Αιμίλιος Σολωμού
Μια νύχτα σε ξένο σπίτι
Τον Αύγουστο του 1974 τούς στοίβαξαν στον πρόχειρο καταυλισμό, στη Λεμεσό. Γέροι άνθρωποι, τσακισμένοι. Το αντίσκηνό τους ήταν φτιαγμένο από καραβόπανο. Γύρω ανοιχτή πεδιάδα, άγονο μέρος, δέντρα ελάχιστα. Εκεί έζησαν έναν ολόκληρο χρόνο. Έβραζε ο τόπος το καλοκαίρι, σηκωνόταν σκόνη, κατέβαινε παγωμένος ο αέρας τον χειμώνα, ο καταυλισμός γέμιζε λάσπη. Στις σκηνές δίπλα έμεναν πρόσφυγες από άλλα χωριά· Αμμόχωστος, Καρπασία, Μόρφου, Κερύνεια. Ήταν και μια οικογένεια χωριανών τους. Θυμούνταν το χωριό τους· είχαν αποκούμπι ο ένας τον άλλον. Το φθινόπωρο, όταν κόπασαν οι φασαρίες, ήρθε και τους βρήκε ο γιος τους. Ήθελε να τους πάρει μαζί του στην Αγγλία, να μείνουν στο σπίτι του, με τη νύφη τους. Κουνούσαν το κεφάλι. Ύστερα έριξε ως δέλεαρ τα μικρά εγγόνια τους. Πήγαν να χαμογελάσουν. Να ξενιτευτούν τώρα στα γεράματα; Δεν θα κρατήσει πολύ αυτή η κατάσταση, θα επιστρέψουν στο σπίτι τους, ο Θεός θα βάλει το χέρι του. Έφυγε με έναν κόμπο στην ψυχή. Θα ξανάρθει να τους δει.
Το επόμενο καλοκαίρι η κυβέρνηση τούς βρήκε σπίτι σ’ ένα τουρκοκυπριακό χωριό. Μάζεψαν τα πράγματά τους, λίγα ρούχα, δυο κουβέρτες του Ερυθρού Σταυρού. Αποχαιρέτησαν τους γείτονες, αγκαλιάστηκαν με τους χωριανούς. Να ξαναβρεθούν, είπαν, σύντομα στο χωριό τους. Στο λεωφορείο μαζί τους ήταν κι ένας υπάλληλος της υπηρεσίας αποκατάστασης προσφύγων. Το λεωφορείο κάθε τόσο σταματούσε, ο υπάλληλος φώναζε ονόματα, οι πρόσφυγες κατέβαιναν, τους έδινε το κλειδί. Άκουσαν τα ονόματά τους. Τους βοήθησαν να κουβαλήσουν τα πράγματά τους. Ο οδηγός έβαλε μπρος. Έστεκαν και κοίταγαν το λεωφορείο που έστριβε και χανόταν στη στροφή μέσα στον κουρνιαχτό.
Ήταν φτωχικό το σπίτι. Οι άσπροι τοίχοι, το γυμνό κρεβάτι, το παράθυρο, το τραπέζι με τα σκαμνιά αναθρήκας, παραμέσα το σώσπιτο χωρισμένο με κουβέρτα. Κάτι μέσα τους σάλευε, σερνόταν, το ένιωθαν που στριφογύριζε, έτρωγε κομμάτια. Τακτοποίησαν στη γωνιά τα πράγματά τους, άνοιξαν μια δυο κονσέρβες, έφαγαν αμίλητοι στο ξύλινο τραπέζι. Ύστερα πήρε να σκοτεινιάζει. Ένιωσαν κουρασμένοι. Άπλωσαν το στρώμα που έφεραν μαζί τους στο σιδερένιο κρεβάτι. Ξάπλωσαν με τα μάτια ανοικτά, καρφωμένα ψηλά στα δοκάρια, στην καλαμένια σκεπή.
