Στέλλα Βοσκαρίδου
Αγαπητή Αγγελική,
Όσο κι αν με τιμά η πρόσκλησή σου να γράψω ένα κείμενο με θέμα την επέτειο των πενήντα χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σε ενημερώσω πως δεν θα καταφέρω να ανταποκριθώ. Γνωρίζοντας πως αυτή η ασυνέπειά μου μπορεί να σε φέρνει σε δύσκολη θέση, οφείλω να δώσω μερικές εξηγήσεις, οι οποίες ωστόσο δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν θα φανούν πειστικές, μια και το περιστατικό που υπήρξε αφορμή για τη ματαίωση της συμβολής μου στο αφιέρωμα που ετοιμάζετε είναι στ᾽ αλήθεια εύκολο να θεωρηθεί ασήμαντο. Παρ᾽ όλα αυτά, σπεύδω να μοιραστώ κάποιες σκέψεις, οι οποίες, για να είμαι εντελώς ειλικρινής, επείγει να μπουν σε τάξη κυρίως για προσωπικούς λόγους, καθώς παρακολουθώ τον εαυτό μου εδώ και χρόνια να απομακρύνεται διαρκώς από το ζητούμενο.
Το βράδυ της 16ης Ιουνίου, (και ενώ ετοιμαζόμουν να επιμεληθώ ένα ποίημα που είχα γράψει μερικές εβδομάδες νωρίτερα για τους σκοπούς του αφιερώματος) μια μάλλον βιαστική επίσκεψή μου στο διαδίκτυο με οδήγησε στη σελίδα του Παλαιστίνιου ποιητή Mosab Abu Toha. Σε ένα σύντομο κείμενο που συνόδευε φωτογραφίες από τη βομβαρδισμένη γενέτειρά του, ο Abu Toha έκανε χρήση της λέξης genocide χώνοντας στον κόρφο της τρία μηδενικά: γράφοντας, δηλαδή, gen000cide, στην προσπάθειά του προφανώς να ξεφύγει από τα δοκάρια του αλγόριθμου. Σταμάτησα για λίγο στη λέξη, όπως σταματάς αφηρημένος σ᾽ ένα χωράφι όταν ανάμεσα στ᾽αγκάθια και τους θάμνους βρίσκεις ένα πεταμένο πουκάμισο, ή ένα ζευγάρι σπασμένα γυαλιά ή κιάλια και σου έρχεται αυθόρμητα να φωνάξεις «ποιος είν᾽εδώ;». (Ο πόλεμος στην περιοχή μαίνεται κι εγώ παρακολουθώ τις ειδήσεις τόσο, ώστε η απάντηση να μην καθυστερεί και πολύ. Οι φιγούρες όσων στήνουν τα δοκάρια διακρίνονται ακόμα και στο σκοτάδι× ξέρω ποιος είν᾽ εδώ).
