Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;
Σε μια κοινωνία διαχρονικά χειμαζόμενη, ματωμένη, διαιρεμένη, εξαντλημένη από τα πολλά απρόβλεπτα και προβλέψιμα, με στοιχεία απανθρωπίας, παλι-ανθρωπίας και μισανθρωπίας, ο ποιητής είναι ο «φτωχούλης του Θεού». Εισπράττει καθημερινά την ανυπαρξία της σημαντότητάς του ή τη σημαντότητα της ανυπαρξίας του, ιδίως όταν η ιδιότητά του είναι αποκλειστική είτε προηγείται μιας δεύτερης. Βαδίζει μέσα στην «πολλή συνάφεια του κόσμου» με αμυχές- συχνά βαθιές- στο σώμα της ψυχής του και πορεύεται σε μια δική του έρημο, με το δισάκι του γεμάτο εικόνες, συναισθήματα, πληγές, απορρίψεις, απωθημένα, αναζητώντας τον «Απωλεσθέντα Λόγο». Είναι μια ευειδής ή αποτρόπαιη σκιά για τις βολεμένες συνειδήσεις των πολλών, κάποτε επικίνδυνη για τον εφησυχασμό τους. Στους ρυθμούς των μεγάλων ταχυτήτων της τεχνολογίας, των νεοφυών επιχειρηματικών εγχειρημάτων και στο ανελέητο παιχνίδι-κυνήγι του θησαυρού, όπου στο άτομο δεν συγχωρείται το πρόσωπο, αντιμετωπίζεται εν πολλοίς ως μια εύηχη (στην καλύτερη περίπτωση) παραφωνία στη συμφωνική κοσμική χλαλοή. Εκείνος, βρίσκεται βέβαια σταθερά σε δύσκολη θέση, καθώς καλείται να διαχειριστεί τις ανάγκες ενός ρόλου, τον οποίο εκ των πραγμάτων καλείται να υποστηρίξει,που είναι κατά βάση«αποστακτικός». Που πρακτικά σημαίνει την ανά πάσα στιγμή αντίληψη των καταστάσεων που διαδραματίζονται γύρω του και βιώνει μέσα του, αναπτύσσοντας την ενσυναίσθηση, στη διαδικασία της «εσωτερικής απόσταξης». Ο βραστήρας του έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσει το βίωμα σε συναίσθημα, το συναίσθημα σε «υψηλή» κατανόηση και την υψηλή κατανόηση σε επίγνωση, μέχρις ότου αυτή γίνει επιτακτική ανάγκη και οδηγηθεί στην έκφραση. Δηλαδή στη γραφή. Αυτό για να συμβεί, πρέπει ο ίδιος αρχικά να καταδυθεί μέσα του, συντονίζοντας τον εαυτό του με τον παγκόσμιο ρυθμό (αυτό που αποκαλούμε συλλογικό συνειδός) και σε δεύτερο χρόνο, το απόσταγμά του, τουτέστιν ο λόγος του, ως αποτέλεσμα διεκδίκησης λέξεων απ’ τον λειμώνα της γραφής, απαλλαγμένος από τα όποια περιττά τον βαραίνουν ή τον γλυκαίνουν, να καθίσταται ευεργετικός και -γιατί όχι- κοινωνικά παρεμβατικός και ίσως επωφελής. Ο ποιητής, πότε ως ένας απλός, σκεπτόμενος, ευαισθητοποιημένος πολίτης-παρατηρητής της ζωής, πότε ως ένας ομφαλοσκόπος νάρκισσος, με έντονες και ακόρεστες επιβεβαιωτικές αποζητήσεις, εξακολουθεί να παραμένει ένα υποψιασμένο και ενεργοποιημένο κύτταρο στο σώμα της κοινωνίας, επιχειρώντας τον εξανθρωπισμό της στο μέτρο του, προσφέροντας με τη διακριτή παρουσία του, υπηρεσία στο όλον. Παραμένοντας πάντοτε ο… «απορριφθείς λίθος». Αλλά μήπως αυτή, δεν είναι και η γοητεία του;
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;
Σε περιόδους πραγματικά σημαντικές είτε λόγω τραγικών γεγονότων που τις στιγματίζουν (όπως λ.χ. αυτή που διάγουμε με τον κορωνοϊό), είτε λόγω ανα-σύνταξης των δημιουργικών και προοδευτικών δυνάμεων πάνω στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου είτε ακόμα και σε φάσεις εγχειρημάτων ανάκαμψης των κοινωνιών, που σε κάθε περίπτωση σηματοδοτούν «κρίση», ο ρόλος της ποίησης ως το κορυφαίο εργαλείο του Λόγου, θεωρώ ότι είναι (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι) καθοριστικός στη διαχείρισή τους, πρωτίστως σε προσωπικό επίπεδο, στη συγκρότηση μιάς αυτογνωσίας αλλά και ευρύτερα ως επιρροή, όπως κάτι τέτοιο ευκόλως αποδεικνύεται και ιστορικά. Βεβαίως δεν αναφέρομαι σε μια ποίηση αυτο-αναφορική, «εξομολογήσεων, ασκήσεων και καημών», παρά σε μια ποίηση με σηκωμένα τα μανίκια των λέξεων προς επιτέλεση πνευματικού και ευρύτερα κοινωνικού έργου, με την αφύπνιση της συνειδητότητας του κάθε αναγνώστη, διεγείροντάς του την υπευθυνότητα του συναισθήματος, τον εσωτερικό ισοσκελισμό τάξης και χάους, την αθώωση των ενοχών ή την ενοχή της αθωότητας, την αποκωδικοποίηση εννοιών όπως ο εγκλεισμός και η ελευθερία (επίκαιρο), τον επαναπροσδιορισμό της συνήθους υποστολής των θέλω έναντι των πρέπει και πάει λέγοντας. Κι όταν μιλάμε για «κρίση», μιλάμε για αιφνίδια ανατροπή και άμεση αμφισβήτηση των «δεδομένων» μας και των «θέσεών» μας από εξωγενείς, ανεξάρτητους τις περισσότερες φορές από τη θέλησή μας παράγοντες, όπου η ποίηση εκεί ανακτά το πραγματικό της μάχιμο πρόσωπο και γίνεται προτροπή, μήνυμα, καταφυγή και παραμυθία. Αυτού του είδους η ποίηση, μέσα στον ορυμαγδό μιας εγωιστικής υπερκινητικότητας ή νωθρής ακινησίας, έχει τον ρόλο της. Κάθε άλλη έκφανσή της, εκτιμώ πως δεν αφορά κανέναν.
* Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος συμπλήρωσε 40 χρόνια (1977-2017) παρουσίας στα Γράμματα, έχοντας καταθέσει 25 βιβλία ποίησης και θεματικής εργογραφίας. Στίχους του μελοποίησαν μεγάλοι Έλληνες συνθέτες και ερμήνευσαν δημοφιλείς τραγουδιστές. Είναι μέλος του Δ.Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και τακτικό μέλος της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών. Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις.