Scroll Top

ΗΜΕΡΟ ΦΩΣ, ΧΩΡΙΣ ΗΧΟΥΣ ΒΡΟΝΤΕΡΟΥΣ, ΧΩΡΙΣ ΒΟΕΣ | του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου

Υπεύθυνος στήλης | Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Σε αυτή τη στήλη η οποία -εν μέρει- οφείλει τον τίτλο της στο μοναδικό ποιητικό έργο του W.G.Sebald, Εκ του Φυσικού, θα επιχειρείται αναγνωστική προσέγγιση και παρουσίαση, με ευσύνοπτο τρόπο, λογοτεχνικών έργων στα οποία τα όρια των ειδών είναι ρευστά με αποτέλεσμα να επιτρέπεται ή και να επιδιώκεται μια ώσμωση ανάμεσα στην ποίηση και στη πεζογραφία. Η αλληλεπίδραση των τεχνών και τα διακείμενα, εν γένει, έτσι όπως παρουσιάζονται «χωνεμένα» εντός ενός νέου έργου τέχνης, θα αποτελούν δυνητικά ενδιαφέροντα αντικείμενα της στήλης αυτής.

ΗΜΕΡΟ ΦΩΣ, ΧΩΡΙΣ ΗΧΟΥΣ ΒΡΟΝΤΕΡΟΥΣ, ΧΩΡΙΣ ΒΟΕΣ

Αναγνωστικά σχόλια για το βιβλίο Νόστος γλυκός με γέννησε, σελίδες εικαστικού ψηφιακού ημερολογίου του Γιώργου Κόρδη, εκδόσεις Εν πλω, 2024

To βιβλίο Νόστος γλυκός με γέννησε του Γιώργου Κόρδη, – όπως μας λέει και ο υπότιτλος του – έχει τη μορφή ενός εικαστικού ψηφιακού ημερολογίου. Περιέχει – κατά το ήμισυ – κείμενα δημοσιευμένα κατά καιρούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία σε μεγάλο βαθμό παραθέτουν, εξετάζουν και εξηγούν προβληματισμούς σχετικούς με τη βυζαντινή ζωγραφική και τη θεολογία της, αλλά και κείμενα  που καταγράφουν προβληματισμούς τους συγγραφέα και που σκιαγραφούν μια ιδιωτική οντολογία. Το υπόλοιπο μισό αποτελείται από εικαστικές δημιουργίες που συνοδεύουν τα κείμενα αυτά και στις οποίες δε θα επεκταθώ καθώς δεν αισθάνομαι ειδικός για να κάνω κάτι τέτοιο. Θα πω μόνο ότι δεν έχω δει ως τώρα ούτε ένα δικό του έργο που να μη με συγκινήσει βαθιά καθώς η ζωγραφική του, αυτό το ιδιόμορφο μείγμα βυζαντινής ζωγραφικής και νεωτερικότητας, εδράζεται πάντα στο συναίσθημα και ενεργοποιεί το ποιητικό αίτιο σε όποιον τη συναντήσει.  Παρότι η πρόθεση του συγγραφέα λοιπόν, μοιάζει να είναι η απλή καταγραφή σκέψεων με ευσύνοπτο τρόπο συνοδεία εικόνων το βιβλίο υπερβαίνει κατά πολύ την πρόθεση αυτή. Καταρχάς, αποτελεί ένα εργαλείο – αλφαβητάρι – οδηγό προς ναυτιλομένους όσους αποφασίζουν να ασχοληθούν με τη «βυζαντινή» ζωγραφική (τα εισαγωγικά είναι του συγγραφέα καθώς εκλαμβάνει την τέχνη του περισσότερο ως προέκταση της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής) εφόσον διατρέχει την τέχνη της αγιογραφίας από τους Ελληνιστικούς χρόνους ως τις μέρες μας, στέκεται στην περίοδο των Κομνηνών, αποτιμά ψύχραιμα τον Φώτη Κόντογλου και τον τοποθετεί σε μια δίκαιη – κατά τη γνώμη μου – πραγματιστική και ανθρώπινη συνθήκη, σχολιάζει εκκλησίες, μονές, τεχνικές, αισθητικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις, ρεύματα και εν γένει τα πάντα όσα έχουν να κάνουν με την τέχνη του. Άλλωστε αδιαμφισβήτητα ο Κόρδης είναι σήμερα, αν όχι ο μοναδικός, ένας εκ των πλέον καταρτισμένων, και εξοπλισμένων με ισχυρή ιδεολογική σκευή, αγιογράφων.  Εκεί όμως, όπου ο προβληματισμός του επεκτείνεται σε ζητήματα καθημερινότητας μα και συνείδησης του Είναι από τον άνθρωπο, αναδύεται μια υπόσκαφη ποιητική συλλογή που δηλώνει τον θυελλώδη έρωτά του προς την ποίηση καθώς η ίδια η ουσία τής ποίησης μοιάζει πολύ με το νόστο που γέννησε το βιβλίο αυτό, δηλαδή έναν μηχανισμό υπέρβασης της ύπαρξης που συνηθίζουμε να την ορίζουμε – κατά κανόνα – «πεζή», στη βάση μιας αισθητικής κλίμακας. Έτσι, όταν καταφέρνει η γραφή του να αναρριχηθεί στην κορφή του νόστου αυτού, μια αίσθηση πληρότητας και αυτογνωσίας μάς χαρίζεται με έναν, σχεδόν, μεταφυσικό τρόπο. Όπως λέει κι ο Νάσος Βαγενάς, στο Η Εσθήτα της θεάς,  εκδόσεις Στιγμή, 1988, σελ 50: 

