Κώστας Καναβούρης
Ο τόπος είναι χρόνος
Είναι Χριστούγεννα του 1973. Τα πρώτα Χριστούγεννα μετά την αποφοίτηση από το εξατάξιο, τότε, Γυμνάσιο. Δεν έχω περάσει στο Πανεπιστήμιο και το φέρω βαρέως. Ακόμα πιο βαριά όμως ακούω τις σποραδικές ειδήσεις για το Πολυτεχνείο. Η μάνα κλαίει, θυμάται τα δικά της. Περιμένω πώς και πώς να έρθουν οι φοιτητές, να μάθω. Νομίζω πως όλοι ήταν εκεί κι έχουν να διηγηθούν πράματα και θάματα. Και είναι Χριστούγεννα. Η συνηθισμένη γιορτινή ατμόσφαιρα της βορεινής επαρχιακής πόλης (οι ήρωές της περπατούν, όπως πάντα, στα σκοτεινά), οι φοιτητές βολτάρουν στην αγορά ελαφρώς επηρμένοι. Ξεχωρίζουν αυτοί που πηγαίνουν στην Ιταλία γιατί όλοι φορούν τα ίδια μοδάτα λαδοπράσινα παλτά με τη μεγάλη κουφόπιετα στην πλάτη, ζηλεύω απ’ τη μια, παγώνω από την άλλη. Ρωτώ και δεν απαντούν. Κάνουν ότι δεν θέλουν οι περισσότεροι, αντιλαμβάνομαι, όμως, πολύ γρήγορα ότι απλώς δεν ήταν εκεί. Δεν έχουν τίποτα να πουν. Κάτι λίγοι ψελλίζουν κάτι λίγα. Αυτοί που ήταν να μιλήσουν έχουν συλληφθεί, κανείς δεν μιλάει γι’ αυτούς, κανείς δεν τους ξέρει. Ξέρω ότι η μάνα και ο πατέρας αγκαλιάζουν τις μανάδες τους και λυπούνται, λυπούνται βαθιά, κανείς δεν ξέρει πότε θα τελειώσει το κακό. Το κακό θα τελειώσει το καλοκαίρι του 1974, με το άλλο κακό της εισβολής στην Κύπρο και την κατοχή του μισού νησιού από τον Τουρκικό στρατό, αλλά τώρα είναι Χριστούγεννα του 1974 στην Καβάλα.
Είμαστε σ’ ένα πάρτι. Χορεύουμε. Στο τέλος βέβαια «τα ελληνικά». Η στιγμή του χαζού μου θριάμβου – το χασαποσέρβικο. Χορεύω όπως κανείς άλλος. Ακόμα μια φορά. Μαζί χορεύει κι ένας νεαρός λίγο μεγαλύτερος. Πολύ τεντωμένος, πολύ φουσκωμένος. Είναι έφεδρος αξιωματικός στους καταδρομείς μέσα στη χούντα και πρέπει να αποδείξει ότι και στον χορό είναι ο καλύτερος. Τον θυμάμαι στις σχολικές γιορτές να απαγγέλει στεντορείως κάθε χρονιά το ίδιο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο βράχος και το κύμα»: «Μέριασε βράχε να διαβώ». Αλλά εδώ είναι πάρτι, δεν είναι παίξε γέλασε, δεν υπάρχει βράχος για να του μιλήσει «τ’ αντρειωμένο κύμα». Εδώ μιλάει ο χορός. Και το παλικάρι δεν τα καταφέρνει κατσικοπηδώντας όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο άτσαλα. Ακόμα έχω μια τυχαία φωτογραφία που χορεύουμε σε κείνο το πάρτι των Χριστουγέννων του 1973.
Ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα του παιδιού. Το καλοκαίρι βρισκόταν μαζί με τους άλλους καταδρομείς στο αεροπλάνο που βομβαρδίστηκε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας από φίλια πυρά. Ήρωας, με τυμπανοκρουσίες. Ήρωας ένα παιδί παγιδευμένο στα αιματοβαμένα, τραγικά παρατράγουδα της χούντας, χωρίς ποτέ να γίνει ένα παιδί χορευτικό στην γεωμέτρηση του κόσμου. Τον κλαίω.
Και τα χρόνια περνούν. Και είμαστε στον Σεπτέμβριο του 1993. Δεκαεννιά χρόνια μετά την εισβολή. Είμαστε στη Λευκωσία. Αρχές Σεπτεμβρίου. Εγώ κι άλλοι τρεις δημοσιογράφοι συνοδεύοντας τον Μίκη Θεοδωράκη, την ορχήστρα και την χορωδία της ΕΡΤ που έχουν κατέβει στην Κύπρο για δύο συναυλίες, μία στη Λεμεσό, μία στη Λευκωσία. Η συναυλία στη Λεμεσό έγινε. Αποθέωση. Και τώρα είναι απογευματάκι με το επιεικές φως του Σεπτεμβρίου. Λευκωσία πια. Επίκειται η νέα συναυλία.
