Κώστας Λυμπουρής
ΠΑΝΑΓΙΑ, Η ΥΦΑΝΤΡΑ
(Στον Χρίστο Χάσικο)
Όταν ο φίλος μου ο Χρίστος, ο κοινοτάρχης, ανέφερε την ιδέα να πάει η χορωδία του Δικώμου στο κατεχόμενο χωριό μας, ρώτησα αυθορμήτως ενώπιον ποιου κοινού θα τραγουδούσαν. Κι εκείνος, σαν να ήταν έτοιμος, μου απάντησε αμέσως πως θα το έκαναν για τους ίδιους. Τον ύμνο του Δικώμου τον είχε γράψει εκείνος, αλλά γρήγορα έγινε υπόθεση της οικογένειάς του, μα και όλης της χορωδίας. Θεωρούσαν χρέος τους, είπε, αυτή τη συλλογική δημιουργία να την παρουσιάσουν στο χωριό, στον φυσικό της χώρο. Ας θεωρήσουμε, πρόσθεσε, ότι είναι και μια ομαδική επιστροφή 50 χρόνια μετά την κατοχή του ’74.
Βρήκα την ιδέα ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, μου ρίζωσε μάλιστα και στο μυαλό η σκέψη ότι θα άκουαν, εκτός από τους συμμετέχοντες και όλοι οι άλλοι που στο μεταξύ είχαν «φύγει»…Ένα τραγούδι και για τους νεκρούς, μα και τους αγνοούμενούς μας.
Έτσι, όταν μου προσφέρθηκε μια θέση στο λεωφορείο, δεν έχασα την ευκαιρία.
Ο Χρίστος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική και θέλησε να ζήσουν την εμπειρία πολλά μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του: Η γυναίκα του, οι κόρες, με τους συζύγους και τα παιδιά τους. Μαζί και η μάνα του. Ανάμεσα στους χορωδούς ήταν και συνομήλικοι του μακαρίτη του πατέρα του, που ένιωθαν το ταξίδι σαν ένα μνημόσυνο στον αγαπημένο τους φίλο. Ήταν, δηλαδή, τέσσερις γενιές ανθρώπων.
Στη διαδρομή – από το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου, μέχρι το χωριό στη ρίζα του Πενταδάκτυλου είναι μόνο είκοσι λεπτά δρόμος – το ρεφρέν του τραγουδιού επανερχόταν συνεχώς ανάμεσα σε άλλες κουβέντες:
«Νερό από την πέτρα
φωτιά από τον ασβέστη,
κάμποι γεμάτοι ματσικόριδα*».
Το νερό που έβγαινε από τη ρίζα του Πενταδακτύλου, ο ασβέστης που κατασκευαζόταν από τη σκληρή του πέτρα, μα και τα ματσικόριδα στην εποχή τους ήταν βασικά στοιχεία που αφορούσαν τη ζήση, μα και την ομορφιά του χωριού.
Μπαίνοντας στο Δίκωμο, οι εξηντάρηδες και πάνω που είχαν δικές τους θύμησες, ενημέρωναν τους νεότερους:
-Δαμαί ήταν η γειτονιά με τους καφενέδες, ’που τη μια των δεξιών, ’που την άλλην των αριστερών. Καθαρά κομματικοί σύλλογοι. Στο βάθος αριστερά, ήταν η εκκλησία του Άη Γιώρκη τζιαι το παλιό δημοτικό.
Η γειτονιά μου! Και το σπίτι μου, που ακόμα στέκει! Η ίδια συγκίνηση, όπως όταν και πρωτοήλθα μετά την κατοχή!*
-Δαμαί, είπε κάποιος από τους παλιούς, ήταν άλλοι καφενέδες. Ο ένας έβαζε στο πικάπ ελαφρολαϊκά, τζι ο άλλος Καζαντζίδη. Τζιαι είχαν φανατικούς θαμώνες!
Στο μυαλό μου, τα πράγματα λειτουργούσαν αστραπιαία. Σαν ν’ άκουγα κιόλας αγαπημένα τραγούδια της εποχής: Τον «Τρόπο», με τους Olympians, το «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο», με τον Σταύρο Ζώρα, αλλά και τα «Μουντζουρωμένα χέρια» με τον «Στελλάρα».
Αναλογιζόμενος όλα αυτά τα χρόνια της κατοχής τι σημαίνει ταυτότητα ενός χωριού, μα και των ανθρώπων του, σκεφτόμουν πάντα τους ήχους του:
Από την πίσω αυλή του σπιτιού μου, λ.χ. άκουα τα νέα, όσο και παράξενα μουσικά ακούσματα που έφερε ο φίλος μου ο Δημήτρης. Ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος, με το «Φορτηγό» του. Και, μπορεί η «Συννεφούλα» να χωνεύτηκε σιγά-σιγά, μα εκείνο το «Βιετνάμ γιε-γιε», όπου πυρπόλησαν το ρύζι, έφτανε κοντά μας σαν κάτι σουρεαλιστικό.
Συχνά, μπλεκόταν μαζί και η απίστευτα δυνατή φωνή του τότε «μουχτάρη», που διαλαλούσε μόλις είχε ανοίξει το φουρνί του: «Έσιει οφτόοοο»! Ή και τα θριαμβευτικά κακαρίσματα κάποιας όρνιθας που μόλις απέθεσε κάτω ζεστό-ζεστό το αβγό της!
Από την κοντινή μας εκκλησία του Άη Γιώρκη, έφταναν, έστω και σε χαμηλούς τόνους, αφού δεν χρησιμοποιούνταν τότε μεγάφωνα, οι ψαλμωδίες. Ανάμεικτες κι αυτές συχνά με τις φωνές δυο γυναικών της γειτονιάς, που το είχαν συνήθειο να τσακώνονται.
Αν μου ζητούσες, βέβαια, να ξεχωρίσω δυο ήχους, θα σου έλεγα αυτόν της έκρηξης στο κρησφύγετο του Μάτση* και τον άλλο, τον πιο τρομακτικό, μα και τελευταίο που ακούσαμε στο χωριό, με τη βύθιση των τουρκικών πολεμικών αεροπλάνων…
Τα μικρά παιδιά στο λεωφορείο ρουφούσαν όσες πληροφορίες τούς έδιναν οι μεγάλοι. Προπάντων για τις συνθήκες της ζωής πριν 60 και πιο πολλά ακόμα χρόνια. Ιδιαίτερα τους εντυπωσίασε η αναφορά ότι στο καφενείο εκεί μπροστά τους αγοράστηκε η πρώτη ασπρόμαυρη τηλεόραση και πως, εκτός από τους θαμώνες, πολλοί άλλοι, μικροί αλλά και μεγάλοι σχημάτιζαν απέξω ουρά, να δουν ό,τι μπορούσαν.
Φτάνοντας στην εκκλησία της Παναγίας, όσοι την ήξεραν συγκινήθηκαν, μα οι νεότεροι μάλλον απογοητεύτηκαν: Τα τόσα πολλά που είχαν ακούσει αφορούσαν αυτό το μικρό και ταπεινό κτίσμα; Μα, οι μεγάλοι τους εξήγησαν, πως το πανηγύρι που γινόταν εκεί ήταν η πιο μαζική δραστηριότητα τότε στο χωριό, με τη συμμετοχή όλων, τα φλερτ των νέων, τους πραματευτάδες από άλλα μέρη, τα παραδοσιακά παρασκευάσματα, τα ψητά κι ό,τι φανταστεί η ψυχή του καθενός.