Την ίδια ώρα και καθώς ετοιμάζομαι να ανοίξω το αρχείο στο οποίο είχα φυλάξει το ποίημα για το αφιέρωμα, η λέξη εισβολή αναβοσβήνει στο μυαλό μου, μια μισοκαμμένη επιγραφή νέον. Πόσα μηδενικά θα χρειαστεί άραγε να χωρέσω στο στήθος της για να μιλήσω; Πόσα πουκάμισα πεταμένα και γυαλιά σπασμένα –ποιος είν᾽ εδώ;– έτσι που στον τόπο μου οι γλώσσες κι οι αλγόριθμοι έγιναν πια μια καθημερινή ρουτίνα, κι οι περισσότεροι κατεβάζουν μόνοι τους τις αναρτήσεις όσο είναι ακόμα ζεστές στο μυαλό τους, καθώς άλλοι αρχίζουν το μέτρημα από τον αριθμό 74, κι άλλοι από τον αριθμό 63 κι άλλοι απ᾽ το 60, το 55 και το 59, από το 20, το 15, κι οι πιο τρελοί, άκουσον άκουσον, αρχίζουν το μέτρημα από το μηδέν, κοιτώντας πάντα τις λέξεις στο στήθος και προσέχοντας μήπως πατήσουν εκείνα τα κυάλια που σε κάνουν να βλέπεις μακριά, πολύ μακριά και σπρώχνοντας δεξιά κι αριστερά τ᾽ αγριόχορτα για να περάσουν. Δεν ισχυρίζομαι σε καμιά περίπτωση πως το πρόβλημα ξεκίνησε το 2018 με το γλωσσάρι, ή όπως αυτοσυστήθηκε «γλωσσάριο για τη δημοσιογραφία στην Κύπρο», κι ας μην πετάξω εντελώς εκείνο το ποίημα που είχα γράψει για το αφιέρωμά σας στα σκουπίδια –«μιλώ κυρίως για τους νεκρούς που επιλέγουμε να παραστέκονται στα όνειρά μας»– κι έπειτα πώς είναι δυνατόν μέσα σ᾽ ένα γλωσσάρι για τη δημοσιογραφία να εμφανίζεται στο νούμερο εικοσιδύο η λέξη εισβολή και στο νούμερο εικοσιεπτά η λέξη κατοχή, κι εκεί στο πλάι «explanation of problematic or sensitive usage», χωρίς να βλέπεις πως η λέξη sensitive είναι μια λέξη με χίλιους εννιακόσιους εβδομήντα τέσσερις μεταστατικούς καρκίνους που μπορεί να γεμίσει με καρκίνο όλες τις λέξεις και να μείνουμε ένα βράδυ σαν κι αυτό χωρίς λέξεις με μια αγκαλιά μηδενικά, τρώγοντας αγριόχορτα και γράφοντας ποιήματα με τα μάτια όπως εκείνο το προσφυγάκι στο γραμματόσημο. Αγαπητή Αγγελική, αυτό το μήνυμα χάνει το σήμα σε κάθε του συλλαβή× γράφω συγκεχυμένα, προσπαθώντας να βομβαρδίσω αυτό τον Πύργο της Βαβέλ που τρεις φορές υψώνεται στο ποίημα που είχα γράψει για το αφιέρωμα και που του είχα δώσει τον περίεργο τίτλο Αφροδίσιο νόσημα, επιχειρώντας να κρατήσω κάτι από τη μυρωδιά του έρωτα που πληρώνεται πανάκριβα και κάτι από την πορνογραφική διάσταση της ιστορίας της Κύπρου, που γράφεται σημαδεύοντας πότε στο χρήμα και πότε σε μια γενετήσια ορμή – και πίστεψέ με, δεν επιθυμώ τίποτε άλλο τόσο, όσο να γράψω ένα ποίημα για την Κύπρο, αγνοώντας τις φλεγμονές και τους κνησμούς της γλώσσας, αγνοώντας το αφροδίσιο νόσημα, ή προσπαθώντας ακόμα ακόμα να το θεραπεύσω – το νόσημα αυτού του νησιού, λέω, που συνηθίζει να αδειάζει τις λέξεις από το νόημά τους, γράφοντας αντί για ιστορία ένα δύσκολο ποίημα, ένα αντι-ποίημα, και μεταμορφώνοντας την καθημερινότητα σε ένα πελώριο ποιητικό πρόβλημα.
