Στέλλα Δαναβασίλη
Στάμπα*
«Ραδιοφωνικόν ίδρυμα Κύπρου. Η ώρα είναι 6:00. Μεταδίδομεν επί μεσαίων κυμάτων μήκους τετρακοσίων τριάντα τεσσάρων μέτρων, ή συχνότητος εξακοσίων ενενήντα δύο χιλιοκύκλων ανά δευτερόλεπτον. Σήμερα είναι Σάββατο, 20 Ιουλίου. Ο ήλιος ανατέλλει στις 4:47 και δύει στις 6:59. Η σελήνη είναι μιας ημέρας. Η εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμην Ηλιού του Προφήτου», τα λόγια της εκφωνήτριας του ΡΙΚ εκείνο το πρωί του 1974.
Κι αν κάποιος άκουγε εκείνο το πρωινό τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που ελεγχόταν από τους Χουντικούς Πραξικοπηματίες, θα νόμιζε πως ξημέρωσε μια ηλιόλουστη, εορταστική ημέρα στην Κύπρο. Η πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς διαφορετική, καθώς από τις πέντε παρά τέταρτο τουρκικά αεροσκάφη κι ελικόπτερα είχαν αρχίσει να βομβαρδίζουν το κυπριακό έδαφος μετατρέποντας μέσα σε δευτερόλεπτα τις περιουσίες σε στάχτη σκορπώντας απλόχερα τον θάνατο. Το θηρίο του πολέμου αχάραγα είχε καταφτάσει στη Μεγαλόνησο και οι βρυχηθμοί του ήταν τόσο εκκωφαντικοί, που σήκωσαν στο πόδι άμαχους και στρατιώτες πριν καν αντικρίσουν το πρώτο φως της μέρας. Οι πύρινες φλόγες που ξεπηδούσαν από το στόμα του έπεφταν αδιακρίτως σε στρατιωτικούς στόχους και κατοικημένες περιοχές και η μυρωδιά του θανάτου από νωρίς απλώθηκε παντού. Στις 7:15 το πρωί στην Κερύνεια θα άνοιγαν οι μπουκαπόρτες του τουρκικού αποβατικού και οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες θα ξεχύνονταν στη στεριά. Η τάχα ειρηνευτική επιχείρηση του τουρκικού στρατού κατά τον Ετζεβίτ για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, ύστερα από το πραξικόπημα των Χουντικών στις 15 Ιουλίου είχε για τα καλά ξεκινήσει. Και έπιασε το μαρτυρικό νησί πραγματικά στον ύπνο ύστερα από τις διαβεβαιώσεις που έρχονταν από Αθήνα και Αμερική, ότι δεν θα υπάρξει τουρκική αντίδραση στα σχέδια τους για την ανατροπή του Μακάριου. Ωστόσο ο ραδιοφωνικός σταθμός δεν θεώρησε τόσο σημαντικό το γεγονός, ώστε να διακόψει το πρόγραμμά του παρά μόνο αφού είχαν περάσει δύο ολόκληρες ώρες από την έναρξη της τουρκικής εισβολής και του ολέθρου που σκορπίστηκε στην κυπριακή γη.
«Είμαι η Βασιλική και είμαι μία από τις εφτακόσιες περίπου γυναίκες που βίασαν οι Τούρκοι». Αυτή ήταν η πρώτη της φράση, όταν πρωτοσυναντήθηκε με τη δημοσιογράφο της Κυπριακής εφημερίδας για την προγραμματισμένη συνέντευξη, που με μεγάλη δυσκολία είχε αποδεχτεί. Για να ακολουθήσει με σπασμένη από τη συγκίνηση φωνή το ερώτημα : « Τι θέλεις να μάθεις για εμένα;».
