Άρης Μαραγκόπουλος, Το χαστουκόδεντρο (Εκδόσεις Τόπος, 2012)
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΡΗ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ
Γράφει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Με το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου Το χαστουκόδεντρο (2012), βυθιζόμαστε στον κόσμο της νεότερης πολιτικής ιστορίας για να παρακολουθήσουμετις παρατεταμένες περιπέτειες ενός διάσημου ζεύγους της μεταπολεμικής Αριστεράς: του Αντώνη και της Μπέτυ Αμπατιέλου. Ενταγμένος από πολύ νωρίς στο ναυτικό επάγγελμα, ο Αντώνης Αμπατιέλος (1914-1995) έζησε στις ΗΠΑ και την Αγγλία προπολεμικά ενώ λίγο πριν από το 1940 ηγήθηκε, επί βρετανικού εδάφους, της ελεγχόμενης από το ΚΚΕ Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΕ), για να πρωτοστατήσει το 1942 στο διεκδικητικό κίνημα των ναυτικών πληρωμάτων, προκαλώντας την ανησυχία του εφοπλιστικού κεφαλαίου και των Συμμάχων. Ο Αμπατιέλος δικάστηκε για τη δράση του μετά το τέλος του πολέμου στην Ελλάδα, καταδικάστηκε σε θάνατο και παρέμεινε στις φυλακές από το 1947 έως το 1963. Η Μπέτυ Μπάρλετ -Αμπατιέλου (1917-2011), δασκάλα ουαλικής καταγωγής, γνωρίστηκε με τον Αντώνη στο Κάρντιφ, χρημάτισε ανταποκρίτρια της βρετανικής Daily Worker στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και υπήρξε ένθερμο μέλος του λονδρέζικου Συνδέσμου για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον θρύλο, η Μπέτυ έσπευσε να χαστουκίσει τη Φρειδερίκη το 1963 στο Λονδίνο όταν εκείνη αρνήθηκε να παραλάβει υπόμνημα για την απελευθέρωση των ελλήνων πολιτικών κρατουμένων. Ο Μαραγκόπουλος θα πιάσει με το Χαστουκόδεντρο την υπόθεση των Αμπατιέλων από το 1941 και τα χρόνια της μεγάλης ναυτεργατικής κινητοποίησης, για να την οδηγήσει μέχρι το 1968, όταν η Μπέτυ θα έχει απελαθεί από το καθεστώς των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και το ζευγάρι θα έχει εγκατασταθεί στην Αγγλία (οι δυο τους εγκαταλείπουν την πατρίδα της Μπέτυ μόνο μετά την πτώση της χούντας). Με όχημα ένα πλήθος από πρωθύστερες σκηνές, ο Μαραγκόπουλος προβάλλει στη μυθιστορηματική του οθόνη ολόκληρο τον ελληνικό και παγκόσμιο μεταπόλεμο: τη Συμφωνία της Βάρκιζας, την ανάμειξη του Τσόρτσιλ και του Μακμίλαν στη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος, τον Πλαστήρα και τον Παπάγο, την αμερικανική οικονομική βοήθεια προς μιαν εγγενώς διεφθαρμένη δημόσια διοίκηση (συν τις χειραγωγικές της συνέπειες), τις εκτελέσεις των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ (μαζί με τους εκτοπισμούς, τα βασανιστήρια και τις πολύχρονες φυλακίσεις), τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τις πορείες της ειρήνης, τη σύγκρουση του Καραμανλή με τα Ανάκτορα, αλλά και την κυριαρχία του μακαρθισμού στη Βόρεια Αμερική, τον θάνατο του Στάλιν και την άνοδο του Χρουστσόφ, την ανάπτυξη των πρώτων πυρηνικών όπλων, τον πόλεμο του Βιετνάμ, το ροζ σκάνδαλο Προφιούμο στη Βρετανία και τον Μάη του 1968 στη Γαλλία. Η μεταμοντέρνα γραμμή του Χαστουκόδεντρου δεν προϋποθέτει μόνο έναν συνδυασμό ιστορικού και πολιτικού μυθιστορήματος, που χρησιμοποιεί δεξιοτεχνικά το τεκμηριωτικό του υλικό (φωτογραφίες και ρεπορτάζ από τον μεταπολεμικό αθηναϊκό Τύπο και πολλαπλές βιβλιογραφικές πηγές είτε για την Ελλάδα πρόκειται είτε για το εξωτερικό),[1] αλλά και ένα roman a