Γιώργος Μολέσκης
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
1
Μπήκα ξανά, ύστερα από χρόνια, στο παλιό μου σπίτι.
Τίποτε δεν βρήκα από τα πράγματα που γνώριζα:
τα παλιά έπιπλα, την εκατοντάχρονη κασέλα
με τα σκαλιστά περίτεχνα φυτά και τα πουλιά,
με τις ημερομηνίες γέννησης
και τα ονόματα τριών γενεών ίσα με το δικό μου,
γραμμένα στου καπακιού το μέσα μέρος,
τη βιτρίνα με τις γιορτινές φωτογραφίες
προγόνων ντυμένων τα καλά τους, τη σουβάντζα
με τα παλιά διακοσμημένα πιάτα και τα γυαλικά,
τα κάδρα από κουκούλια μεταξιού στους τοίχους…
Δεν βρήκα ούτε τους ανθρώπους: τη μάνα
να ζυμώνει το ψωμί στο πίσω δωμάτιο, τον πατέρα
να μπαινοβγαίνει με τα γεωργικά του εργαλεία,
τον παππού να κάθεται στον ήλιο μετρώντας τον χρόνο
στις χάντρες ενός παλιού κομπολογιού,
τα μικρότερά μου αδέλφια να παίζουν στην αυλή,
τα πουλιά να τραγουδούν
μέσα στα πυκνά κλαδιά του κυπαρισσιού.
Μήτε το φως, μήτε τις μυρωδιές δεν βρήκα
του φρεσκοψημένου ψωμιού
και του αχνιστού γάλακτος.
Μόνο όταν αποχαιρέτησα
τους νέους κατοίκους κι έφυγα,
όλα τα παλιά πράγματα, όλα τα πρόσωπα,
πήραν ξανά τις θέσεις τους και με ακολουθούσαν,
μαζί με το ίδιο το σπίτι.
Έτσι, όπως με ακολουθούν πενήντα χρόνια τώρα
στους δρόμους που περπατώ
του τόπου και του κόσμου.
2
Επιστρέφω κάποτε στο παλιό μου σπίτι,
μπαίνω μέσα στη ζωή μου λαθραία,
από κάτι περίεργα περάσματα του ονείρου,
από κάτι διαδρόμους υπόγειους της μνήμης,
από διαφανή, άυλους τοίχους.
Περνώ από το ένα δωμάτιο στο άλλο,
βγαίνω στην αυλή, περπατώ στη γειτονιά,
μπαίνω σε κρυφές γωνιές,
σε κρύπτες πίσω απ’ τους φράχτες
μεσημέρια με την κάψα του ήλιου,
ώρες χειμερινής βροχής, στιγμές του δειλινού…
Μυρίζω ξεχασμένα αρώματα, δοκιμάζω
γεύσεις λησμονημένων πραγμάτων,
που σαν παραωριμασμένο κρασί
έχουν γίνει πηχτός και βαθύγευστος μούστος.
Βρίσκω κρυφές ιστορίες φιλίας, έρωτα, ονείρων,
βυθίζομαι μέσα σε όλα τούτα προσπαθώντας
να πάω όσο μακριά μπορώ.
Μα ο δρόμος που ήταν κάποτε μακρύς
είναι τώρα τόσο σύντομος,
στρίβει απότομα και με πετά στο σήμερα,
όπου όλα γύρω μου φωνάζουν άλλα πράγματα,
όπου όλα προσπαθούν να με πείσουν
πως δεν είμαι πια εγώ,
πως κάποιος άλλος είναι που επιστρέφει
σ’ ένα σπίτι που το φαντάστηκε.