Αλλά δεν ξέρω τι είναι αυτή
η θέληση που θέλει να μη θέλει
η νοσταλγία χωρίς σκοπό επιστροφής,
η ορμή προς κάτι ανθρώπινο,
όπου δεν μοιάζει με τίποτε ανθρώπινο.
Αντώνης Ζέρβας
(από τη συλλογή Στάση Λυσσιατρείου, εκδ. Περισπωμένη, 2018)
Παραδόξως πώς, γνώρισα το έργο του Αντώνη Ζέρβα και τον ίδιο εξ αφορμής μιας μάλλον μεταγενέστερης συλλογής του, η οποία μάλιστα δεν ήταν διόλου αντιπροσωπευτική του γενικότερου έργου του, τη Μερησαήρ, Μερησαήρ (εκδόσεις Μελάνι, 2013). Ήταν μια ευτυχής συγκυρία, γιατί έτσι μπόρεσα να γνωρίσω προσωπικά έναν σπουδαίο άνθρωπο με ένα εξίσου σπουδαίο και σημαντικό για πολλούς λόγους έργο. Ελπίζω πως θα καταφέρω να εξηγήσω αυτούς τους χαρακτηρισμούς στη συνέχεια.
Κρατώντας αποστάσεις από οτιδήποτε συγκαταβατικό, τα έργα του Αντώνη – ποιητικά και δοκιμιακά – δεν ήταν ποτέ εύκολο να καταταχθούν σε ένα αμιγές είδος. Ο χαρακτήρας τους ήταν εκείνος του συγκερασμού, αφού ο Αντώνης πλησίαζε την ποίηση με φιλοσοφική/δοκιμιακή διάθεση και τη φιλοσοφία με ποιητική – έτσι βέβαια όπως εννοούσε ο ίδιος την ποίηση. Όσο για τη φόρμα, άλλοτε την περιφρονούσε και άλλοτε την τιμούσε, πάντα όμως θέλοντας να δυναμιτίσει τις γνωστές περιοχές και τις «ζώνες άνεσης», πρώτα του εαυτού του και έπειτα του αναγνώστη. Γι’ αυτό λοιδορούσε συστηματικά τους συναισθηματισμούς και φρόντιζε επιμελώς να παραδίδει αλήθεια – μια αλήθεια καυστική, που ενοχλούσε. Το έκανε συχνά με υποδόρια ή φανερή ειρωνεία, ενίοτε και με αυτοσαρκασμό. Ωστόσο, δεν ήταν τόσο ότι ήθελε να απεμπολήσει ολωσδιόλου τον λυρισμό (μολονότι ξεκάθαρα το έργο του ανήκε στο μη λυρικό σκέλος της ποίησης) όσο ότι απλά τον ήθελε καθαρό από συναισθηματολογίες.
Ο Αντώνης σκηνοθετούσε προσεκτικά τα βιβλία του με όποιον τρόπο έκρινε πρόσφορο. Θυμάμαι στο βιβλίο του Διάλογοι με τον Αρχίλοχο (εκδόσεις Περισπωμένη, 2016) που είχε δανειστεί τη δομή ενός μουσικού σονέτου (τρία μέρη όπου το ενδιάμεσο διαφέρει αισθητά από τα άλλα δύο). Ήταν γνωστή η αγάπη του για την κλασική μουσική, στην οποία διέθετε αξιοθαύμαστη εμβρίθεια, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα πολιτισμού: ήταν ένας κανονικός bon viveur της κουλτούρας, ένας Ευρωπαίος Έλληνας ή ίσως και κάτι άλλο, εντελώς προσωπικής υφής που αντιστεκόταν στις κατηγοριοποιήσεις.
Συγχρόνως ήταν ον με βαθιά πολιτική συνείδηση αλλά μηδενική πολιτική ανάμειξη, μολονότι είχε όλα τα φόντα για μια τέτοια ανάμειξη, αν την επιθυμούσε. Γνώριζε άλλωστε και από τη θητεία του στα όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας την κρισιμότητα των πολιτικών αποφάσεων για την καθημερινότητα του ανθρώπου αλλά και τη ζωή γενικότερα. Το χειρότερο όμως ήταν ότι η δουλειά του τον είχε προικίσει με ένα αλάνθαστο κριτήριο: ένα μέτρο σύγκρισης με τη χώρα της καταγωγής του. Τα ερωτήματα «τι σημαίνει να είσαι Έλληνας στην Ευρώπη σήμερα;», αλλά και «πώς είναι δυνατή η προσωπική εμπειρία στην κοινωνία της ομογενοποίησης, η οποία εξαλείφει κάθε πιθανό ερώτημα;» είναι κεντρικά στο δοκιμιακό βιβλίο του Μονοί λόγοι (εκδόσεις Περισπωμένη, 2017), το οποίο προσφέρει μία όψη «της Ελλάδας ιδωμένης από απόσταση και της Ευρώπη βιωμένης εκ των ένδον», όπως είχα γράψει σε σχετικό άρθρο μου στην Καθημερινή.
