Κωνσταντία Σωτηρίου
Προζύμι
Το πράμα που της έλειπε περισσότερο ήταν το ψωμί, έλεγε η γιαγιά. Της έλειπαν κι άλλα φυσικά, το σπίτι της, η αυλή της, οι κότες της, το χωριό, το ποταμάκι, ο Κωστάκης, αλλά αυτά προτιμούσε να μην τα σκέφτεται, επειδή αν τα σκεφτόταν θα πέθαινε. Της έλειπε έλεγε περισσότερο το ψωμί. Εκείνο το ξινούτσικο το πυκνό το ψωμί που ζύμωνε η ίδια με τις παλάμες της και το πασπάλιζε με σουσάμι και μαυρόκοκκο και λίγο σπόρο παπαρούνας και άντεχε ολόκληρη βδομάδα χωρίς να μυρίζει, χωρίς να μουχλιάζει. Ψωμί με προζύμι που το έφτιαχνε κάθε Σάββατο στον φούρνο της, μαζί με ψητό κοτόπουλο και ελιόπιτες, άντε και καμιά πίτα με ψιλοκομμένο χαλούμι που ήξερε πως άρεσε στον Κωστάκη της.
Όταν έγινε ο πόλεμος και έκατσαν τόσους μήνες στα αντίσκηνα, ο παππούς είχε βρει έναν φούρνο δίπλα στον συνοικισμό και πήγαινε και έφερνε ψωμί. Ότι είχε βρει ψωμί χωριάτικο, σαν το δικό τους που ήξερε πως της άρεσε, αλλά αυτή δυο μπουκιές έβαλε στο στόμα της και σχεδόν το έφτυσε. Τι ήταν εκείνο το άνοστο το πράμα, πως τσιγκουνεύτηκαν το σουσάμι του, δεν ήξεραν εδώ πέρα να βάλουν μια τσιμπιά κανέλα να πάρει το ψωμί νοστιμιά; Ο παππούς όταν την άκουγε νευρίαζε, αλλά κι εκείνη δεν άντεχε. Ήταν το όριό της έλεγε, είναι τα όριά μου του έλεγε, χάσαμε τα πάντα, το σπίτι μας, την αυλή μας (για τον Κωστάκη δεν έλεγε τίποτε) πάει τώρα χάσαμε και το ψωμί. Και ήταν τόση η γκρίνια της που ο παππούς το πρώτο πράγμα που έκανε σαν τους έδωσαν το σπίτι τους, εκείνο το μικρό σπιτάκι στον συνοικισμό με τους άλλους πρόσφυγες, ήταν να φτιάξει ξυλόφουρνο, να της φτιάξει με πηλό και τούβλα και άχυρα έναν φούρνο στην αυλή στρογγυλό, να μπορεί να τον πυρώνει με ξύλα και να ψήνει το ψωμί της όπως στο χωριό να τον αφήσει στην ησυχία του.
Μα σιγά που θα ησύχαζε. Σαν της έφταιξε ο παππούς τον φούρνο άρχισαν να της φταίνε τα υπόλοιπα. Δεν έβρισκε καλό αλεύρι σαν εκείνο που της έφερνε η Τουρκού από το Γκιόνελι, δεν ήταν τραγανό το σουσάμι. Και το νερό; Ήταν στυφό. Πώς να φτιάξεις μυρωδάτο ψωμί αν δεν πάρεις νερό από το ποτάμι, αν δεν έχει μέσα μια στάλα βρόχινο να μαλακώσει το προζύμι, να πάρει γεύση το ψωμί;
Και μέσα σε όλα αυτά είχε και τη γειτόνισσα. Σαν έφτιαξαν τους συνοικισμούς και τους έδωσαν τα σπίτια, δεν σκέφτηκε η κυβέρνηση να τους βάλει να μείνουν με ανθρώπους από το χωριό τους, με ανθρώπους που γνωρίζονταν, που ήξεραν τα χούγια τους και τους τρόπους τους. Ανακάτεψε πρόσφυγες από χίλια δυο χωριά και βρέθηκαν να μένουν δίπλα από την Σταυρούλα, που ήταν φωνακλού και ανοικοκύρευτη και πεταγόταν συνεχώς από τον φράκτη για κουβέντα. Δυο λεπτά δεν μπορούσε να κάτσει η γιαγιά σαν τέλειωνε τις δουλειές της στην μικρή αυλή του νέου σπιτιού και να πιάσει το βελονάκι της, να σου η Σταυρούλα στον φράκτη να θέλει κουβέντα. Και τί μαγείρευες, την ερώταγε, και τί πλέκεις εκεί με το βελονάκι, και πώς της φάνηκε το σπίτι τους και πόσο πιο καλό ήταν αυτό στο χωριό τους που ήταν δίπλα στην θάλασσα, που «να έκανες, έβρεχες το πόδι σου στο νερό».
Στην αρχή είπε να την πάρει με υπομονή την Σταυρούλα η γιαγιά. Στο χωριό δεν είχε πολλά πολλά με τις γειτόνισσες, είχε και τόσα να φροντίσει με την αυλή και τις δουλειές και τις κότες της. Ήξερε πως οι χωριανές την νόμιζαν και λίγο φαντασμένη, αλλά αυτή είχε τα τέσσερα παιδιά της να φροντίζει, είχε τις εποχιακές της τις δουλειές, τα γλυκά, την ζελατίνα, τις μαρμελάδες της και στο βάθος ήτανε και λίγο ντροπαλή. Δεν το είχε να μιλά με κόσμο, να λέει στους άλλους τα προβλήματά της. Κι αν στο χωριό που άφησαν πίσω, οι πολλές οι δουλειές της έδιναν την δικαιολογία να μένει μόνη της, εδώ στην προσφυγιά όλα τα έκανε γρήγορα η παλιά νοικοκυρά και ήθελε να κάτσει στο αυλιδάκι να πιει τον καφέ με την ησυχία της και να πιάσει το βελονάκι της. Τις τρεις τις κόρες τις πάντρεψε και έμειναν μακριά, το σπιτάκι που τους έδωσαν, ίσα ίσα δυο κάμαρες, μια κουζίνα, πόσες δουλειές να κάνει να περάσει η ώρα της; Ήθελε να βγει στην αυλή και το φοβότανε που ήξερε πως η Σταυρούλα καραδοκούσε να την πιάσει στην κουβέντα και δεν την άντεχε. Μόλις την έβλεπε να κάθεται, να σου την εκεί στον φράκτη. Και ούτε που της απαντούσε μονότονα, ούτε που της απαντούσε και λίγο απότομα φαινόταν να την πειράζει. Τον χαβά της εκεί η Σταυρούλα να μιλά ακατάπαυστα. «Θέλει να ακούει την φωνή της, τον εαυτό της να μιλά», έλεγε τις νύχτες στον παππού νευριασμένα κι αυτός την πείραζε που πάλι γκρίνιαζε. Κι αυτού του έλειπαν πράγματα, το χωράφι του, το σπίτι τους, το ποταμάκι τους, ο γιος του.
