Νένα Φιλούση
Η μετέωρη θλίψη της ιστορίας μας
Θαυμαστοί οι μετεωρισμοί της θαλάσσης. Θαυμαστοί επί ύδατος οι αντικατοπτρισμοί των απόντων. Τα συνθήματα και τα ιδεολογήματα παρέμειναν πιστά στην επικαιρότητα, σε αντίθεση με τις ακράδαντες δοξασίες ή ερμηνείες περί ιδιοκτησίας και ταυτότητας.
«Η Κύπρος είναι νησί»: Θεμελιώδης γνώση από τη νηπιακή ηλικία. Δεν είναι ακριβώς τόπος όμως. Πιο πολύ με στόχο έμοιαζε, σταθερό μέσα στις χιλιετίες, κινούμενων ωστόσο προθέσεων. Στόχος κατάκτησης και τερματισμού ή σημείο μετάβασης για ουσιαστικότερη παραμονή, για μεγαλύτερο όφελος. Οι συσσωρευτικές εποχές χαρακτηρίζονταν κυρίως από την ομοιογένεια στην προσαρμογή. Οι λίγες εξαιρέσεις πείσμονος αξιοπρέπειας και ριψοκίνδυνης αφέλειας έφερναν απανωτές απώλειες. Η αυθορμησία μας προσέκρουε σταθερά σε ανύπαρκτα γεωγραφικά όρια και σε μια περίεργη σιωπή εν είδει νεφέλης πάνω από τα λιγοστά ψηλά βουνά μας. Η σιωπή αυτή μεταφραζόταν ενίοτε σε αγωνία για κάτι που αναμένετο, για κάτι χειρότερο, πιο αιματηρό, πιο οδυνηρό από το θανατηφόρο, πιο άδικο από την αδικία που θα ερχόταν πάντα εν άρμασι και εν δόξη.
«Η Κύπρος είναι ελληνική» VS «Η Κύπρος είναι τουρκική»: Μοιάζει με διπολική διαταραχή αλλά τουναντίον‧ ήταν η καθεμέρα μας, ήταν η ανάγνωση της αυθεντίας του παρελθόντος, ήταν η ερμηνεία κληροδοτημένων ευγενών πόθων και η ευχαριστιακή παραλαβή της ανιδιοτέλειας των ανθρώπων που μαρτύρησαν για κάτι που απλώς οσμίστηκαν. Μάς αρνήθηκαν την καταγωγική συνέχεια, μάς αρνήθηκαν την αναγωγική επιθυμία, μάς καταχώρισαν ως υβριδικό είδος, με γλωσσική παραδοχή και φυσιογνωμική συγγένεια. Αναπάντητα ερωτήματα προγονικής ανεμελιάς σκυταλοδρομούνται ακώλυτα. Ήταν η εποχή της υπερτροφικής σημασίας στα ημέτερα. Ήταν η εποχή που η συγκατάβαση διαδέχθηκε το πανηγύρι και την ορμή γι’ αυτό που δεν αισθανθήκαμε καν την παρουσία του. Ο αέρας μας έπαψε σιγά σιγά να μυρίζει συλλογικούς πόθους. Έτσι αρχίζει τη στιγμή ετούτη – που λειτούργησε σαν απόχρονο, σαν απόστιγμη– να γεννιέται η παθητική οργή και να γνέθεται η ανάγκη για συλλογική χοροστασία. Η απώλεια τότε γίνεται μέρος της εξέλιξης και οι θάνατοι κομπολόγια στα καφενεία. Με μια μικρή υποσημείωση: μισθοφόροι, δωσίλογοι, πραιτωριανοί εκκολάπτουν ανάλγητα αυτό που θα δράκιαζε αργότερα.
«Ένωσις και μόνον ένωσις» VS «Διχοτόμηση ή θάνατος»: Ακόμα και η Ιστορία ένιωσε ασφυξία ανάμεσα σε τόσες απρόβλεπτες και φανατικές συγκυρίες. Ένιψε τα χέρια της πολλές φορές σε λίγα μόνο χρόνια, έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Ανατολή και δύση δίπλωσαν τα δευτέρια τους καθώς χαμογελούσαν αντικριστά μεν αλλά η φαινομενική ισορροπία τους μύριζε ανθρώπινη σάρκα. Η βία συνέδεσε τον θεωρητικό χρόνο με πραγματικά τοπία και ανθρώπους κανονικούς, σαν εμάς. Βασάνιζαν και βασανίζονταν για ιδέες και βεβαιότητες που φούσκωναν σαν προζύμι ταϊσμένο στα κεφάλια τους. Η άσκεφτη απόλαυση φτάνει στο όριο της τυραννίας του απροστάτευτου, η ιδέα αποθηλυκώνεται, φτιάνει ομάδες και τις εμβολιάζει με λαιμαργία για θάνατο. Αυτός δε, αυτοπροσώπως, ήρθε εν τέλει πανάγριος, μισότυφλος, αγουροξυπνημένος, θαρρείς δεν ήταν σίγουρος αν πάτησε στο σωστό μέρος και ποιους έπρεπε να αρπάξει. Με έναν αποανθρωπομορφικό τρόπο βοηθήθηκε τόσο ώστε να πάρει κι έναν υπνάκο κάποια στιγμή, ένεκα ζέστη αφόρητη, μέσα στο καλοκαίρι μας. Να σημειωθεί ότι οι σύντροφοί του ένθεν και ένθεν στάθηκαν χειρότεροι.
«Δεν ξεχνώ»: Πολύ σωστά, δεν ξεχνώ. Είμαι πέντε. Μερικές φορές νομίζω πως ένα κομμάτι μου έμεινε για πάντα πέντε. Εν τω μεταξύ μεγαλώνω ταχύτατα. Τα πενήντα χρόνια πέρασαν ανεπιστρεπτί. Εννοείται ξεχνώ. Έχω ξεχάσει ανθρώπους, εικόνες, βροχές, αγγίγματα. Ποιος γνωρίζει τι ακριβώς θέλαμε να μην ξεχάσουμε. Όχι να θυμόμαστε, όχι σε αυτό δεν είχαμε θέμα. Μια χαρά θυμόμαστε και τα δικά μας και τα πάθη των άλλων. Επιμένω. Το ζήτημα ήταν εξαρχής να μην ξεχάσουμε, έτσι όπως ακούγεται, με την άρνηση, ίσως γιατί υποψιαζόμασταν πως θα ξυπνούσαμε μια μέρα και η ψυχή μας θα εκλιπαρούσε να ξεχάσει. Τα σώματά μας θα αποσυνδέονταν από αυτό που δεν γίνεται να ξεχαστεί. Το νιώθαμε από τότε, πριν ακόμα κοπάσει η καπνιά και η βρόμα της αποσύνθεσης πως μια μέρα θα λαχταρούσαμε τον ύπνο τον απαλλαγμένο από αναμνήσεις και παλιά ζωή. Κατανοήσαμε αμέσως ότι από δω και πέρα, ορισμένοι από μας θα μιλούν με τα ρήματα στον παρατατικό. Η λήθη δεν εναντιώνεται στη θύμηση. Όχι, αυτά είναι σχεδιάσματα για μικρά παιδιά. Εξάλλου η μνήμη ως οντολογική στιγμή της ανθρωπότητας δεν μάς λέει κάτι. Αντιθέτως, μας περιφρόνησε επιδεικτικά για καιρό. Ως ζώσα πραγματικότητα όμως μάς ευτελίζει στα ενδότερα, εκεί που σβήνουμε εμμονικά το φως, τρομαγμένοι μήπως αντιμετωπίσουμε τις οικείες απώλειες. Μήπως ξαναζήσουμε τις μέρες εκείνες. Εξάλλου το καλοκαίρι έγινε διά παντός μία αντίφαση.
«Δεν ξεχνώ και αγωνίζομαι»: Η βιοτική ευαισθησία της εποχής προσθέτει σταδιακά και σχεδόν αθόρυβα, έννοια ανεξακρίβωτου περιεχομένου. Καθείς και καθεμία αντιλαμβάνεται τον αγώνα αυτό με άλλα κριτήρια, μέτρα και χρώματα. Ένα μέρος του λαού αγωνίζεται να μην πεθάνει από πνιγμό, άλλο σημαντικό μέρος αγωνίζεται να κατανοήσει την ψυχική του περιπέτεια, άλλοι σημειώνουν τις υποταγές τους εξακοντισμένοι μέσα στη χαράδρα που άνοιξε ανάμεσα στο σώμα και το μυαλό τους, άλλοι άνθρωποι καταπονημένοι, σερνάμενοι ανάμεσα στο γιατί και το πώς, φορούν κάθε μέρα το ατελέσφορο πένθος τους. Τέλος, η πλειοψηφία γελά κρατώντας την κοιλιά της γι’ αυτό το αγωνίζομαι, πώς το σκεφτήκαμε ρε συ, από πού το ξεσηκώσαμε, καλή ιδέα όμως. Η Κύπρος ένα βαγόνι αποκομμένο, στο οποίο όσοι και όσες βρεθήκαμε κοιταγόμαστε στα θολά τζάμια γιατί καθρέφτη αληθινό δεν διαθέτει. Προσομοιάζουμε στις ανωφέρειες, κρατάμε την ανάσα μας στις κατωφέρειες και συμπληρώνουμε στον πίνακα σημειώσεων απώλειες και φονικά. Ωστόσο, για όσο ζήσουμε, ο λογισμός της απόδρασης θα εμποτίζει τις πολλαπλές όψεις του παρόντος μας με προσδοκία.