these: μια μυθοπλασία όπου ο τριτοπρόσωπος, αντικειμενικός αφηγητής δεν κρύβει την αριστερή του ιδεολογία – μια ιδεολογία η οποία θα εκφραστεί μέσω της αποστροφής του για τη διαπλοκή της οικονομίας με την πολιτική και της υιοθέτησης ακόμα και συνωμοσιολογικών θεωριών. Ποιος ακριβώς, όμως, είναι αυτός ο αφηγητής; Πρόκειται για μια περσόνα που προέρχεται από το παλαιότερο μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου (1998). Ο Σανιδόπουλος είναι συγγραφέας κι έχει κάνει κεντρική εμφάνιση και σε ένα άλλο μυθιστορηματικό έργο του Μαραγκόπουλου, τη Μανία με την Άνοιξη (2009), που εκτυλίσσεται στην Ικαρία των ημερών μας. Εκεί ο συγγραφέας-αφηγητής θα γνωριστεί με τη Φλώρα της Χαμένης άνοιξης του Στρατή Τσίρκα (παρά το προχωρημένο της ηλικίας της δεν έχει αποβάλει τη γοητεία της),[2] προσφέροντας στον Μαραγκόπουλο τη δυνατότητα να επιχειρήσει μια πρώτη διασταύρωση του πολιτικού με το ιστορικό μυθιστόρημα. Κάνοντας διακοπές σ’ ένα νησί που ζει στον ρυθμό των λαϊκών συνελεύσεων, ένα νησί στο οποίο μια βομβιστική ενέργεια θα έχει ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν ένας ηγούμενος, ένας βουλευτής κι ένας μεγαλογιατρός, ο Σανιδόπουλος μπορεί να ταυτίζεται με το τοπικό κλίμα, αλλά δεν διστάζει να αναγάγει την ανοχή την οποία επιδεικνύουν οι δρώντες του παρόντος για την τρομοκρατία στο εμφυλιακό παρελθόν της Αριστεράς:[3] ένα ιστορικό παρελθόν που παραμένει νεκροζώντανο εξαιτίας της αδυναμίας ή και της άρνησης της μεταπολιτευτικής εξουσίας να υπερβεί τις προδικτατορικές διαιρέσεις της ελληνικής κοινωνίας.[4] Ανεξάρτητα από το πότε πρωτοεμφανίζεται ως μυθιστορηματικός ήρωας, ο Σανιδόπουλος έχει τροφοδοτήσει με τον ψυχισμό και την ιδεολογία του (ένα μείγμα ατομικής εξέγερσης και πολιτικής ανταρσίας ενταγμένο σ’ ένα όνειρο διαφυγής το οποίο έχει πλήρη επίγνωση της ματαιότητάς του) όλη την πεζογραφία του Μαραγκόπουλου: τα μυθιστορήματά του Όλτσμομπιλ 1908-1981 (1982) και Αγάπη, κήποι, αχαριστία (2002), τις νουβέλες του Πορτραίτο θλιμμένου άντρα σε τραίνο (1993), Τα δεδομένα της ζωής μας (2002) και Γλυκιά επιστροφή (2003), καθώς και τα διηγήματά του Δεν είναι όλα σινεμά, μωρό μου (1985) και True love. Στοιχεία από ένα έγκλημα (2007). Επιστρέφοντας στο Χαστουκόδεντρο, όταν κάνει ο Σανιδόπουλος τη γνωριμία του Αμπατιέλου στο Παρίσι, η πόλη είναι συγκλονισμένη από τα γεγονότα του Μάη του 1968 κι ο ίδιος έχει προσχωρήσει στους καταστασιακούς. Όταν θα τον ξανασυναντήσει τριάντα χρόνια μετά μαζί με την Μπέτυ, αρχίζοντας να καταγράφει τα επεισόδια της ζωής τους σε μια μεγάλη σύνθεση, της οποίας το τελικό προϊόν θα είναι το Χαστουκόδεντρο, ο Σανιδόπουλος μπορεί να έχει απομακρυνθεί από τον σιτουασιονισμό, αλλά δεν έχει αποβάλει τον ριζοσπαστισμό του. Άρα η οπτική και η προοπτική του Χαστουκόδεντρου είναι εκ των πραγμάτων η οπτική και η προοπτική ενός ακτιβιστή μυθιστοριογράφου ο οποίος μυθιστοριοποιημένος πλέον με τη σειρά του από τον Μαραγκόπουλο μπορεί ως εξωκοινοβουλευτικός αριστερός να ανατριχιάζει με τον σταλινισμό του Αμπατιέλου, δεν παύει, όμως, από την άλλη μεριά να αντιδρά και ως συγγραφέας. Και ως συγγραφέας είναι αδύνατον να αγνοήσει την τραγική θέρμη της πίστης του μυθιστορηματικού του χαρακτήρα – μια πίστη που μετέτρεψε τον πραγματικό του βίο σε παρανάλωμα του πυρός. Αν εξαιρέσουμε το ενοχικό σύνδρομο του