Υπάρχει μια μακρινή περιοχή της ψυχής που ο άνθρωπος ποθεί, συνειδητά ή ανεπίγνωστα να την κατακτήσει, ο χώρος μιας χαμένης αρμονίας, που αποτελεί μόνιμο αντικείμενο της νοσταλγίας μας. Η αξία ενός ποιήματος μετριέται με τον βαθμό που είναι ικανό να μας αποσπάσει από αυτό που πιστεύουμε πως είμαστε και να μας οδηγήσει σε αυτή την περιοχή. Όπως η θρησκευτική εμπειρία, έτσι κι η ποιητική εμπειρία είναι μια αποκοπή από τον εαυτό μας που μας επιτρέπει να ενωθούμε βαθύτερα μαζί του.

Για τον Κόρδη, λοιπόν αυτή η περιοχή είναι ένας τόπος καθαρός, διόλου ομιχλώδης, γεμάτος ταπεινότητα για τον Εαυτό και τρυφερότητα για τους ανθρώπους και τα πράγματα. Ένας τόπος όπου ο καλλιτέχνης προσέρχεται στην τέχνη του με την ίδια ευλάβεια που θα έμπαινε σε μια εκκλησία, σαν το μικρό σπουργίτι που χαμηλώνει να πιει νερό απ’ τη γούρνα: μετά φόβου Θεού, δηλαδή με συνείδηση της ταπεινότητας της ύπαρξης, του εύθραυστου, της θνητότητας, και με την αγωνία του θανάτου, έχοντας γνώση και συνείδηση ότι το μονοπάτι της ίδιας της τέχνης του είναι δύσβατο, γεμάτο πόνο, θλίψη, ματαιώσεις και συντρίμμια μεγαλοπρεπών και πολύπλοκων συλλήψεων και σχεδιασμών. Ένας τόπος όπου θα προσλαμβάνουμε εαυτόν ως οργανικό κομμάτι ενός καλολαδωμένου σύμπαντος το οποίο δε θα πρέπει να διαταράσσουμε παρά να μελετούμε και να θαυμάζουμε την τελειότητα του την οποία η τέχνη μας ουδέποτε θα καταφέρει να φτάσει. Δηλαδή ένας τόπος γεμάτος ποιήματα. Λέει ο συγγραφέας:

Τα αδύναμα σπουργίτια επέζησαν εκατομμύρια

χρόνια θανάτου, επειδή ξεύρουν τη σωστή δοσολογία

θροφής και φόβου, νεαρού ύδατος και αγωνίας.

Τα σπουργίτια ποτέ δεν κάθονται στους ώμους των

ανθρώπων – κι ας εύχονται οι ποιητές.