Η Βασιλική ήταν μόλις 15 ετών, όταν συνέβησαν τα οδυνηρά γεγονότα στην Κύπρο, ένα κορίτσι μες στη ζωντάνια και το χαμόγελο, όπως περιγράφει τον εαυτό της, που αγαπούσε πολύ το διάβασμα και τη ζωγραφική. Οι πρώτες βόμβες που έπεσαν στο χωριό της, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, τη βρήκαν, τι ειρωνεία, μιαν αυγή να ζωγραφίζει νοσταλγικά το ξωκλήσι της Παναγίας της Χρυσοτριμιθιώτισσας το οποίο είχε καταληφθεί, όπως και όλη η επαρχία της Κερύνειας από τους Τούρκους κατά την πρώτη εισβολή της 20ης Ιουλίου 1974, μόλις έναν μήνα πριν. Τα καλοκαίρια των παιδικών της χρόνων εκεί. Εκεί και η χαρά της όλη, εγκαταλειμμένη στα ασβεστωμένα παγκάκια της αυλής, που κάποτε αντηχούσαν ξέγνοιαστες παιδικές φωνές, χαρές και γέλια.
«Όσοι ζήσαμε την περίοδο της εισβολής για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε το χαμόγελό μας. Η διαφορά είναι ότι το δικό μου δεν επανήλθε ποτέ.» λέει με βλέμμα σκοτεινιασμένο από τη θύμηση της φρίκης των ημερών της εισβολής και οι κόρες των ματιών της γίνονταν ακόμη πιο μαύρες όσο προχωρούσε στη διήγησή της, σαν μια βαριά κληρονομιά που έχουν όσοι ζήσανε τον πόλεμο στο πετσί τους, να κουβαλά κάθε τους κύτταρο πιο πολύ θάνατο παρά ζωή για την οποία είναι προορισμένο.
Δεν πήγε μόνη της σε εκείνη τη συνάντηση. Θα της ήταν αδύνατο. Η παρουσία της Δέσποινας, της αδερφικής της φίλης δίπλα της, που δεν πήρε τα μάτια στιγμή από πάνω της, όση ώρα διηγούνταν την απίστευτη ιστορία της, την ενδυνάμωνε, καθώς έπαιρνε κουράγιο να μιλήσει και εξ ονόματός της για όσα έζησαν τις δραματικές εκείνες ημέρες. Η Δέσποινα κατηγορηματικά είχε αρνηθεί να μιλήσει στη δημοσιογράφο.
« Δεν είμαι έτοιμη. Δεν βρίσκω τα λόγια να περιγράψω τη φρίκη που ζήσαμε» ανέφερε επί λέξει στην πρώτη διστακτική ερώτηση που της τέθηκε χωρίς την παραμικρή σύσπαση στους μυς του προσώπου της στραγγισμένη από καθετί καλό, από κάθε συναίσθημα που δημιουργεί μικρές αυλακώσεις στα εκφραστικά σημεία του προσώπου.
«Θα θέλατε να μας πείτε πώς ξεκινά η ιστορία σας;» ρώτησε με φωνή ακόμη πιο γλυκιά από πριν η δημοσιογράφος απευθυνόμενη στη Βασιλική.
«Η ιστορία μας ξεκινά λίγο μετά τη δεύτερη εισβολή. Μέχρι τότε ζούσαμε χαρούμενες μαζί με τις οικογένειές μας σε ένα χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, το οποίο είχε σχεδόν ερημώσει».