Αυτό είναι το σπίτι του Χαλήλ και της Εμινέ ή μήπως του Μουσταφά και της Χατισιέ; Έζησαν εδώ όλη τη ζωή τους. Σ’ αυτό το κρεβάτι θα ξάπλωναν μέχρι πριν λίγους μήνες. Πάνω σ’ αυτούς τους λευκούς τοίχους θα είχαν κρεμασμένες τις φωτογραφίες του γάμου τους. Εδώ μέσα θα αντηχούσαν κάποτε οι φωνές των παιδιών τους, το κλάμα, τα γέλια τους. Σ’ εκείνο το τραπέζι θα κάθονταν όλοι μαζί γύρω από μια γαβάθα. Η μάνα θα σέρβιρε το φαγητό, ο πατέρας θα έκοβε το ψωμί σε φέτες. Θυμήθηκαν το δικό τους σπίτι. Τον ηλιακό, το δωμάτιο του παιδιού, την κρεβατοκάμαρη, την αυλή τους. Την κληματαριά και τη μεγάλη λεμονιά τους. Εκεί που κάθονταν στον ίσκιο της το μεσημέρι. Αναποδογύριζαν την ψάθινη καρέκλα και πάνω στο μεγάλο πανέρι ακουμπούσαν ένα καρπούζι από το χωράφι τους. Αυτός το χώριζε στη μέση με το μαχαίρι-κόκκινη σάρκα σαν αίμα. Από τον Πανταδάχτυλο κατέβαινε μια δροσερή πνοή κι ανακάτευε τα φύλλα της λεμονιάς. Εδώ περνούσαν τα καλοκαιριάτικα βράδια. Αυτός έπινε, ίσα ίσα ένα ποτήρι κρασί, κάπνιζε κι άκουγε τραγούδια στο ραδιόφωνο. Σβήσε το φως να κοιμηθούμε. Πώς θα περάσει η βραδιά. Εκείνη ξεδιάλεγε τα μποστανικά που της έφερνε το σούρουπο.
Ήταν κλεισούρα εκεί μέσα, έκανε ζέστη. Εκείνος σηκώθηκε. Έσυρε έξω ένα σκαμνί, ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο. Ύστερα ήρθε κι αυτή. Άνοιξαν το τρανζιστοράκι. Μια φωνή. Ερυθρός Σταυρός. Ένα-δυο-τρία ονόματα·τους αναζητούσαν οι άνθρωποί τους. Το έκλεισαν. Εκείνος άναψε τσιγάρο με το τσακμάκι. Το σπίτι ήταν κτισμένο πάνω από την κοίτη ενός χειμάρρου. Κι ανέβαινε εδώ μια δροσιά. Πότε πότε ξεσηκώνονταν κοάσματα βατράχων κι μετά έπιαναν σειρά τα τριζόνια που κρύβονταν στις χαρουπιές απέναντι. Πέρα μακριά ηλεκτρικά φώτα τρεμόπαιζαν μέσα στην υγρασία. Απέμειναν να κοιτάνε έναν ουρανό γεμάτο αστέρια. Εκείνη έγειρε ελαφρά το κεφάλι στον ώμο του τάχα νυσταγμένη. Ακούμπησε το ξερακιανό της χέρι στο πάνω μέρος της αριστερής παλάμης του. Έφερε κι αυτός το δεξί, χάιδεψε ελαφρά το δικό της. Εκείνη ξέσπασε σ’ ένα κλάμα βουβό, άφησε τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Έπειτα αυτός άναψε πάλι τσιγάρο, κι ύστερα άλλο ένα. Έτσι τους βρήκε το ξημέρωμα.
Μάζεψαν τα λιγοστά πράγματά τους. Και σύρθηκαν στον δρόμο, ψάχοντας τη στάση του λεωφορείου που θα τους πήγαινε πίσω στον καταυλισμό με τα αντίσκηνα. 26/5/2024