Υπάρχει χρόνος ελεύθερος κι έχω βγει βόλτα να δω την πόλη, μετά τις πρωινές επισκέψεις όλης της αποστολής σε επίσημα και οδυνηρά μέρη. Ο καθολικός ήχος της πόλης ουδέτερος. Αλλά είναι το απόγευμα τριανταφυλλί, όπως ίσως θα έλεγε ένα Αλεξανδρινός, η διάθεσή μου, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, ασφυκτικά προσηλωμένη σε συναισθηματικούς ακρωτηριασμούς της προσωπικής μου ζωής. Προχωρώ σ’ αυτό τον δρόμο – αν θυμάμαι καλά ελαφρά κατηφορικό όπως είναι όλοι οι δρόμοι που οδηγούν στο παρελθόν ή στο παρόν δεν είμαι βέβαιος. Πάντως προχωρώ. Απλώς προχωρώ. Πουθενά δεν θέλω να φτάσω. Πουθενά δεν θέλω να επιστρέψω.
Δεν θέλω να φτάσω κάπου. Όμως φτάνω. Φτάνω στην «πράσινη γραμμή». Σταματούν τα πάντα. Και είμαι κι εγώ μέσα στα πάντα που σταματούν. Απαγορεύεται. Σταματά ο χρόνος. Απαγορεύεται να προχωρήσεις. Απαγορεύεται να ξημερώσει. Απαγορεύεται να ονειρευτείς, να φιλήσεις, λίγο πιο κει. Ως εδώ!
Κοιτάζω τον τοίχο, κοιτάζω το στρατιωτικό φυλάκιο. Κοιτάζω το νεαρό στρατιώτη. Κύπριος. Γεννήθηκε την ημέρα της εισβολής όπως μου εκμυστηρεύτηκε λίγο αργότερα. Θέλει να σκοτώσει όλους τους Τούρκους. Δεν μπορώ να πάω πουθενά. Κοιτάζω τον τοίχο. Ρωτώ αν μπορώ ν’ ανέβω, να κοιτάξω «απέναντι». Ο νεαρός στρατιώτης διστάζει, κοιτάζει φευγαλέα πάνω από το κεφάλι μου τον δρόμο που σφύζει από ζωή και μου δίνει την άδεια: «για λίγο».
Ανεβαίνω. Κοιτάζω. Παγώνω. Δεν βλέπω τόπο. Βλέπω χρόνο. Δεν βλέπω δρόμους, κατεβασμένα κιοπέγκια μαγαζιών, ετοιμόρροπες ταμπέλες. Βλέπω τον χρόνο. Βλέπω την απουσία. Βλέπω να καταρρέει, απολύτως ένυλο, το καλοκαίρι του 1974 μπροστά στα μάτια μου, βλέπω την μεγαλοπρέπεια ενός συλημένου κενού που παραμένει αμετακίνητο, σαν τάφος που άνοιξε και λέει από το φοβερό του σκοτάδι: ανοίξαμε και σας περιμένουμε.
Βλέπω έναν ζωντανό εφιάλτη. Κάτι μπάλες από ξερά χόρτα, κάτι σκυλιά αδέσποτα ψάχνουν σ’ αυτό το κενό για τροφή. Τροφή κενού. Περνάει ένα τζιπ με κυανόκρανους. Στο βάθος δυσδιάκριτο ένα τουρκικό φυλάκιο. «Τους σημαδεύουμε, μας σημαδεύουν, πλάκα» λέει ο νεαρός στρατιώτης. Αυτή την πλάκα του θεού κοιτάζω. Τον χρόνο που μου δείχνει τα σάπια του δόντια και τα φοβερά κενά μεταξύ τους. Τα κενά που καταπίνουν αμάσητη την πραγματικότητα και την ξερνάνε σαν αχρείαστο σκουπίδι.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα κοιτάζοντας το 1974 στη «Πράσινη Γραμμή» της Λευκωσίας. Μπορεί να είμαι ακόμα εκεί.
Αργότερα, ο Μίκης, φυσικά τα έδωσε όλα στη συναυλία και φυσικά θριάμβευσε. Κι όμως. Μέσα σ’ εκείνη τη συγκινητικά θριαμβική στιγμή, ακριβώς τότε, είδα ξανά τ’ αδέσποτα σκυλιά να ψάχνουν το κενό της σταματημένης πόλης και ένιωσα την αχνή απουσία της αόρατης κλωστής που μας ενώνει με τις τραγωδίες. Ένιωσα την απουσία του κραδασμού των ερειπίων, την απουσία του κραδασμού της απελπισίας. «Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί», ρωτάει για πάντα ο Σεφέρης. Ο κόσμος σιγά σιγά αποχωρεί από το αρχαίο θέατρο που βρίσκεται στο ξένο έδαφος της αγγλικής επικράτειας. Όταν σβήσουν όλα τα φώτα, πάλι το «ντροπαλό αηδόνι» θα χαρίσει την τρίλια του «στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές/ αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν». Τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία.
Υ.Γ. Βρέθηκα να περιμένω ταξί, Συγγρού και Αμφιθέας, απογευματάκι, αρχές Σεπτεμβρίου του 1993. Τα αυτοκίνητα σε κανονική ροή. Το «μεγάλο ποτάμι» του Σεφέρη κυλάει προς τα μέσα. Μέσα στη πόλη, μέσα στα σπλάχνα μας. Δεν το βλέπουμε όμως γιατί είναι σταματημένο σε κάποιο παρελθόν. Ή μέλλον. Το ίδιο κάνει. «Μόλις ήρθα από την Κύπρο» λέω στον ταξιτζή. «Πήρες τίποτα αφορολόγητο;» με ρωτάει. «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», του απαντώ. Με κοιτάει από το καθρεφτάκι. Στο υπόλοιπο της διαδρομής δεν μου ξαναμιλάει. Ούτε κι εγώ μιλώ.