«Τι θυμάστε από εκείνες τις μέρες;»
«Το βράδυ πριν από τη δεύτερη εισβολή, ξαφνικά εκεί που στρώναμε με τη μητέρα μου το τραπέζι της κουζίνας για να σερβίρουμε, Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να χτυπούν με μανία την πόρτα τόσο δυνατά, που ράγισαν σε τρεις μεριές το εξωτερικό τζάμι και η γάτα μας, η Σάρα, τόση τρομάρα πήρε από τον ήχο των χτυπημάτων, που από εκείνη τη στιγμή εξαφανίστηκε. Σε αντίθεση με τη Σάρα, ο πατέρας μου που κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας τη στιγμή της επίσκεψης, σηκώθηκε από τον καναπέ ψύχραιμος, το έσβησε με το πάσο του στο τασάκι δίπλα του και με λίγη δόση καπνού ακόμη στο στόμα στάθηκε ατάραχος μπροστά τους ζητώντας με το βλέμμα του μια εξήγηση. Αυτά όμως ήταν πολύ ψιλά γράμματα για τους Τούρκους, που μάλλον θεώρησαν προσβλητική τη στάση του και με ακόμη μεγαλύτερη από πριν βία του έδεσαν τα χέρια αστραπιαία ξεστομίζοντας κάτι βρισιές και στη συνέχεια τον πήραν αιχμάλωτο. Εμείς μείναμε παγωμένες σαν στήλη άλατος μπροστά στον πάγκο της κουζίνας και δεν θυμάμαι για πόση ώρα ήμασταν εκεί δίχως να πούμε λέξη. Την επομένη μας έδωσαν οδηγία να φύγουμε από το χωριό, μα η μητέρα μου ανησυχούσε πολύ, μήπως οι Τουρκαλάδες άφηναν τον πατέρα μου να επιστρέψει κι εκείνος δεν έβρισκε κανέναν μας , διότι δεν θα ήξερε και πού να μας ψάξει. Τότε ως η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας και κουβαλώντας μια ευθύνη που δεν ξέρω αν εγώ την επεδίωξα ή από το σπίτι μου την καλλιέργησαν, έπεισα τη μητέρα μου, η οποία ήταν έγκυος στο έκτο της παιδί, το αγέννητο αδερφάκι μου να πάρει τα μικρά και να πάνε στη θεία μου για λίγες μέρες, καθώς έμενε στο ειρηνικό κομμάτι του νησιού. Είπα της ότι όταν θα έρθει σπίτι ο παπάς, θα τον πιάσω και θα πάμε να τους βρούμε».
«Μετάνιωσες ποτέ που έμεινες πίσω;»
«Όχι. Δεν πέρασε στιγμή τέτοια σκέψη από το μυαλό μου. Αν δεν το έκανα αυτό, η μητέρα μου και τα αδέρφια μου θα κινδύνευαν. Και στο σημείο αυτό οι μοίρες μας με τη Δέσποινα συναντιούνται, καθώς κι εκείνη έμεινε πίσω, γιατί έπρεπε να φροντίσει την άρρωστη γιαγιά της».
«Μήπως θα ήθελες, Δέσποινα, να μας περιγράψεις εσύ τι έγινε στη συνέχεια; Χωρίς πίεση, όπως νιώθεις», της απηύθυνε τον λόγο η δημοσιογράφος.
Η Δέσποινα δεν απάντησε, μόνο ξερόβηξε σε μία προσπάθεια να κρύψει την αμηχανία της κι έτσι το μήνυμά της το είχε στείλει. Κανείς δεν την ξαναενόχλησε.
Η Βασιλική σαν να μην έδωσε καθόλου σημασία στην παρέμβαση της δημοσιογράφου συνέχισε την αφήγηση με ένα διαφορετικό όμως τώρα χρώμα στη φωνή της, που προμήνυε κάτι πολύ σοβαρό για τη συνέχεια.