«Δεν ξεχνώ, διεκδικώ και αγωνίζομαι»: Με περισσή γλωσσακρίβεια προστέθηκε μόνο του – η αλήθεια να λέγεται – ρήμα που θυμίζει μαχητικούς εργάτες ή προκηρύξεις δικαιωμάτων ή οργανωμένα σύνολα που σκέπουν με τις φτερούγες τους ποικίλες ανασφάλειες και φιλοδοξίες. Ίσως γιατί με τον καιρό αδυνάτισε η άρνηση, πάει να γίνει κατάφαση, πάει να γίνει ξεχνώ και γυρίζω σελίδα, αλλάζω βιβλίο, αλλάζω πιστοποιητικά, κάνατε λάθος, δεν είμαι εγώ το πρόσωπο που ψάχνετε, αγνοούμαι, μια σφαίρα τόση δα με κατάντησε νεκρό και αγνοείται το κορμί μου κάτω από το χώμα της πατρίδας. Αυτό το ίδιο χώμα που ξεβράζει ακόμα νεκρούς. Τα οστά μου περιμένουν στη σειρά να βρεθούν. Αντιθέτως, εγώ ο ίδιος υπεράνω της μητρίδας, ελεύθερος από ιδέες και φόβους υπερίπταμαι ολοζώντανος, πανάλαφρος, αλλά πάντα λυπημένος.
«Γνωρίζω την πατρίδα μου, θυμάμαι ότι είναι ημικατεχόμενη και αγωνίζομαι για την εξεύρεση λύσης»: Γνωρίζω καθώς μέχρι τώρα είχα μισή όραση και μισή γεύση. Γνωρίζω καθώς ο έρως οδηγεί στο «Εν». Δίκαιη λύση, βιώσιμη λύση, μια κάποια λύση, δοτή λύση, ουρανοκατέβατη, ομοσπονδιακή, ανόητη ή σοφή, κάτι που να σχετίζεται με ελευθερία και δικαιοσύνη και άλλα ευάρεστα στη διεθνή σκηνή‧ καλύτερα άχρωμη μήπως ξεσηκωθούν κάποιοι και εθνικοποιήσουν τον χρωματισμό, καλύτερα άοσμη για να μη διερωτηθεί η γειτονιά τι ψήσαμε πάλι, καλύτερα αθέατη μήπως ορεχθεί κάποιος και θελήσει να τη βιάσει. Αποδεκτή τέλος πάντων λύση από όλους, ζωντανούς, πεθαμένους, από μας, τους άλλους, τους ξένους, τους περαστικούς, τα κατοικίδιά μας, τους επενδυτές, τις τουρίστριες. Μια λύση της οποίας η εγκόλπωση θα γίνει με όρους δικαίου, όχι διεθνούς, όχι, οικείου, με γλωσσάριο εξοδίου ακολουθίας. Με όρους χαρμόσυνης αγγελίας, νικηφόρας, ερατεινής, καθώς πρέπει στους ηττημένους που δεν παραδίδονται. Αποψιλώνονται πλέον τα συνθηματικά μηνύματα. Πενήντα χρόνια συντρίβονταν και αναφύονταν εκ νέου. Για έξι και πλέον δεκαετίες αναπέταγαν σημαίες, ιδεολογίες, ειδωλολατρίες και παρέλασαν εκδικήσεις, αναθέματα, ιδιοτέλειες θλιβερές. Ούτε θυμάμαι, ούτε ξεχνώ. Φέτος είμαι πάλι πέντε, μαζί με εκατοντάδες παιδιά που γεννήθηκαν μέσα στο μπαρούτι και τις παρανοήσεις της γενναιότητας. Εδώ και χρόνια έχω πετάξει την πένθιμη συλλογή με φωτογραφίες και εξιστορήσεις από τον πόλεμο εκείνο σε μία δεξαμενή με πράσινο νερό και βρύα αντιμνήμης. Δεν ξεχνώ ότι θυμάμαι, δεν ξεχνώ ότι δεν αντέχω να θυμάμαι. Θέλω να ξεχάσω αυτά και να θυμάμαι μόνο τα άλλα. Θέλω να μετρώ στο ζύγι τις μνήμες και άμα μου βγαίνουν περισσές ή νοσηρές, να τις ενταφιάζω όπως ενταφιάζεται κάθε μέρα η αυτόχειρας Κύπρος που παρόλα αυτά υποδύεται το νησί και γι’ αυτό καταδύεται αργά από εξάντληση, σαν ασυνόδευτο παιδί που το παραμέλησε η αγάπη και το κακοποίησε η ενοχή.