Οι άνθρωποι μυρίζουν φόβο και αγωνία και δεν ξεύρουν

από δοσολογίες, που κάνουν τα κεκραμένα πράγματα

αμβροσία και νέκταρ, ότι οι άνθρωποι δε γνωρίζουν από

κράματα ούτε από φυράματα. Οι κανονικοί άνθρωποι ζέχνουν

βέβαιη καθαρότητα. (σελ. 58)

Με αυτά και μ’ αυτά καταλήγουμε σε ένα βιβλίο που θα μας διδάξει την αναγκαιότητα της διαλεκτικής υποχώρησης της ματιάς του δημιουργού στη «βυζαντινή» ζωγραφική προς όφελος κοινωνικοποίησης, υποχώρηση που θα «δείξει» στο κοινό τον κόσμο του ως έχει, κι όχι ως κάποια εμμονική εικόνα που στοιχειώνει το υποσυνείδητο κάποιου ζωγράφου και τον ωθεί να επιδειχτεί.

Άμα μιλάς τόσο για τον εαυτό σου κινδυνεύεις,

έλεγες, να καταργήσεις τον κοινό λόγο και να χάσεις

τη λειτουργία, τον λαό δηλαδή, την ενότητα

των πραγμάτων. Για τούτο σε λέω, μονολογούσες, να αφήσεις

τα συναισθήματα και τις ερμηνείες και τις φιοριτούρες,

που θαμπώνουν τη δομή των πραγμάτων και φέρνουν

στην ιδιωτεία. (σελ. 53)

Ένα βιβλίο που θα μας μάθει γιατί ένας ναός γεμάτος τοίχους με ζωγραφιές είναι χρονικά και χωρικά μεγαλύτερος από έναν ναό με λευκούς αζωγράφιστους τοίχους, ενώ ταυτοχρόνως θα χαράξει στη φαντασία μας τους χιαζόμενους άξονες που είναι απαραίτητοι για να ορίσουν το αυστηρό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα αναπνεύσει η ζωγραφιά ώστε να αρχίσουν οι γραμμές της να ερωτοτροπούν μέχρι να γίνουν ποταμός που θα εκβάλλει στη θάλασσα του εκκλησιάσματος.

Τους λέγω λοιπόν πως όσο περισσότερο

ζωγραφίζεται ο χώρος, μεγαλώνει – κι αυτό

γιατί με τη ζωγραφική αυξάνεται ο χρόνος

που χρειάζεται το μάτι και η αίσθηση

να «διαβάσει» τον χώρο. Έτσι ο χώρος μοιάζει

στη συνείδηση μεγαλύτερος, αφού οι διαστάσεις

του καταλαμβάνουν, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο,

περισσότερο χρόνο. (σελ. 16)

Για να το πετύχει αυτό η ζωγραφική υποβάλλει τα

πάντα σε ρυθμική αγωγή σε χιαστί άξονες και, έτσι,

όλα τα στοιχεία πλέον, αν και διατηρούν την ιδιαίτερη

ύπαρξη τους, έρχονται να αποκτήσουν ενιαίο λόγο-

ενέργεια στην εικόνα και να υπηρετήσουν την ενότητα

του έργου και, συνεπώς, την ενότητα του κόσμου.

Έτσι η εικόνα δεν είναι πλέον απλώς περιγραφική

της φαινομενικής φύσεως αλλά αποβαίνει, μέσα από

μια μεταμορφωτική κίνηση, εικόνα δεικτική

μιας παραδείσιας κατάστασης, ενός κόσμου

όπου τα πάντα υπάρχουν σε μια ενότητα αγάπης.(σελ. 118)

Ένα βιβλίο που θα μας υποδείξει τον καμβά πάνω στον οποίο θα αναπτυχθεί η ασχήμια μας ώστε να μεταλλαχθεί στην  ωραιότητα ή την επιδίωξη της ωραιότητας που λαχταράμε, αλλά της οποίας υπολειπόμαστε. Ταυτοχρόνως, ένα βιβλίο που θα μας μάθει πώς να φτιάχνουμε ένα μπλε του κοβαλτίου, από λευκό και μαύρο και κόκκινο της Αγγλίας. Και θα μας εξηγήσει πώς αυτό το μπλε μοιάζει με τον θάνατο που φαίνεται να ανθίζει από τη ζωή και μέσα στη ζωή.