«Το πατρικό μου ήταν ακριβώς δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς της Δέσποινας. Το αυτοκίνητο του πατέρα της δεν χωρούσε όλη την οικογένεια, μητέρα, γιαγιά και τέσσερα παιδιά με αποτέλεσμα η Δέσποινα και η γιαγιά της να μείνουν πίσω. Εκείνη ήταν σίγουρη ότι ο πατέρας της θα επέστρεφε κάποια στιγμή να τις πάρει και με παρακαλούσε να πάω μαζί τους. Βρισκόμασταν στην αυλή του σπιτιού της, όταν ακούσαμε βήματα. Καταλάβαμε από τον ενοχλητικό ήχο που έκαναν οι αρβύλες τους την ώρα που χτυπούσαν με θράσος το έδαφος ότι είναι στρατιώτες. Δεν ξέραμε όμως, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, αν ήταν δικοί μας ή Τούρκοι και γι’ αυτό τρέξαμε γρήγορα και τρυπώσαμε στην αποθήκη. Η πόρτα της αποθήκης ήταν αρκετά παλιά, το ξύλο της ξεθωριασμένο με τα χρόνια και μπροστά της είχε μια τεράστια συκιά, οπότε δεν γινόταν εύκολα στόχος για κάποιον που θα πατούσε πρώτη φορά το πόδι του στην αυλή. Με κομμένη την ανάσα μέσα από μια μικρή τρύπα στο σάπιο μέρος της πόρτας παρακολουθούσαμε τους αγριεμένους Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν μέσα στο σπίτι και να λεηλατούν τα πάντα. Τα επόμενα δέκα λεπτά το μόνο που ακούγαμε ήταν αντικείμενα που εκσφενδονίζονταν μες στο σπίτι και στην αυλή, φωνές, βρισιές και κλάματα. Θυμάμαι να κρατάμε την ανάσα μας σφίγγοντας στόμα και μύτη μες στη χούφτα μας και να τρέμουμε σαν τα κλαράκια δέντρου νεόφυτου από φόβο μην τυχόν μας αντιληφθούν. Η φωνή της γιαγιάς της Δέσποινας που σπάραζε και οδυρόταν, καθώς οι Τούρκοι την έσερναν με το ζόρι στην αυλή τραβώντας την μανιωδώς από τα μαλλιά ήταν η καθοριστική βολή. Τα επόμενα δευτερόλεπτα θα γινόμασταν μάρτυρες μιας αποτρόπαιας δολοφονίας, καθώς αδίστακτα ο πιο γεροδεμένος στρατιώτης από τους δύο τοποθέτησε την κάννη του όπλου στο κεφάλι της τινάζοντας στην κυριολεξία τα μυαλά της στον αέρα. Η Δέσποινα βλέποντας τη γιαγιά της να δολοφονείται με τέτοιον αδυσώπητο τρόπο λύγισε κι άρχισε να ουρλιάζει όντας σε αμόκ. Σαν να χτυπήθηκαν από ηλεκτρικό ρεύμα οι στρατιώτες τότε ακούγοντας τις στριγκλιές της με λύσσα ήρθαν προς την αποθήκη, άνοιξαν με μια κλοτσιά την πόρτα και στάθηκαν μπροστά μας».
Στο άκουσμα αυτής της περιγραφής η Δέσποινα λύγισε και τα μάτια της μετατράπηκαν σε χείμαρρους δακρύων. « Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;» είπε με τρεμάμενη φωνή. «Η Βασιλική διηγείται, το δικό μου στόμα στέγνωσε».
Κι αφού έκαναν διάλειμμα δύο, τριών λεπτών να πιουν λίγο νερό, να ηρεμήσουν, η Βασιλική με βλέμμα σκοτεινό σαν αγριεμένη θάλασσα λίγο πριν τη μεγάλη φουρτούνα πήρε μια μεγάλη ανάσα και συνέχισε.
«Μιλούσαν μεταξύ τους στα τουρκικά, τα οποία μας φαίνονταν ακαταλαβίστικα κι έκαναν χυδαίες χειρονομίες. Από τις κινήσεις τους καταλάβαμε ότι λέγανε να μας πάρουν μαζί τους. Μ΄ ένα θάρρος πρωτόγνωρο τότε σηκώθηκα πάνω και είπα τους να μας λυπηθούν. Ο ένας στρατιώτης τη στιγμή εκείνη με άρπαξε από τα μαλλιά και με έσυρε ως το αυτοκίνητο με το σώμα μου να γδέρνεται στο χώμα και την πλάτη μου να τσούζει σαν να’ τανε πληγή που ξύνεις παρατεταμένα με το νύχι».
