ΌΤΑΝ ΗΡΘΑ ΣΤΟΝ 9,84
Για τον Δ. Φύσσα
Τη μέρα που σε επισκέφτηκα στο σταθμό, είχα ετοιμάσει κείμενο δωράκι για τα πρώτα γενέθλια της εκπομπής Τα λόγια της αγάπης. Πόσο τυχερός, σου είπα, να διαδεχτείς τον μέγιστο Μάνο Ελευθερίου. Διπλά τυχερός, μια που όλοι οι καλεσμένοι συνομιλητές σου αγωνίζονται να βγάλουν τον καλύτερο εαυτό τους, πόσο συχνά συμβαίνει αυτό στις δουλειές μας; Το καταχάρηκες και πήγες παρακάτω. Σε λιγάκι θα άναβε το on airair, δεν επιτρεπόταν να κάνω τον παραμικρό θόρυβο, μου ξεκαθάρισες.
Η τραγική είδηση αναδύθηκε στην οθόνη κάτω δεξιά και σε μερικά δευτερόλεπτα χάθηκε στη ροή. Σε σκούντησα, έριξες μια ματιά, μου χάρισες έναν δυσπροσδιόριστο μορφασμό και γύρισες στο μικρόφωνο να συνεχίσεις την εκπομπή. Δεν ξέρω καν αν πρόλαβες να διαβάσεις. Τις επόμενες ώρες, το διαδίκτυο φούντωσε από κρίσεις και σχόλια άκομψα και αντιφατικά περί ανοχής, συμμετοχής, συνενοχής και πώς γουστάρω… Σιγά, που δε θα έπαιρνες θέση και δε θα ριχνόσουν στην αντιπαράθεση. Όπως πάντα με επιχειρήματα στέρεα, κλιμακωτά και αριθμημένα. Εγώ σοκαρισμένη, εσύ παρηγοριές: «Στο δημόσιο βίο, Μ², καμιά σωτηρία. Αλλά υπάρχουν και οι παρέες, οι προσωπικές σχέσεις, τα δίκτυα των ανθρώπων, τα κοινά ενδιαφέροντα».
Τα σαββατοκύριακα συνέχισες να μας γνωρίζεις καλλιτέχνες άλλως αγνοούμενους, να στηρίζεις τους νεοεισερχόμενους στο χώρο, να συνομιλείς με ευγένεια, υπομονή, χωρίς ίχνος ξινίλας -χορτάτος γαρ. Φρόντιζες να διαβάζεις μακροσκελή αποσπάσματα από βιβλία που σου άρεσαν, να παίζεις μουσικές ανακατωσιάρες, να επικρίνεις τις κουλαμάρες. Καθαρόαιμος κι απροσποίητος στο μικρόφωνο, όπως στην παρέα.
Στο μεταξύ, ανέβασες στο χρονολόγιο σου ένα ιδιότροπο ηλεκτρονικό περιοδικό με τίτλο η Δόξα του Ετερόκλητου. Οι σελίδες του ισοδυναμούσαν με απανωτές αναρτήσεις, που τις γύριζες προτού προλάβω να τις διαβάσω, και περνούσες στις επόμενες, κι εγώ λαχάνιαζα, κι άντε να δούμε πού θα βγει όλο αυτό, σου έλεγα, μα γιατί τις προχωράς τόσο γρήγορα; «Έχω τους λόγους μου», με καθησύχαζες.
Όντως, τα πράγματα πήγαν περίφημα με το νέο φεϊσμπουκικό προφίλ/περιοδικό σου, όπως το αποκαλούσες. Απόψεις, αναποσταρίσματα, κατοστάρια, διάθεση βιβλίων, διάλογοι ουσίας και φίλοι, φίλοι αμέτρητοι. Μέχρι που χρόνια μετά, ένας ξετσίπωτος χάκερ τρύπωσε στον τοίχο σου και τα έκανε όλα ίσιωμα. Πήρες ταραχή μα συνέχισες, ήξερες από πετάλι στην ανηφόρα, οι φίλοι σου από δίπλα.
Για συμπαράσταση είπα να προσθέσω ένα γιώτα στην παρενοχλημένη πένα σου και να την κάνω πενιά. Γεια σου ρε Μη- γεια σου ρε Μήτσο μακρυκάνη, σιγοτραγούδησα. Σε φαντάστηκα να χορεύεις και να απευθύνεσαι στους απανταχού ζεϊμπέκηδες με τη φωνή σου τη μπάσα, ιδανική για την περίπτωση «άλα, ρε μάγκες!». Κι εκεί που σε καμάρωνα ολοζώντανο να ρίχνεις γυροβολιές, τι σάλτο ήταν αυτό που έριξες, έτσι στα ξαφνικά, φίλε μου;
Σε αποχαιρετώ με συντριβή.
Μαρία Μαυρικάκη