Μετάφερε σε παρακαλώ στην υπόλοιπη συντακτική ομάδα του αφιερώματος τις ειλικρινείς μου απολογίες. Η επιθυμία μου να συμβάλω σε ένα έργο που έχει σκοπό να επαναφέρει στη μνήμη μας την Κυπριακή τραγωδία είναι δεδομένη, όμως το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα είναι να γράψω ένα ποίημα κούφιο, φωλιά για έντομα και πευκοβελόνες σαν πόσα άλλα, ένα ποίημα που να συνομιλεί για τόσο λίγο με τόσο λίγους ή να κλείνει τα μάτια σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που χάνουν τους ύπνους τους μέσα στις λέξεις και τόσους άλλους που ψάχνουν να βρουν το δίκιο τους στριφογυρνώντας στο στόμα τους ένα σωρό μηδενικά και κάνοντας τον θάνατο να κυλιέται στο πάτωμα κρατώντας την κοιλιά του από τα γέλια – κι όμως αυτό είναι τόσο δύσκολο, αδιανόητα δύσκολο, κι εγώ δεν είμαι καμιά σπουδαία ποιήτρια και το Γλωσσικό πλέγμα είναι ένα ποίημα που έχει ήδη γραφτεί με τις σκιές των λέξεων του Πάουλ Τσέλαν, λίγο πριν… ας το αφήσουμε μέχρι εδώ, αυτή η ιστορία με τρομάζει – κι έπειτα κάποια βράδια ένας καλός φίλος που υπήρξε αιχμάλωτος το ᾽74 στα Άδανα έρχεται στον ύπνο μου, προσφέροντάς μου βραχιόλι τα σπασμένα του δόντια σαν να μου λέει «η Κύπρος δεν είναι ποιητικό πρόβλημα».
Θα μπορούσα να γράψω τόσα πολλά για να δικαιολογηθώ και για να ζητήσω την κατανόησή σου, για εκείνο το βραχιόλι που με βαραίνει καθώς παρακολουθώ το χέρι μου πάνω από το πληκτρολόγιο, τη στιγμή που προσπαθώ να μειώσω τη μελοδραματικότητα μερικών στίχων στο ποίημα που είχα σκοπό να σας στείλω «να πίστευε άραγε ο Θεός στην Κύπρο/ όταν, μισό αιώνα πριν/ συνέβαιναν όλα εκείνα/ που είναι σήμερα αδύνατον να ιστορήσεις;», όμως ο χρόνος λιγοστεύει κι εγώ πρέπει επιτέλους να στείλω αυτό το μήνυμα και να σου ζητήσω για τελευταία φορά να με συγχωρέσεις. Ίσως μάλιστα προσθέσω και τους λίγους στίχους που έκλειναν το ποίημα, γιατί το credo που ζήτησα απ᾽ τον Θεό, το χρειάζομαι τώρα, αγαπητή Αγγελική, κι από σένα…
«(ξέρω πως τώρα με πιστεύεις
ξέρω πως τώρα
που φάγαμε τον έρωτα και φτάσαμε στην ουρά
δεν έχεις
παρά
να με πιστέψεις)».
Με εκτίμηση,
Σ.
[Η έκδοση με τίτλο “Λέξεις που έχουν σημασία: Γλωσσάριο για τη δημοσιογραφία στην Κύπρο” που συντάχθηκε σε συνεργασία με τον ΟΑΣΕ (Οργανισμό για την Ασφάλεια και για τη Συνεργασία στην Ευρώπη) και με χρηματοδότηση Γερμανίας και Ολλανδίας, είχε, σύμφωνα με τον Εκπρόσωπο του ΟΑΣΕ για την Ελευθερία των Μέσων, Χαρλέμ Ντεσίρ, σκοπό να αποτελέσει «ένα γλωσσάριο εναλλακτικών λύσεων για αρνητικές λέξεις και φράσεις» που χρησιμοποιούνται μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Απαριθμεί πενήντα έξι λέξεις που σχετίζονται με το κυπριακό πρόβλημα και των οποίων η χρήση θεωρήθηκε προβληματική ή ευαίσθητη.
Το κείμενο αφιερώνεται στον φίλο συγγραφέα Γιώργο Χαριτωνίδη που υπήρξε αιχμάλωτος και θύμα βασανιστηρίων κατά την τουρκική εισβολή το 1974]