Δημήτρης Χριστόπουλος
Η κουμανδαρία
Ο Αντρέας Πατάτσος από τη Λεμεσό, πατημένα τα εξήντα πέντε, ζει πια στον Πρόδρομο, στην κορυφή του Τροόδους, στο ψηλότερο σημείο του νησιού. Διατηρεί μια οικογενειακή ταβέρνα με φόντο το δάσος του Κολλεγίου, που την δουλεύουν τα παιδιά του. Καθημερινά σερβίρουν σάντουιτς με αβγά, χαλούμι και λουκάνικο, και το σαββατοκύριακο χοιρινό τυλιγμένο σε τυριά και βότανα. Περηφανεύεται ότι από τους αμπελώνες της δικής του οικογένειας φτιαχνόταν η καλύτερη κουμανδαρία, το αρχαιότερο ποτό της Μεσογείου και όλης της Ευρώπης. Νάμα το έλεγε ο παππούς του, νάμα κι ο Όμηρος, ο άλλος παππούς. Κανένας πια δεν του ζητά κουμανδαρία. Ζιβανία, λιμοντσέλο και χιώτικη μαστίχα σερβίρει για επιδόρπιο στους πελάτες. Αν θέλεις ένα μπουκάλι, την κουμανδαρία θα τη βρεις στα duty free του αεροδρομίου, να την πάρεις μαζί σου, γλυκό ενθύμιο του νησιού.
Μαύρο σε αφθονία βγάζαν οι δικοί τους αμπελώνες και Ξυνιστέρι, τ’ αμπέλια του γείτονά τους του Ασλάν, που ζούσε με την οικογένειά του στον δικό τους μαχαλά. Δύσκολα αμπέλια που δεν σου χαρίζονται εύκολα αλλά σε αποζημιώνουν με κείνη τη λεπτή γεύση χαρουπόμελου και γλυκό καρυδιού στο κέντρο του στόματος. Στον τρύγο γινόταν πανηγύρι, λέει ο Αντρέας, ολόκληρη ιεροτελεστία. Ο Ασλάν, αν και μουσουλμάνος, συνήθιζε ν’ αφήνει κάθε χρόνο ατρύγητο ένα μικρό κομμάτι του αμπελώνα, ως ένδειξη ευχαριστίας στα Θεία. Μάζευαν τις ποικιλίες σταφυλιών και τις άφηναν να στεγνώσουν σε ειδικές ξαπλώστρες στον ήλιο ώστε να ενισχυθεί η περιεκτικότητά τους σε ζάχαρη. Οι σταφίδες στη συνέχεια συμπιέζονταν και το απόσταγμα συλλεγόταν, για να γίνει ακολούθως η ζύμωση μέσα σε αρχαία πιθάρια. Συνταγές που μόνο οι παλιοί γνώριζαν και επτασφράγιστο μυστικό τις φύλαγαν.
Όταν εισέβαλαν στην Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα από αέρος και θαλάσσης, ο Ασλάν έκλαιγε με μαύρο δάκρυ μες στους αμπελώνες του. Εσύ να τα φροντίζεις τώρα κι αυτά εδώ, Αντρέα, είπε. Τη φετινή βεντέμα δεν θα την προλάβω ούτε τον Τρυγητή. Εγώ φεύγω. Για κάποιες μέρες τον κρύψαμε στην αποθήκη. Στις 6 Αυγούστου γέμισα ένα καλάθι με τα πρώτα ώριμα σταφύλια, τα δικά μας και του Ασλάν, και τα πήγα στην εκκλησιά για να διαβάσει ο ιερέας την ευχή. Τον Ασλάν δεν τον ξανάδαμε από κείνη τη μέρα –3:30 τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1974. Ούτε την οικογένειά του. Όσο κι αν ψάξαμε στον ερημωμένο μαχαλά τους. Αγνοούμενος Τουρκοκύπριος καταχωρίστηκε αργότερα. «Θέρος, Τρύγος, Πόλεμος» θα μουρμούραγε αργότερα ο πατέρας μου, μέχρι που έκλεισε τα μάτια του.
Από τότε που το νησί διχοτομήθηκε, μπήκαν οι πράσινες, οι κόκκινες γραμμές και οι ανθρώποι δε λένε να φιλιώσουν, κουμανδαρία δεν ξαναπούλησε σε κανέναν ο Αντρέας. Σε κανέναν δεν καταδέχτηκε να πουλήσει το αρχαίο κυπριακό ποτό. Λίγα μπουκάλια κάθε χρόνο προορίζονται για την οικογένεια και τους φίλους που δεν μπορούν να ορμηνέψουν τα παρελθόντα αλλά και δεν μπορούν να ξεχάσουν. Λίγα μπουκάλια ακόμη για να ξεδιψάνε κι οι νεκροί τους. Μόνο εψές, μου λέει, έδωσε δυο μπουκάλια στον φίλο του τον Χασάν από την Παλαιστίνη. Τα βράδια, του εξομολογήθηκε, θαρρεί πως ακούει αεροπλάνα, ακούει κλάματα παιδιών, τις φωνές των ταπεινών, γυναίκες να μοιρολογούν στα Φυλακισμένα Μνήματα, και νομίζει πως ο Αττίλας ξαναμπήκε στο νησί και νιώθει τσακισμένο καράβι –πενήντα χρόνια μετά. Κατεβαίνει στα κρυφά στο κελάρι του, ανοίγει ένα μπουκάλι κουμανδαρία, παγωμένη σε θερμοκρασία 8 με 10 βαθμούς Κελσίου, τη σερβίρει στο κολονάτο ποτήρι και αμέσως οι σκιές εξαφανίζονται και οι κρότοι σιγούν. Αυτό να πίνεις, του λέει, κι όλα θα περάσουν – ένας κακός εφιάλτης.
Η κουμανδαρία –με το βαθύ κεχριμπαρένιο χρώμα– είναι ένα πληθωρικό κρασί που χαϊδεύει τις αισθήσεις και μεθάει τα αισθήματα. Φτιάχνεται από ποικιλίες σταφυλιών, το Μαύρο (κόκκινο) και το Ξυνιστέρι (λευκό). Στον αρμονικό συνδυασμό αυτών των δύο κρύβεται το μυστικό της επιτυχίας της.