Κεντρικό στα γραπτά του ήταν το ζήτημα της ελεύθερης ατομικής βούλησης, το οποίο έβλεπε σαν προϋπόθεση για την αποστασιοποίηση του ανθρώπου από τις ψευδαισθήσεις που αναμασά η Ιστορία. Γι’ αυτό πάντα στηλίτευε την ξένη αλήθεια, την αλήθεια των άλλων, εκείνη που μας επιβάλλουν ή που – ακόμη χειρότερα – επιβάλλουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, μεταβαλλόμενοι σε «συλλογικό υποκείμενο, συλλογιστικό, παρελθοντοδεμένο» (Στάση Λυσσιατρείου, εκδόσεις Περισπωμένη 2018).
Πίστευε ότι οι ψευδαισθήσεις που συνθέτουν την κοινωνική κατασκευή μέσα στην οποία μεγαλώνουμε και ζούμε συντείνουν σε μια γενική αισχύνη που χαρακτηρίζει τη ζωή μας και τη διαβρώνει («σκέπτομαι όσους ανακουφίζονται με την κλάψα τους για τη ζωή/ την ασκούριαστη μηχανή που παράγει μικρούς μικρούς εσταυρωμένους εσαεί/ τους μηχανοποιούς των κοινωνικών επαναστάσεων καθώς ολοκληρώνεται σιχαμός τον σιχαμό» – από τη συλλογή του Στάση Λυσσιατρείου). Η αισχύνη αυτή είναι μάλλον συνυφασμένη με τη νεοελληνική συνιστώσα της ταυτότητάς μας: σαν τον Καυσοκαλύβη, τον ασκητή Μάξιμο του 14ου αιώνα που μνημόνευσε ο Αντώνης στο ομώνυμο βιβλίο του (εκδόσεις Νεφέλη, 2013), έτσι κι εμείς σήμερα εμφανιζόμαστε να καίμε και να ξανακαίμε τις εστίες μας, όχι για να υπηρετήσουμε κάποιο υψηλό ιδεώδες, αλλά από προχειρότητα, επιπολαιότητα και μια ροπή προς την ανοησία.
Από αυτή την αισχύνη πρέπει να σωθούμε, συνειδητοποιώντας τους αυτοματισμούς και τις συνήθειες που φθείρουν καθημερινά τη ζωή μας, μετατρέποντάς μας σε κάτι υποδεέστερο του ανθρώπου. Γι’ αυτό και, σε μια πραγματικότητα που όλοι ψάχνουν να ριζώσουν, ο Αντώνης υπερασπιζόταν σθεναρά την εκρίζωση τόσο στην τέχνη όσο και στην ίδια τη ζωή.
Ασυμβίβαστος, ο Αντώνης ήθελε να ξεχωρίζει από τις ομάδες, δεχόμενος μόνο τη θέση του σε μια ποιητική οικογένεια που περιλάμβανε τον Καβάφη, τον Εμπειρίκο, τον Πάουντ, τον Αρτώ, τον Μπατάιγ, τον Μπερνανός, τον Μπέριμαν κ.ά. μεγάλους δημιουργούς του περασμένου αιώνα.
Όσο αμείλικτος όμως κι αν ήταν, όσο καταγγελτικός, ποτέ δεν έδωσε απαισιόδοξο ή μηδενιστικό έργο. Αντίθετα μάλιστα, το έργο του είναι απόδειξη του ότι υπάρχει και πάντα θα υπάρχει η αγωνία του πνεύματος, όποια μορφή κι αν παίρνειˑ μια αγωνία που είναι μαζί και η μεγάλη τέρψη του ανθρώπου. Στη λογοτεχνία, η εν λόγω αγωνία επιτάσσει την έκθεση στον κίνδυνο και από τις δύο πλευρές, και του ποιητή και του αναγνώστη. Από την πλευρά του δεύτερου μάλιστα, μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε πεδίο μάχης ανάμεσα σε ό,τι γνωρίζει και στο νέο νόημα. Είναι όμως μια μάχη κόντρα στη βιομηχανία έτοιμων παραδοχών και αισθημάτων και, γι’ αυτό, εξαιρετικής σημασίας. Και μόλις αντικρίσαμε την πρόθεση του Ζέρβα πίσω από τα γραπτά του.