Έτσι φτιάχνεται ένα γαλάζιο, κοντινό σε ένα μπλε

του κοβάλτιου, αλλά περισσότερο σεμνό και τρυφερό,

που είναι δεκτικό περισσοτέρων σχέσεων και άρα πιο

αγαπησιάρικο κι ερωτικό. Έτσι είναι και με τη ζωή.

Δεν τη μετράς καθεαυτή, όπως και τίποτα άλλο.

Μετριέται η ζωή ως προς κάτι άλλο και αυτό δεν είναι

παρά η απουσία της, δηλαδή κάθε λογιών θάνατοι.

Γι αυτό η μνήμη του θανάτου δεν είναι ούτε νεκροφιλία

ούτε παθολογική κατάσταση, αλλά ρεαλισμός

και αγάπη για τη ζωή.Γιατί τι να την κάνεις τη ζωή,

άμα δεν μπορείς να την εκτιμήσεις και να τη ζήσεις καλά;

Και θα τη ζήσεις καλά, άμα μπορέσεις να πεθάνεις

καλά. Δηλαδή να πεθάνεις για τη ζωή κι όχι

για τον θάνατο. (σελ. 40)

Κοντολογίς, ένα βιβλίο όπου ο αναγνώστης/σκαπανέας θα ανακαλύψει, άμα σκάψει βαθιά, όλα τα αιώνια αναπάντητα ερωτήματα, καθώς και την αμηχανία που συνακολουθεί για όλες τις ανύπαρκτες απαντήσεις:  το μυστήριο της γέννησης, το φόβο του θανάτου, τον έρωτα, το φαρμάκι της απώλειας, το φαρμάκι της λησμονιάς, τον νόστο. Το μεταφυσικό άλγος και την αγωνία. Την απόλυτη συσκότιση και το απόλυτο φως. Μα, το σπουδαιότερο είναι πως ετούτο είναι ένα βιβλίο που θα εξυμνήσει τον Θεό των μικρών πραγμάτων του εφήμερου και της φθοράς. Θα συγκρίνει το έργο της φουρνάρισσας που ξυπνάει αχάραγα για να ψήσει ένα ψωμί με τη ζωγραφική του Θεοφάνη του Κρητός.  Θα ταυτίσει τη σωματικότητα της δουλειάς του ζωγράφου με την αντίστοιχη της δουλειάς, του χτίστη, του πλακά, του λιθοξόου, καθώς τέτοιος κάματος γέννησε τον συγγραφέα του κι έναν τέτοιο κάματο αποζητά ο ίδιος σε όλη του τη ζωή.

Από οικογένεια μαστόρων κατάγομαι κι εγώ κι

έτσι τις τέχνες των πραγμάτων ζήλεψα

κι είπα ν ακολουθήσω· να γίνω μάστορας

προσπάθησα και χρόνια τώρα στις

ξενιτιές περιπλανιέμαι δίχως ησυχία

κι αναπαμό, στυλίτης σε σκαλωσιές

και καλόγερος σκυμμένος σε εργόχειρα

να φτιάχνω πράματα. Γι αυτό βαριέμαι,

άμα ακούω ανθρώπους κομψούς να επιχειρούν

να με στριμώξουν σε κατηγορίες βολικές

γι αυτούς, σε ταξινομήσεις εύκολες.

Μάστορας θέλω να ζήσω και να τιμήσω το ψωμί

που τρώω.

Κι αυτό μου αρκεί, μου φτάνει. (σελ. 52)

Ένα βιβλίο που επιθυμεί να υπογραμμίσει την ασημαντότητα του καλλιτέχνη απέναντι στο έργο του. Εκεί μοιάζει να οδηγεί η ταπεινότητα του συγγραφέα/ζωγράφου/ποιητή: σε μια ηθελημένη ανωνυμία.

Κι εδώ βρίσκεται η ισχυρή αντιφατικότητα της αποστολής του βιβλίου: ότι από τη μια ως κοινωνός της οντολογίας του δημιουργού του προς τη σιωπή έρχεται να κηρύξει την υποχώρηση του Εγώ, των ακκισμών, της ματαιοδοξίας, της κομπορρημοσύνης, μα ταυτοχρόνως, ως ένα έργο τέχνης το ίδιο, οφείλει να εκτεθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ώστε να συναντήσει το κοινό του, να αλληλεπιδράσει μαζί του και να προσφέρει τα δώρα του.

