Έχετε ζήσει για πολλά χρόνια στο εξωτερικό και μάλιστα σε διάφορες περιοχές Ανατολής και Δύσης. Τα αρκετά τελευταία χρόνια κατοικείτε στη Γαλλία και διδάσκετε στο πανεπιστήμιο Λε Μαν. Θα θέλαμε να μας πείτε αν αυτή η πολυετής απομάκρυνση από την Ελλάδα σας έχει επηρεάσει ως προς τον τρόπο που αντιλαμβάνεστε την χώρα μας και κυρίως πώς –και αν– πιστεύετε ότι καταγράφεται αυτό στην λογοτεχνία σας.
Βέβαια, έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπω την Ελλάδα. Η αλλαγή ήταν αναπόφευκτη αλλά και ηθελημένη, με την έννοια ότι επιδίωξα να δω όχι μόνο τον εαυτό μου σε ένα ξένο περιβάλλον αλλά και τη χώρα μου. Έφυγα από την Ελλάδα στα δεκαεννιά μου και δεν επέστρεψα, τουλάχιστον όχι ακόμα, σαν μόνιμη κάτοικος. Η απόσταση είχε ως αποτέλεσμα αντικρουόμενα συναισθήματα και στάση. Η Ελλάδα μυθοποιήθηκε από τη νοσταλγία και ταυτόχρονα η κριτική στάση απέναντί της, την οποία πήρα μαζί μου όταν έφυγα, έγινε πιο έντονη. Το εξωτερικό και το εσωτερικό βλέμμα δεν μπορούν να συντονιστούν, ωστόσο πιστεύω ότι τρέφουν τον τρόπο που γράφω, αποστασιοποιημένο και παράλληλα φορτισμένο. Η ερώτησή σας, όμως, με στέλνει στο μυθιστόρημα που γράφω τώρα, ταυτόχρονα στα αγγλικά και στα ελληνικά Η Ευρώπη Σταματάει στο Βελιγράδι, όπου συνειδητά πλέον προσπαθώ να καταλάβω τη σχέση μου με τη χώρα. Θυμάμαι ένα ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό που έβγαινε πριν κάποια χρόνια στην Αυστραλία και φιλοξένησε μερικά διηγήματά μου, χάρη στο οποίο με έκπληξη ανακάλυψα μια Ελλάδα εξιδανικευμένη, ακίνητη, παγωμένη, την Ελλάδα των μεταναστών, που υποθέτω ικανοποιούσε εσωτερικές ανάγκες. Η δική μου Ελλάδα ακολουθεί εξελισσόμενη διαδρομή. Ωστόσο η απομάκρυνση μου από τη χώρα με απομάκρυνε από τη γλώσσα. Γράφω στα αγγλικά και σε μια χώρα που δεν είναι αγγλόφωνη. Η μετάφραση του κόσμου στη γλώσσα είναι διπλή, μερικές φορές τριπλή. Η ταυτόχρονη γραφή, πρόσφατο φαινόμενο για μένα, με χαροποιεί ιδιαίτερα, επειδή σημαίνει μια μερική επιστροφή στα ελληνικά.
Γράφετε και διήγημα και μυθιστόρημα. Με ποιο λογοτεχνικό είδος αισθάνεστε ότι εκφράζεστε καλύτερα;
Και τα δυο είδη με εκφράζουν. Εξαρτάται από την ανάπτυξη που χρειάζεται για να φέρω σε λογοτεχνικό πέρας ένα συμβάν, ένα συναίσθημα, μια συγκίνηση.
Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης στις μέρες μας καθώς ζούμε σε μια εποχή πλήρους απομυθοποίησης και αποϊεροποίησης του κόσμου μας;
Ένας κοινωνιολόγος θα απαντούσε καλύτερα σε αυτή την ερώτηση. Νομίζω όμως ότι η απομυθοποίηση και αποϊεροποίηση για την οποία μιλάτε κάνει την τέχνη ακόμα πιο αναγκαία. To ποίημα του Παλαιστίνιου ποιητή Refaat Alareer, “If I Must Die, Let It Be a Tale” ή η παράσταση του Άρη Μπινιάρη «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα» μας θυμίζουν έντονα αυτή την αναγκαιότητα. Ο ρόλος της τέχνης είναι να μας κρατάει σε μια σωτήρια, αν και επώδυνη, εγρήγορση (καμιά σχέση με το ρεύμα του wokism) γιατί ίσως το πιο ανησυχητικό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η διαστρέβλωση της αλήθειας, και τα μέσα επικοινωνίας συμμετέχουν ενεργά σε αυτό το φαινόμενο.
Ποια ανάγκη σας οδήγησε να γράψετε και μικροδιήγημα;
Η ομορφιά της αστραπής σε φουρτουνιασμένο ουρανό ή μιας πυγολαμπίδας μέσα στη νύχτα. Θέλω να πω ότι η οικονομία και η λιτότητα που προσφέρει η ιδιαιτερότητα του είδους δεν ανταποκρίνονται μόνο στην εποχή μας που βιάζεται, αλλά προσφέρουν μια άμεση πρόσβαση σε μια αστραπιαία μυθοπλασία και σημασία.
