Βαρβάρα Χριστιά
Επιστροφή στον Άγιο Επίκτητο
Στον Μ.Π.
Όσο περνούσε καιρός η μάνα βάραινε. Μέρα τη μέρα βυθιζόταν. Αργά κι αθόρυβα. Σαν το ποντισμένο σκαρί που φαίνεται καθαρά στον βυθό της θάλασσας, σε μέρες που ’χει άπνοια κι είν’ τα νερά λαγαρά και αρυτίδωτα. Έτσι ήταν πάντα κι η ψυχή της, διάφανη, έβλεπες μέσα της. Κρατούσε στο στέρνο της τη φλόγα αναμμένη και στον νου τις μνήμες ολοζώντανες. Πενήντα χρόνια σχεδόν και δεν πέρασε μέρα χωρίς να γλυκάνει τη γλώσσα της με τ΄ όνομα τού χωριού μας. «Θυμάσαι γιέ μου στον Άγιο Επίκτητο, θυμάσαι τούτο, θυμάσαι το άλλο», όλο και κάποιο ερέθισμα της δινόταν για ν΄ αναφερθεί. Μια γεύση, μια εικόνα, ένας ήχος.
«Όταν γυρίσουμε στο χωριό, να πάμε και στο κοιμητήρι, θα ’χει πνιγεί από τα βάτα τόσο καιρό, δεν θα τον βρίσκουμε τον τάφο του παππού σου» παραληρούσε τις τελευταίες της ώρες. Λόγια ακατάληπτα, έτσι μου φαίνονταν, αλλά ποιος ξέρει, μπορεί και όχι. Μπορεί εκείνες τις ώρες του περάσματος στο άπειρο, τις ώρες που το κορμί της απαλλασσόταν από τη βαρύτητα, μπορεί να πέταγε πάνω από το χωριό μας. Çatalköy το λένε στα Τούρκικα, αλλά εκείνη ποτέ δεν ξεστόμισε τούτη τη λέξη. Κι αν άκουγε κάποιον να το λέει έτσι, «αχ τον μαγάρισαν τον Άγιο», έλεγε.
«Μάνα, μπορούμε να πάμε αν θες, τώρα επιτρέπεται, μπορούμε να επισκεφτούμε και το σπίτι μας, να δεις τον τόπο να τον ξεπονέσεις. Ίσως και να ΄ναι καλοί άνθρωποι εκείνοι που το κατοικούν, μπορεί και να μας επιτρέψουν να μπούμε μέσα. Να το ξαναθυμηθώ κι εγώ, που έφυγα οχτώ χρονών παιδάκι», της είπα κάποτε. «Εγώ στο σπίτι μου θα μπω με το κλειδί μου», απάντησε κοφτά και θυμωμένα. Δεν την πιλάτεψα άλλο, ήξερα πως της μαχαίρωνα το στέρνο με τούτη τη κουβέντα.
Κάποτε ήρθε η αναπόφευκτη ώρα και πέταξε η μάνα, με μια ανάσα ανάλαφρη σαν του πουλιού. Έφτασαν οι γυναίκες τής γειτονιάς, να της προσφέρουν τη μεταθανάτια φροντίδα. Μια γαλήνη απλώθηκε στο δωμάτιο, οι κινήσεις των γυναικών αργές, προσεκτικές, μετρημένες, σαν εκείνες της μάνας στο νεογέννητο. Πρώτα, την έβαλαν με προσοχή επάνω στο λευκό σεντόνι, τη γύρισαν να κοιτάει την ανατολή. Θαρρείς για να ’χει σαν τελευταία της εικόνα, τα δυο κάδρα που κρέμονταν στον ανατολικό τοίχο της κάμαρης. Πένθιμα κάδρα, περίκλειστα σε μαύρο περιθώριο. Στο ένα εικονιζόταν ο αδερφός της, αγνοούμενος απ’ το ’74 και στο άλλο η ίδια, με τη φωτογραφία τού αδερφού της αγκαλιά. Έπειτα, έπιασαν να της βγάλουν το νυχτικό για να της περάσουν το σάβανο. Έτσι, με δυσκολία, όπως τη γύρισαν στο πλάι (τι βάρος που παίρνει το κορμί σα φύγει από μέσα του η ανάσα), ένας θόρυβος από μεταλλικό αντικείμενο ακούστηκε στο πάτωμα. Είχε γλιστρήσει απ’ τον κόρφο της το μαντεμένιο κλειδί της εξώθυρας του σπιτιού στον Άγιο Επίκτητο. Πενήντα χρόνια κρυμμένο πάνω της, κανείς μας ποτέ δεν το ’χε καταλάβει.
Ένιωσα την καρδιά μου να ξεκολλάει απ’ το σώμα μου. «Αχ μάνα μου», μου ’φυγε μια πνιχτή κραυγή. Το ’πιασα στα χέρια μου, το φίλησα και της το ακούμπησα στο στέρνο. «Ετοιμάστε την» είπα στις γυναίκες. Βγήκα έξω κι έκλαψα γοερά.
Τώρα η μάνα θα ναι στο χωριό, μπορεί να τυλίγει κουπέπια στο μαρμάρινο νεροχύτη της, μπορεί και να ΄ναι στον τάφο του παππού να μεριμνά για το καντήλι, μπορεί και ν΄ αναρριχιέται μαζί με τον κισσό στον φράχτη της αυλής μας. Όμως η μάνα, στα σίγουρα, είναι στο χωριό.
Μου το ’χε πει άλλωστε: «Εγώ στο σπίτι μου θα μπω με το κλειδί μου».