Ζητά να βρει ο καλλιτέχνης κοινό λόγο και να

συστήσει έλλογη δομή με την οποία θα κοινωνήσει το

έργο του στους πολλούς, για να το κάνει να εξέλθει των

ορίων της ιδιωτικής υπόθεσης και να γίνει δημιουργία

και λειτουργία, δηλαδή μια υπόθεση της «εκκλησίας»

του δήμου. (σελ. 105)

Έτσι αισθάνομαι κι εγώ αναγκασμένος να τηρήσω και να υποστηρίξω ετούτη την παράξενη αντιφατικότητα/ ισορροπία ανάμεσα στην έκθεση και στην απόκρυψη, το άπλετο φως από τη μια και την εξύμνηση του απλού και του ταπεινού, την υποχώρηση του εγώ του καλλιτέχνη απέναντι στο έργο του, από την άλλη. Τούτη η αντιφατικότητα μου έφερε στο νου τη φράση του Θανάση Παπακωνσταντίνου στην τελευταία συναυλία του στο Θέατρο Βράχων , όπου ο αγαπημένος δημιουργός, αποφασισμένος να αφήσει τη μακρυμάνικη μπουζουκομάνα του, λέει στο κοινό του: « Τα τραγούδια μου κρατήστε, εμένα ξεχάστε με!» Το ίδιο λέει με άλλα λόγια κι ο Γιώργος Κόρδης:

Τώρα που το σκέφτομαι, λες η παλαιά τάξη –

που ήθελε τους δημιουργούς να μην υπογράφουν τα

έργα τους– να ήταν περισσότερο σοφή και ρεαλιστική;

Σε κάθε περίπτωση, τα λίγα εφτά οκτώ χρόνια που γνωριζόμαστε, και εκκινώντας από διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις (καθώς εκείνος κοντεύει τα πράγματα με την καρδιά ενώ εγώ με το μυαλό) να μάθω είχα μόνο από τον Γιώργο Κόρδη, κι εκείνο που έμαθα περισσότερο, κι ας μην το καταφέρνω να το παλεύω αποτελεσματικά πάντα, είναι η παράνοια του εγωισμού σε έναν κόσμο γεμάτο πλάσματα, τοπία, ομορφιές, αέναο χρόνο κι απλότητα. Λέει λοιπόν, ο δάσκαλος Κόρδης, πως το έργο τέχνης είναι που μετράει κι η θέση που θα λάβει για μια αιωνιότητα ή μια στιγμή, στων ανθρώπων τις καρδιές:

Κατά κόσμον πάντα μιλώντας, θαρρώ πως το μόνο

βραβείο που αξίζει τον κόπο να ζητήσει κανείς

στην Ιστορία είναι να βρει με τον λόγο του, τα έργα

του, τις ζωγραφιές του και τα πεπραγμένα του μια

ακρούλα στις καρδιές των ανθρώπων, να φωλιάσει.

Να βρει μια θέση εκεί, για να τις μαλακώσει από τη

σκληράδα που φέρνει η λησμονιά της τρυφερής αγκαλιάς,

να τις καθαρίσει από την αμαύρωση που φέρνει ο

θυμός και η απόσταση από την αγάπη, να τις ζεστάνει

από την παγωνιά της απουσίας του έρωτα, να τις ανοίξει

διάπλατα στο φως της κοινωνίας και της χαράς της

απλής ζωής, που δεν ξέρει από διαίρεση κι εγωισμούς.

Ο μόνος που αξίζει, θαρρώ, με βραβείο να τιμηθεί

είναι αυτός που έπαψε να είναι θυμωμένη κραυγή,

κύμβαλο αλαλάζον, «ζήτω», «μπράβο» και «γιατί».

Εκείνος που ήσυχο αεράκι αφέθηκε να γενεί,

που κρυφά τρυπώνει στις καρδιές και τις αλλάζει

μυστικά σε ήμερο φως, χωρίς ήχους βροντερούς,

χωρίς βουές. (σελ. 200)

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος

Gustav Athens 25/06/2024

Βιογραφικό Κωνσταντίνος Λουκόπουλος