Μόλις κατεβήκαμε, μας καλωσόρισε, γεμάτη χαρά, η Τουρκοκύπρια γερόντισσα, που φύλαγε το κλειδί. Χρόνια τώρα είχε αναλάβει αυτή την ευθύνη και αυτό εξηγούνταν μόνο με βάση την αντίληψή της ότι ούτε το χωριό αυτό τούς ανήκε ούτε, βέβαια, οι ιεροί του χώροι. Έτσι, όπως και η ίδια θα ήθελε να σκέφτονται και οι Ελληνοκύπριοι, που είχαν εγκατασταθεί στο δικό της χωριό. Το έκανε, βέβαια, προσεχτικά, στο χωριό οι πιο πολλοί ήταν ήσυχοι Τουρκοκύπριοι, μα δεν έλειπαν και κάποιοι ακραίοι. Ήταν ακόμα και Τούρκοι έποικοι, που δεν ένιωθαν τον τόπο.
Από κοντά και ο λεγόμενος δήμαρχος Δικώμου, Τουρκοκύπριος κι αυτός. Έσφιξε εγκάρδια το χέρι του δικού μας κοινοτάρχη και τον αγκάλιασε, ενδείξεις ότι τους έδενε μια καλή φιλία. Μάλιστα, αμέσως μετά έκανε και κάτι που δεν περιμέναμε. Έδωσε με πολύ σεβασμό, το κόκκινο τριαντάφυλλο που κρατούσε, στη μεγαλύτερη γυναίκα της ομάδας μας, τη μάνα του Χρίστου, τη γριά Φροσού:
-Εν ‘που το φυτόν που μου είσιες φέρει, Χρίστο. Έδωκέν μου γλήορα τριαντάφυλλα. Εν ιξέρω γιατί, μπορεί επειδή την έβαλα να θωρεί νότια, προς τη Λευκωσία.
Άρχισαν να μπαίνουν στην εκκλησία. Χωρίς τους δυο Τουρκοκύπριους, που είχαν απομακρυνθεί διακριτικά.
Ένας-ένας από την ομάδα, άναβαν κερί σ’ ένα πρόχειρο μανουάλι, προσκυνούσαν τη μικρή εικόνα της Παναγίας που είχαν πάρει μαζί τους και η χορωδία στηνόταν στις θέσεις της. Οι υπόλοιποι σταθήκαμε απέναντί τους.
Υπό τη διεύθυνση της Αναστασίας Χάσικου και με συνοδεία στο αρμόνιο της αδελφής της Φρόσως, άρχισαν:
«Εμείς που ζήσαμε τις ομορφιές
τους πρώτους έρωτες, τα χάδια
………………………………………………….
Οι πόρτες των σπιτιών ξεκλείδωτες…
………………………………………………….
«Νερό από την πέτρα……..»
Εξύμνηση του χωριού, όπως ήταν, με την πιο αυθεντική του ταυτότητα!
Το άκουσμα ήταν μοναδικό. Λες και ο κάθε ένας συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το νόημα των στίχων, λες και γινόταν μια μοναδική επικοινωνία με την ψυχή του χωριού, λες, ακόμα και η ίδια η Παναγία τραγουδούσε μαζί τους.
Στο ακροατήριο είχαμε μείνει όλοι αποσβολωμένοι.
Τότε, ένιωσα την παρουσία του δίπλα μου:
-Κυριάκο!
Ήταν ο Μάτσης! Που, ψιθυριστά, να μην ενοχλήσει, μου είπε:
-Γιατί ξαφνιάζεσαι, υπήρχε περίπτωση να έλειπα; Ύστερα ’που τόσα χρόνια τζιαι με τα όσα έγιναν, νομίζω πως επιβεβαιώνομαι: Οι σκοτωμοί θα σταματήσουν, μόνο αν κάθε άνθρωπος, Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος διαφεντεύκει την γην του. Όσα είδα έξω, αρέσαν μου πολλά. Μόνον αν ενωθείτε τζιαι παλέψετε για την ειρήνη, θα την κατακτήσετε. Μόνον τότε! Είναι κοινό κτήμα η ειρήνη, φίλε μου!
Προσπάθησα να ψιθυρίσω κι εγώ κάτι, απλώς να συμφωνήσω δηλαδή, μα εκείνος είχε ήδη εξαφανιστεί.