Η γραφή του Ζέρβα δεν ήταν απλά ρηξικέλευθη, ήταν μοναδική – δεν μοιάζει με κανενός και γι’ αυτό ήταν σαν να ξεκινούσε μια νέα παράδοση μέσα από την παράδοση. Τα έχουν γράψει αυτά, πολύ καλύτερα από μένα, κραταιοί φιλόλογοι και αναλυτές όπως η Ανθούλα Δανιήλ, ο Κώστας Κουτσουρέλης, ο Λεωνίδας Σταματελόπουλος. Ωστόσο, μπορώ κι εγώ με βεβαιότητα να υποστηρίξω πως ο Αντώνης είχε βαθιά συνείδηση της γλώσσας, όντας πολύγλωσσος, και των δυνάμεών της, αλλά και άλλων συστατικών της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως ο ρυθμός, η ένταση, η ροή, καθώς και μια γενική κουλτούρα που τον τοποθετούσε μέσα στην καρδιά των πραγμάτων.
Έγραψα στην αρχή ότι το ποιητικό βιβλίο του Μερησαήρ, Μερησαήρ δεν είναι αντιπροσωπευτικό του έργου του. Πράγματι. Το βιβλίο αυτό, γραμμένο λίγο μετά από τον θάνατο της συζύγου του, δεν είναι γραμμένο με την παρρησία του ανθρώπου που έχει γνώσεις ή κουλτούρα και το ξέρει, αλλά με συντριβή: είναι ένας θρήνος πραγματικός, ο θρήνος του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την απουσία και την απώλεια, με το απόλυτο κενό το οποίο είδε να εισχωρεί μέχρι την τελευταία γωνία της ψυχής του. Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει άνθρωπος που είχε στη ζωή του απώλεια σημαντικού αγαπημένου προσώπου και δεν θα νιώσει ότι το βιβλίο αυτό τον αφορά.
Όχι όμως ότι, και στα υπόλοιπα βιβλία του Αντώνη, το πρόσωπό του κρύβεται. Πάντα έχουμε ξεκάθαρη αίσθηση της φωνής του στα λόγια του ποιητικού υποκειμένου ή του προσωπείου με το οποίο επιλέγει να ταυτιστεί: π.χ. τον Μανουήλ Σκριβά τον μεταφραστή στο Carmen et error (εκδόσεις Περισπωμένη, 2017) ή τον Αρχίλοχο στην προαναφερθείσα συλλογή Διάλογοι με τον Αρχίλοχο. Η πιο αυτοβιογραφική του συλλογή όμως είναι ξεκάθαρα η τελευταία: μεγάλος σε ηλικία πια, αναπολεί τη ζωή που πέρασε μέσα από το διαμέρισμά του στην Πατησίων. Ο κόσμος γύρω του έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί: στον δρόμο ακούει κανείς εξωτικές γλώσσες, έτσι που η περιοχή να έχει μεταβληθεί σε «πολύγλωσσο σημείο ανοχής». Κι εκείνος από το διαμέρισμά του ατενίζει πάντα το όρος Αιγάλεω, τη μοναδική σταθερά της προσωπικής του κιβωτού μέσα στον χρόνο.
Είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές από τότε που τον πρωτογνώρισα, το 2013. Εγώ αισθανόμουν δέος, εκείνος με εκτιμούσεˑ υπήρχε κι ένας υφέρπον αμοιβαίος θαυμασμός. Βέβαια, όταν άρχισα να ασχολούμαι με το έργο του, μου είχε γράψει: «σ’ ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σου, έστω κι αν ψυχανεμίζομαι πως διστάζεις κάπως με τα γραπτά μου». Ήταν μια στιγμιαία έλλειψη αυτοπεποίθησης; Ειλικρινά, δεν ξέρω.
Αυτό που ξέρω είναι ότι με βαραίνει αβάσταχτα το γεγονός πως, αφού βγήκε από το νοσοκομείο, λίγο προτού πεθάνει, ζήτησε να με δει κι εγώ – πεπεισμένη ότι υπήρχε χρόνος και έχοντας και η ίδια ένα ιατρικό ζήτημα να αντιμετωπίσω – δεν πήγα. Στο τελευταίο e-mail που μου έστειλε, έγραφε «Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τις κριτικές σου για τα βιβλία μου. […] Τις διαβάζω, και κλαίω, Χριστινάκι μου». Έχω κρατήσει τα e-mail του, κλαίω κι εγώ κάθε φορά που τα διαβάζω, δυστυχώς όμως έχασα την ευκαιρία να του πω κατ’ ιδίαν πόσο βαθιά εκτιμούσα κι εγώ τον ίδιο και το έργο του. Ελπίζω να το είχε καταλάβει.
Χριστίνα Λιναρδάκη