Όταν αρχίζετε να γράψετε ένα διήγημα γνωρίζετε εξ’ αρχής αν θα είναι μικρό ή μεγάλο;
Ναι πάντα, τουλάχιστον μέχρι τώρα.
Λόγω του αντικειμένου σας στο Πανεπιστήμιο γνωρίζεται καλά την γαλλική και την αγγλόφωνη λογοτεχνία. Θέλετε να μας μιλήσετε για κρίσιμες διαφορές και ομοιότητες σε σύγκριση με την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή;
Δυστυχώς δε γνωρίζω καλά ούτε την ελληνική, ούτε την γαλλική, ούτε την αγγλόφωνη λογοτεχνία. Διαβάζω περιστασιακά αυτές τις λογοτεχνίες. Το αντικείμενο της μελέτης μου είναι η αμερικανική λογοτεχνία του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα. Διαβάζω αυτή τη λογοτεχνία με πιο συστηματικό τρόπο από τις άλλες και πιστεύω πως μολονότι δεν έχω διαβάσει όλα αυτά που « πρέπει » να γνωρίζω, είμαι καλή αναγνώστρια σύμφωνα με τον ορισμό του Ναμπόκοφ ότι ο καλός αναγνώστης είναι αυτός που ξαναδιαβάζει τα βιβλία, και του Γουίλιαμ Γκας που αναφέρεται στη γενναιόδωρη προσοχή του αναγνώστη. Πιστεύω ότι η αμερικανική λογοτεχνία γίνεται όλο και πιο εξωστρεφής, όχι με την έννοια της οντολογικής εσωτερικότητας, αλλά μιας στροφής προς τον κόσμο. Η γλώσσα και τα μέσα διανομής και διακίνησης του βιβλίου βέβαια βοηθούν. Οι αμερικανικές σπουδές έχουν επίσης στραφεί σε αυτό το χαρακτηριστικό της. Από αυτή την άποψη έχω την εντύπωση ότι η ελληνική λογοτεχνία, για την οποία όπως σας είπα δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις για να σχηματίσω μια σαφή εικόνα, είναι μάλλον εσωστρεφής.
Στα διηγήματά σας επανέρχεται συχνά το θέμα του έρωτα και της ματαίωσης. Με ποιο κριτήριο επιλέγετε τα θέματά σας;
Διαλέγω τα θέματα μου όσον αφορά την ακαδημαϊκή γραφή, όσον όμως αφορά τη λογοτεχνική, δεν έχω περιθώρια επιλογής, τα θέματά μου με διαλέγουν και πρέπει να ακολουθήσω.
Πιστεύετε ότι το έργο του καλλιτέχνη συγκλίνει ή αποκλίνει από την ζωή και τον χαρακτήρα του;
Συνήθως και τα δυο. Συχνά τα πρώτα έργα των συγγραφέων εμπνέονται από την προσωπική τους ζωή και μετά το πεδίο διευρύνεται· μια ενσυναισθητική φαντασία, ένα ερμαφρόδιτο μυαλό, όπως το όρισε η Βιρτζίνια Γουλφ, μπορούν να ξεπεράσουν τον χαρακτήρα του συγγραφέα.
Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας είναι απαραιτήτως και διανοούμενος, και αν ναι, ποιος είναι ο ρόλος των διανοούμενων σήμερα στην κοινωνία;
Διανοούμενος ναι, με την έννοια του σκεπτόμενου ατόμου αλλά όχι με την έννοια της πλατιάς γνώσης που έχει ένας διανοούμενος. Εφόσον, όπως σας είπα προηγουμένως, το πιο ανησυχητικό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η διαστρέβλωση της αλήθειας, στην οποία η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχει πρόσβαση γιατί χρειάζεται πολύς χρόνος, μεγάλη παιδεία, ξένες γλώσσες, διανοητική περιέργεια, ανήσυχη φύση, και βέβαια ενδιαφέρον για τα κοινά, ο ρόλος των διανοούμενωνείναι η αναζήτηση και η επίδειξη της αλήθειας που οι πολιτικοί και ο Τύπος δεν σέβονται.
Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν επηρεάσει τον τρόπο που σκέπτεστε και που αντιμετωπίζετε τη ζωή;
Περισσότερο άνθρωποι που συνάντησα αλλά και χαρακτήρες βιβλίων επηρέασαν τον τρόπο που σκέφτομαι, αρνητικά ή θετικά, και τις αποφάσεις που δόμησαν τη ζωή μου και μου άνοιξαν δρόμους που χωρίς αυτούς ίσως δεν θα είχα πάρει. Ο Λάρι Ντάρελ Στην κόψη του ξυραφιού του Σόμερσετ Μωμ που διάβασα στα δεκάξη μου, η Μαρίνα της Μεγάλης Χίμαιρας του Καραγάτση, η Μαντάμ Μποβαρί του Φλωμπέρ, η Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μολονότι έχω ενταχτεί κοινωνικά ξέρω ότι η σκέψη μου παραμένει ασυμβίβαστη. Παρόλο που έχω μάθει να διαβάζω τη λογοτεχνία σαν ερευνήτρια, ορισμένοι χαρακτήρες έχουν παραμείνει συνοδοιπόροι.