«Τώρα θα σε μάθω εγώ να μιλάς», ήταν η πρώτη φράση στα ελληνικά που άκουσα από το στόμα του» ψέλλισε με μίσος η Βασιλική κι οι κόρες των ματιών της στρογγύλεψαν και λες κι άλλαξαν ξαφνικά χίλια χρώματα. Η φωνή της βάρυνε. Πρώτος με βίασε ο αξιωματικός μέσα στο αυτοκίνητο. Η ανάσα του μύριζε σκόρδο κι ο ιδρώτας του έσταζε στο πρόσωπό μου, φέρνοντας στο στόμα τη γεύση ξινισμένου κρέατος που έμεινε για καιρό εκτός ψυγείου. Μου ερχόταν αναγούλα και ζήτησα σακούλα. Εκείνοι γελούσαν. Παρών στον βιασμό ήταν κι ένας στρατιώτης που κρατούσε τα χέρια μου και πού και πού με χτυπούσε με το αριστερό του χέρι στο οποίο φορούσε ένα παχύ χρυσό δαχτυλίδι για να σταματήσω να φωνάζω. Πονούσα. Σφάδαζα από τον πόνο. Εφώναζά τους να με λυπηθούν και εκείνοι γελούσαν περιπαιχτικά. Η ζέστη μέσα στο αυτοκίνητο ανυπόφορη με τα παράθυρα κλειστά, αποπνικτικά και τον αξιωματικό μαινόμενο ταύρο να σκαρφαλώνει πάνω μου και να πέφτουν παντού στα στήθη, στον λαιμό μου, ακόμη και στο στόμα μου σάλια ανακατεμένα με χοντρές στάλες ιδρώτα που έρρεαν από το παχύ του δέρμα. Πλέον δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εμετό που μου ανέβαινε ως το στόμα και εκσφενδονιζόταν πάνω του. Εκείνος μόλις αντιλήφθηκε τι συμβαίνει, μου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι κι έπειτα τινάζοντας με τα παχουλά του δάχτυλα τον εμετό από τα μάτια και τη μύτη του συνέχισε ατάραχος μέχρι να τελειώσει τη σιχαμερή του πράξη. Μετά τον αξιωματικό, ήρθε και η σειρά του στρατιώτη που πριν μου κρατούσε τα χέρια, αλλά πλέον δεν είχα τη δύναμη ούτε να αντισταθώ. Λιποθύμησα.»
«Συγγνώμη για λίγο», διέκοψε η Βασιλική.
«Πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι, Βασιλική. Είναι αποτρόπαιο όλο αυτό που έζησες!»
«Εκείνη την ημέρα», συνέχισε, « δεν βιάστηκα μόνο εγώ, αλλά και η Δέσποινα. Όταν την έβγαλαν έξω στην αυλή και είδε το άψυχο σώμα της γιαγιάς της, έτρεξε προς το μέρος της. Τότε δύο τρεις στρατιώτες την άρπαξαν και την έριξαν κάτω στο έδαφος. Τη βίασαν δίπλα στη γιαγιά της που την είχαν αφήσει επίτηδες με τα μάτια ανοιχτά. Η Δέσποινα ούρλιαζε κι εμένα με το όπλο στον κρόταφο με κρατούσαν δίπλα της αναγκάζοντάς με να βλέπω τι της έκαναν. Στη συνέχεια μας έβαλαν στα αυτοκίνητα και μας μετέφεραν στον αστυνομικό σταθμό του χωριού. Μας πέταξαν μέσα σε ένα κελί και μας άφησαν εκεί για ώρες χωρίς φαγητό και νερό. Τέσσερις ημέρες και νύχτες μείναμε στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών. Για καλή μας τύχη ανάμεσα στα τόσα τομάρια ήταν κι ένας καλός άνθρωπος ο Οσμάν , ο οποίος ποτέ δεν άπλωσε χέρι πάνω μας κι ερχόταν πολλές φορές και μας έδινε φαγητό και νερό. Κάποια μέρα περνώντας από το γραφείο του αξιωματικού, τον άκουσε να λέει στο τηλέφωνο ότι μόλις τελείωνε ο πόλεμος, θα μας έπαιρνε μαζί του στην Τουρκία. Θορυβήθηκε τόσο πολύ κι αυτός κι εμείς , όταν το μάθαμε και θέλησε να μας βοηθήσει. Το είπε και πραγματικά το έκανε. Έτσι την επόμενη μέρα που ετοιμαζόταν να βγει με τους υπόλοιπους στρατιώτες για περιπολία στην περιοχή, μας άφησε τα κλειδιά από το κελί μαζί με ένα σημείωμα που είχε αναλυτικές οδηγίες της διαδρομής που έπρεπε να ακολουθήσουμε για να μην πέσουμε πάνω σε Τούρκους στρατιώτες».