Ξαναπροσηλώθηκα στη χορωδία. Μα άκουσα δίπλα μου άλλη μια φωνή, γυναικεία αυτή τη φορά:
-Εμένα, εν με ξέρεις, γιατί είμαι πολλά γερόντισσα. Τζιαι δεν είμαι μια, αλλά πολλές, ηλικιωμένες, μα τζιαι κοπέλες, της εποχής μας. Είμαστεν οι περίφημες υφάντρες του Δικώμου*. Τζι έχουμε παράπονο ’που σένα, γιατί ανάμεσα στους ήχους που αθθυμήθηκες εν ήταν τζιείνος των βούφων μας! Εν το έξερες ότι εκατοντάδες γεναίτζιες εφανίσκαν την ίδια ώραν; Φαντάσου ήντα μουσικήν εφκάλλασιν! Τζι ήταν τζι η μάνα σου μαζί!
Κοίταξα ξανά το εικόνισμα της Παναγίας. Δεν είχα υπόψη μου, αν ανάμεσα στις χιλιάδες προσωνύμιά της είναι κι αυτό, πάντως πολύ θα της ταίριαζε: «Παναγία, η υφάντρα»! Γιατί, δεν υπάρχει περίπτωση να μην τις προστάτευε ή και να μην ύφαινε μαζί τους.
Ξαφνικά, δευτερόλεπτα πριν ολοκληρωθεί το τραγούδι, είδα κάποιες σκιές να σπεύδουν προς την έξοδο. Πρόλαβα να τους φωνάξω:
-«Σταθείτε, ποιοι είσαστεν εσείς, γιατί εν μας είπετε τίποτε;»
Κάποιος από δίπλα μου παρενέβηκε:
-Μα, εν εκατάλαβες; Τούτοι εν’ οι αγνοούμενοί μας, εν έχουν φωνή!
Φεύγοντας, νιώθαμε όλοι μια βαθιά ψυχική ικανοποίηση. Κάτι σαν λύτρωση απελευθερωτική, μέσα σε συνθήκες σκλαβιάς. Στο λεωφορείο δεν τραγουδούσαν πια. Σαν να είχαν αφήσει τον ύμνο εκεί, αφιέρωμα στην Παναγία να τον προσέχει.
Το μόνο που κράτησα σαν πολύτιμο επιστέγασμα ήταν ένας διάλογος. Ο δωδεκάχρονος εγγονός του Χρίστου, Ορέστης, θέλησε να «παίξει» λίγο μαζί του:
-Παππού, είπες μας για τη «μάνα του νερού»*. Έσιει τζιαι γιαγιάν το νερό;
Εκείνος γέλασε:
-Φυσικά, γιε μου, τζιαι γιαγιάν τζιαι πρόγιαγιαν. Η πηγή έσιει τζι’ άλλες γενιές μανάδων, που φτάνουν ως πολλά μακριά!
Σημειώσεις:
Ματσικόριδα: Νάρκισσος. Είναι το σήμα κατατεθέν του χωριού, αφού αφθονεί στα χωράφια, κυρίως τον Φεβρουάριο.
Και πάλι: Δες, Κώστας Λυμπουρής Επιβάτες Φορτηγών, μυθιστόρημα, εκδ. «Πάπυρος», Αθήνα 2017.
Κυριάκος Μάτσης: Από τους κορυφαίους αγωνιστές του Αγώνα 1955-1959. Οι Άγγλοι ανατίναξαν το κρησφύγετό του στο Δίκωμο, όταν εκείνος αρνήθηκε να παραδοθεί.
Υφάντρες του Δικώμου: Ένα αξιοσημείωτο κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο, αφού, στις αρχές του 20ου αιώνα εκατοντάδες γυναίκες όλων των ηλικιών ασχολούνταν στο χωριό με την υφαντική, για σκοπούς βιοπορισμού. Ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό σε αναλογία πληθυσμού σ’ ολόκληρη την Κύπρο.
Η «μάνα του νερού»: Πηγή, στη ρίζα του Πενταδακτύλου.