Μια μέρα, θα ήταν χρόνος που είχαν μετακομίσει στο σπίτι τους, Ιούλιος, ζέστη αφόρητη, ένιωθε πολύ ανήσυχη, έπρεπε να κάτσει να φτιάξει και το πρόσφορο για το μνημόσυνο, δεν της καθόταν το ζυμάρι για το προζύμι της, ήτανε σίγουρη πως τα ψωμιά της δεν θα πετύχαιναν. Στο χωριό έδιναν και ψωμί μαζί με τα πρόσφορα για το μνημόσυνο, παννυχίδες, που τα έπαιρνες την προηγούμενη στην εκκλησία στον εσπερινό, μικρά ψωμάκια που τα έπλαθες και τα έδινες να μακαρίσουν τον πεθαμένο σου. Ε λοιπόν η ζύμη δεν της έβγαινε, το προζύμι δεν φούσκωνε, το ζυμάρι δεν καθότανε, θα πήγαινε να κάνει το μνημόσυνο του Κωστή χωρίς παννυχίδες, ρεζίλι θα γινότανε. Την έπιασε ένα σφίξιμο και έκανε να βγει στην αυλή να πάρει τον αέρα της, σκεφτόταν σε ποιον να μιλήσει στο τηλέφωνο να της στείλουν προζύμι να κάνει τις ζύμες της και να σου στον φράκτη η Σταυρούλα. Να την τρελάνει με τα λόγια της και τις κουβέντες της. Δεν την έφτανε που χάλασε το προζύμι της. «Ε πάψε πια!», της φώναξε. «Κρύψε!». Δεν την άντεχε άλλο έτσι που μίλαγε συνέχεια, που πετάχτηκε από τον φράκτη ακόμα και σήμερα που δεν της πετύχαινε το ψωμί. Να δεις που αυτή θα έφταιγε με τα λόγια της. Το ψωμί θέλει ησυχία να μπει να φουσκώσει. «Εσύ φταις που μου χαλά το ψωμί» την κατηγόρησε. Και η Σταυρούλα φοβήθηκε, έναν χρόνο τώρα που την ήξερε πρώτη φορά την είδε που χλόμιασε, έκλεισε το στόμα της και δεν φάνηκε ξανά στον φράκτη της να ενοχλεί, ηρέμησε και η γιαγιά που έκατσε στην ησυχία της να δει τι θα κάνει με το ζυμάρι της.
Προζύμι τελικά της έφερε η μεγάλη η κόρη της, που είχε κάνει τα πρέποντα, που είχε πάρει αγιασμένο νερό του Σταυρού τον Σεπτέμβριο να βάλει την πρώτη μαγιά να φτιάξει το υλικό για την ζύμη της. Νερό που το ευλόγησαν, άγιο, μόνο έτσι γίνονται καλά τα ψωμιά και μπορείς να κάνεις παννυχίδες να πάρεις στην εκκλησία στο μνημόσυνο. Ήρθαν και οι άλλες οι δυο οι κόρες και την βοήθησαν και έκαναν και τα κόλλυβα για τον Κωστάκη τους. Ήθελε χέρια το ζύμωμα να κάνεις τόσα ψωμιά, ήταν καλά που ήρθαν και την βοήθησαν οι κόρες της.
Το Σάββατο στον εσπερινό που πήρε να διαβάσει ο παπάς τα ψωμιά, είδε και την Σταυρούλα να βάζει κι αυτή τα δικά της τα κόλλυβα. Την είδε και αυτή να βάζει την φωτογραφία στο τραπέζι του δικού της, δίπλα από τον Κωστάκη της. Έναν χρόνο γειτόνισσες και δεν ήξερε. Ήταν παρόμοια η φωτογραφία, όπως του γιου της. Μαυρόασπρη με το μπερέ του στρατού στραβά στο κεφάλι τους και με το χαμόγελο του αθώου.
Την Κυριακή μετά τη λειτουργία στάθηκε δίπλα της για το μνημόσυνο, στάθηκαν έξω στην αυλή μαζί να δώσουν τα κόλλυβα. Της τύλιξε κιόλας σε πετσέτα δυο τρεις παννυχίδες έξτρα και της έδωσε να πάρει στο σπίτι της. Δεν έλεγε πολλά η γιαγιά, ήξερε πως οι χωριανές πίσω στο χωριό την νόμιζαν και λίγο φαντασμένη αλλά στο βάθος ήτανε και λίγο ντροπαλή. Αλλά την Σταυρούλα πριν φύγουν για το σπίτι την αγκάλιασε. «Συγχώρα με» της ζήτησε. Ήτανε δύσκολες εκείνες οι μέρες.
Από τότε δεν είναι πως έγιναν οι καλύτερες φίλες, αλλά έναν καφέ μαζί θα το έπιναν. Την καλούσε η γιαγιά στο αυλιδάκι να πιούνε μαζί τον καφέ και την άκουγε που μίλαγε. «Θέλει να ακούει την φωνή της, τον εαυτό της να μιλά», έλεγε τις νύχτες στον παππού νευριασμένα κι αυτός την πείραζε που πάλι γκρίνιαζε και την αγκάλιαζε. Τους έλειπαν πράγματα. Το σπίτι τους, η αυλή τους, το ποταμάκι τους, ο γιος τους.
Μάιος 2024