«Το ότι είμαστε ζωντανές μέχρι και σήμερα, το οφείλουμε στον Οσμάν» συμπλήρωσε η Δέσποινα με φωνή τρεμάμενη από τη συγκίνηση.
«Αφού ακολουθήσαμε τη διαδρομή σύμφωνα με τις οδηγίες του Οσμάν» συνέχισε η Βασιλική, «καταφέραμε να βγούμε έξω από το χωριό. Εκεί για καλή μας τύχη βρήκαμε εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού, οι οποίοι μας έδωσαν τις πρώτες βοήθειες, περιποιήθηκαν τα τραύματά μας και μας πρόσφεραν νερό και χυμούς. Μας ρώτησαν τι ακριβώς μας συνέβη και αν πονούσαμε, αλλά τόσο μεγάλο ήταν το σοκ που είχαμε υποστεί που δεν ξεστομίσαμε από ντροπή ούτε κουβέντα. Ντρεπόμασταν εμείς για τις πράξεις τους, μιας και στο δικό τους λεξιλόγιο αυτή η λέξη ήταν άγνωστη. Έπειτα ο Ερυθρός Σταυρός μας μετέφερε στο διπλανό χωριό, αφού στις ελεύθερες περιοχές δεν επιτρεπόταν να πάμε, σε ένα σπίτι με οκτώ ακόμη γυναίκες και μικρά παιδιά. Την επόμενη ημέρα που εγκατασταθήκαμε στο σπίτι κι ενώ εξακολουθούσαμε να μη λέμε τίποτε για όσα μας συνέβησαν, ήρθαν από τον Ερυθρό Σταυρό και μας ρώτησαν αν χρειαζόμαστε χάπια για αποφυγή ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε, καθώς το σώμα μας είχε πιο δυνατή από εμάς φωνή.».
«Κάθε φορά που μας βίαζαν» πήρε τον λόγο η Δέσποινα με αποφασιστική φωνή, «μας έβαζαν μια στάμπα στο πόδι κάτω χαμηλά , με τις στάμπες να διαφέρουν κάθε φορά που μας βίαζε κάποιος υψηλόβαθμος. Αναγκαστήκαμε τότε να μιλήσουμε και ο Ερυθρός Σταυρός μας έστειλε σε νοσοκομείο στις ελεύθερες περιοχές».
«Εκεί», συνέχισε η Βασιλική, « έμελλε να πάθω το δεύτερο μεγάλο σοκ της ζωής μου, διότι οι εξετάσεις αίματος που έκανα, έδειξαν ότι ήμουν έγκυος. Προτού προλάβω όμως να το συνειδητοποιήσω, απέβαλα κινδυνεύοντας κι εγώ η ίδια να πεθάνω από εσωτερική αιμορραγία. Ήταν τόσο σοβαρά και γρήγορα τα γεγονότα έτσι όπως εξελίσσονταν που πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω το ένα, ερχόταν το άλλο. Μες στην ατυχία μου ωστόσο, μου συνέβη και κάτι θετικό, καθώς στο νοσοκομείο εκείνο δούλευε μία ξαδέρφη της μητέρας μου και με αναγνώρισε αμέσως. Στη συνέχεια επικοινώνησε με τη μητέρα μου κι έτσι το μυστικό μας αποκαλύφθηκε. Και οι δυο μαζί θα πηγαίναμε στο προσωρινό οίκημα που έμενε η μητέρα με τα αδέρφια μου, καθώς οι γονείς της Δέσποινας αγνοούνταν» .
«Και; Και πώς συνεχίστηκε η ζωή σας πλέον στο χωριό;», ρώτησε η δημοσιογράφος με φωνή που κοβόταν από την ταραχή όσων άκουσε, ίσως κι από συγκίνηση.
