμενων-Ψυχής χτίζεται ολόκληρη η τυρβώδης αφήγηση που ορίζει το σύμπαν της ποιήτριας, ένα σύμπαν που ωρίμασε και ωριμάζει εντός της τέχνης, ένα σύμπαν που υφίσταται μόνο εντός της Τέχνης Του, ένα εμπειρικό σύμπαν πρόσληψης που αποκτά διαστάσεις ενός λακανικού Υπερεγώ, που ταυτίζει αυτό το Υπερεγώ με τη joie de vivre κι ας περνάει αυτή η απόλαυση ξυστά από τον θάνατο σε κάθε φράση, κι ας οδηγεί σε μια μόνιμη Νέκυια που περιμένει να φιλοξενήσει το κορμί ως ιερό δισκοπότηρό της, κι ας είναι τα χρώματα αυτής της απόλαυσης φαιά, σκοτεινά, ανήλιαγα καταλήγοντας να γίνουν έως και μια σπουδή προς το κατάμαυρο. Οι τόποι και οι χρόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο, ένας δρόμος του Μπουένος Άιρες καταλήγει στην Πατησίων, τα τρόλεϊ βγάζουν στο Στρασβούργο των Malgré-nous, αφού περάσουν από τη Νομική, από το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, από τον Ιονέσκο, τον Ντράγιερ, και τον Ταρκόφσκι, από τον Μπέργκμαν και τις Άγριες Φράουλες, από τη δικτατορία, την αστυφιλία, την αρχοντιά και τους εμιγκρέδες, από μια πορσελάνινη λεκάνη μαγειρικής, έναν γάτο, τόσους έρωτες που υπάρχουν εντός, τόσους έρωτες που αρνούνται να εξέλθουν, που στο τέλος δεν αφήνουν χώρο για τον εαυτό. Λέει η ποιήτρια:  

θέλω να μάθω γερμανικά, θέλω να πάω στο σπίτι που γεννήθηκα και μετά σ’ εκείνο το σπίτι στο Τόκυο, με το ποδήλατο ακουμπισμένο δίπλα στην εξώπορτα, τα κοράκια στα τούβλα της σκεπής και τις άσπρες γάζες στα κλαριά των πληγωμένων δέντρων, όχι, καλύτερα να περπατάω στο Μπουένος Άιρες, Rivadavia, Belgrano, Florida, Corrientes, Paseo Colon, Suipacha y Paraguay, εντέλει μένω εδώ, στα πέριξ, Ιθάκης, Τήνου και Πιπίνου, Υγείας, Ικονίου, Περγάμου και Αλκαμένους, Παμίσου και Αγίου Μελετίου, Κύμης, Αριστοτέλους και 3ης Σεπτεμβρίου, λατρεύω-τρένο, τα μάτια της μύγας είναι κόκκινα κι έχουν 4.000 ματάκια, η εικόνα τους έχει 4.000 κομ-ματάκια, ατίθασα θαύματα φωτίζουν τον μαύρο ήλιο μου, αγαπάω τα κοφτερά μαχαίρια, αγαπάω εσένα, κι εσένα, και σένα  

κι εμένα όχι 

 Έτσι δίνεται, έτσι παραδίνεται ολόκληρη η υπόσταση της στον έρωτα, με τον α ή τον β τρόπο, ολιστικά. Αλλά, η κρίσιμη λέξη εδώ δεν είναι το ολιστικά, είναι το παραδίδεται, καθώς αυτή η δοτικότητά της είναι μια συνθήκη αυτοΰπαρξης κι όλα προκύπτουν από τη δοτικότητα αυτή που είναι κιόλας μια δοτικότητα στην ποίηση αυτή καθαυτή. Ακούει την ποίηση, βλέπει τη ποίηση, αισθάνεται την ποίηση υπάρχει εξ αυτής και εντός αυτής. Τέλος, ας υπογραμμίσω ότι το ίδιο ολοκληρωτικά παραδίδεται η ποιήτρια στον χρόνο καθώς, αν έπρεπε να αναπαρασταθεί η αίσθηση του χρόνου που προσλαμβάνεται από το ποιητικό υποκείμενο συναρτήσει του ίδιου του χρόνου, θα ήταν μια καμπύλη υπερβολή που απειρίζεται κοντά στα 16 και μηδενίζεται απ’ τα 50 και μετά. Ως ένα προϊόν ωρίμανσης η συνείδηση του χρόνου έρχεται μαζί με τη συνείδηση του τέλους. Λέει η ποιήτρια: 

…κι αν τυχόν φυσήξει δυνατά κι αν τυχόν αρχίσει να βρέχει, θα σπρώξω έξω από το δωμάτιο τα κλαριά του δέντρου, γνωρίζω καλά την δίψα τους όταν ανακλαδίζομαι και τα πουλιά μπλέκονται στα δάχτυλά μου, ύστερα θα πάω να πάρω μια εφημερίδα για να διαβάσω στα ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ποιος πέθανε, θα βάλω ραδιόφωνο για να ακούσω την ανασκόπηση της περασμένης εβδομάδας κι όσο γι’ αυτήν που θα ‘ρθει, το είπε και η τηλεόρασις:  

αύριο αλλάζει η ώρα

το αύριο ποτέ

Θα μπορούσα να μιλώ για πάντα, είτε επί του βιβλίου είτε εξ αφορμής. Αντ’ αυτού προτιμώ να αφήσω το βιβλίο να μιλήσει στους αναγνώστες του και να σιωπήσω, αποδεχόμενος ότι κάθε υποσημείωση είναι εντελώς υποδεέστερη του αναφερόμενου κειμένου, και ευχόμενος ότι το Πράον Παρόν θα τύχει της απαραίτητης προσοχής, ότι θα αναγνωριστεί η εκρηκτική ποίηση που περιέχει στο εσωτερικό του και ότι θα φτάσει όσο το δυνατόν μακρύτερα.

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος 

Διπλό καφέ – Εξάρχεια 

16/12/2023   

Βιογραφικό Ελένη Μπουκαούρη

Βιογραφικό Κωνσταντίνος Λουκόπουλος