«Ήμασταν οι βρόμικες, Οι παρακατιανές του χωριού. Τα μιάσματα! Η μάνα μου ήθελε να μείνω σπίτι μέχρι να φύγουν οι στάμπες από τα πόδια μου. Έβραζε πρωί βράδυ νερό, έβαζε στάχτη μέσα εκεί κι έφτιαχνε την αλισίβα όπως την αποκαλούσε και δωσ’ του τρίψιμο μέρα νύχτα με το σκληρό, το τραχύ σφουγγάρι μέχρι που πλήγιαζαν τα πόδια μου κι έτρεχε ποτάμι το αίμα στην αυλή. Για τις στάμπες της ψυχής μου όμως κανείς δε νοιάστηκε, μα αυτές ήταν οι πιο δύσκολες, γιατί κανένα φάρμακο δεν μπορούσε να τις βγάλει» και τα τελευταία αυτά λόγια βγήκαν πνιχτά από το στόμα της Βασιλικής, καθώς ο πόνος για όσα έζησε την είχε πια πλημμυρίσει. «Οι χωριανοί μας συμπεριφέρονταν πολύ άσχημα, σαν να φταίγαμε. Μα και στις ίδιες μας τις οικογένειες τα ίδια. Η Δέσποινα κατάφερε και βρήκε τους γονείς της, μα το κλίμα δεν τους σήκωνε κι έγιναν μετανάστες. Μακάρι να την είχα ακολουθήσει τότε. Σχολείο δεν μπορούσα να πάω. Με κορόιδευαν. Ήμουν η δακτυλοδεικτούμενη, αυτή που κανείς δεν ήθελε στην παρέα του. Μα και από την εκκλησία με διώξανε. Τον πρώτο καιρό που είχα μεγάλη ανάγκη να πηγαίνω και να προσεύχομαι, ο ιερέας της ενορίας μου είπε ξεκάθαρα ότι εάν ήθελα να κοινωνήσω, θα έπρεπε να πάω σε άλλη εκκλησία.»
«Καταλαβαίνετε τι τραβήξαμε; Μπορείτε να καταλάβετε τον παραλογισμό και τη σκληρότητα του πολέμου ακόμη και από τους δικούς μας, τους συγγενείς, τους γονείς, τους συγχωριανούς μας; Ήμουν ένα μωρό δεκαπέντε ετών κι εκείνοι με αντιμετώπιζαν σαν να ήμουν ένα τέρας. Λες κι έφταιγα εγώ για όλο αυτό το κακό που με είχε βρει. Το μόνο που ήθελα ήταν την οικογένειά μου να προστατεύσω. Μα το ακόμη χειρότερο ήρθε, όταν ενηλικιώθηκα κι είχε έρθει η ώρα μου να παντρευτώ».
«Μα ποιος θα βρεθεί να πάρει τη χαλασμένη;» έλεγαν οι χωριανοί ακόμη και μπροστά μου στη μάνα μου που πάλευε να με αποκαταστήσει με ένα καλό προξενιό, μπας κι είχε ένα λιγότερο βάσανο στο κεφάλι της, λιγότερα στόματα να θρέψει».
«Δεν έχω λόγια για την τραγικότητα που ζήσατε», ψιθύρισε με συστολή η δημοσιογράφος.
« Είναι θηρίο ο πόλεμος. Θηρίο. Που καίει τις σάρκες με τις πύρινες γλώσσες του, μα περισσότερο ακόμη καίει τις ψυχές. Για τα εγκαύματα στο σώμα μιλάμε συχνά, υπάρχουν φάρμακα, θεραπείες. Για τα εγκαύματα της ψυχής σου έχει τύχει κάτι να ακούσεις; Κανείς δεν μιλάει γι’ αυτά. Πώς να ορίσεις κάτι που δεν γιατρεύεται; Ο πόλεμος μου πήρε τα πάντα. Ο πατέρας μου μισό αιώνα μετά στις ατέλειωτες λίστες των αγνοούμενων και το αγέννητο παιδί μου, πριν καν δει το πρώτο φως του ήλιου, θάφτηκε στο χώμα».
*βασισμένο σε αληθινές μαρτυρίες γυναικών που βιάστηκαν κατά την τουρκική εισβολή με στοιχεία μυθοπλασίας