Σανιδόπουλου με το αντιδραστικό παρελθόν της οικογένειάς του, όπως και την ίδια την οικογενειακή του προϊστορία, που φορτώνει τη δράση με μιαν άσκοπα αισθηματολογική νότα, ο Μαραγκόπουλος εφαρμόζει στο Χαστουκόδεντρο μιαν ιδιοφυή στρατηγική. Ο Σανιδόπουλος παραμένει ιδεολογικά κολλημένος, αλλά συγκλονίζεται ως συγγραφέας από το δράμα ζωής του Αντώνη και της Μπέτυ: ο ένας αγωνίζεται να αλλάξει την πραγματικότητα και μένει ξένος προς τους πάντες και τα πάντα όταν η πραγματικότητα έχει αλλάξει προς μια κατεύθυνση την οποία δεν θα καταλάβει ποτέ ενώ η άλλη χαραμίζει τα καλύτερα χρόνια της ως σύντροφος ενός μονίμως φυλακισμένου και απόντος συζύγου. Αμφότεροι καταφέρνουν, παρ’ όλες τις τρομακτικές αντιξοότητες, το σπουδαιότερο: να κρατήσουν αλώβητο τον έρωτά τους (ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλι θα αποτελέσει επί δεκαετίες το μοναδικό τους ανάγνωσμα), φροντίζοντας να κερδίσουν μέσα από τη σχέση τους και κάτι ακόμα – τη χαμένη τους παιδικότητα. Κατά τα άλλα, ο χαρακτήρας-κλειδί του Χαστουκόδεντρου είναι η Μπέτυ: με υψηλό αγωνιστικό πνεύμα, κομματικά και πολιτικά ακαπέλωτη (οι κομματικοί δεσμοί του Αμπατιέλου θα τη φέρουν κατ’ επανάληψη στα όριά της), πρότυπο γυναικείας ανεξαρτησίας αλλά και ερωτικής αφοσίωσης, ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με τη συγγραφική φωνή του Μαραγκόπουλου, ο οποίος βρίσκει εν προκειμένω το μέσον για να απελευθερωθεί από το προσωπείο του Σανιδόπουλου χωρίς να τον αδειάσει δραματουργικά.
Και από την ιστορία του Αντώνη και της Μπέτυ Αμπαντιέλου στην ιστορία ενός άλλου ζευγαριού της Αριστεράς: του Πολ Λαφάργκ και της Λόρα Μαρξ που θα ζήσουν μέσα στην πολιτική φωτιά της δεύτερης δεκαετίας του 18ου αιώνα, αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού (2016).[5] Ο γαλλοπρωσσικός πόλεμος και η παρισινή Κομμούνα του 1771, η ίδρυση της Β’ Διεθνούς από τους μαρξιστές και η αναθεωρητική τάση των ποσιμπιλιστών, η κομμουνιστική αντιπαλότητα με τον Μπακούνιν και οι ακάματες σοσιαλιστικές κινητοποιήσεις, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και η στροφή της τέχνης στον μοντερνισμό (ο ιμπρεσιονισμός του Εντουάρ Μανέ ή ο αισθητικός ρεαλισμός του Φλομπέρ), η τεράστια οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση των εργατικών στρωμάτων και τα υψηλά ποσοστά της παιδικής θνησιμότητας προτού εμφανιστεί ο Παστέρ, αλλά και ο Ζολά, ο Ουγκό και ο Ρεμπό: αυτός είναι ο κόσμος που ξεπηδά από τις σελίδες του Μαραγκόπουλου, ένας κόσμος που ονομάστηκε και Belle Époque προς τιμήν του αισιόδοξου πνεύματος (της ανυποχώρητης πρόσβλεψης στο μέλλον) το οποίο κατά τα άλλα τον διέκρινε. Ο γαμπρός και η κόρη του Καρλ Μαρξ ζυμώθηκαν με την πολιτική όσο κι ο ίδιος κι έγιναν η συνείδηση της αδύνατης επανάστασης (ας σκεφτούμε μόνο το Δικαίωμα στην τεμπελιά [1880] του Πολ): ένα φλογερό πλέγμα ιδεών που έσβησε με την ένεση υδροκυανίου η οποία έβαλε τέλος στη ζωή του ζευγαριού το 1911, τρία χρόνια πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μαραγκόπουλος ξετυλίγει τον περιπετειώδη βίο του Πολ και της Λόρα μέσα από μιαν ακόμα πολύτροπη μυθιστορηματική σύνθεση: χρησιμοποιώντας πολλαπλές φωνές, εισάγοντας στη δράση πλήθος πρόσωπα (κύρια και δευτερεύοντα), μεταφέροντας στο κείμενο αυτούσιες φράσεις από γαλλικές, αγγλικές και γερμανικές πηγές, αλλά και παρεμβάλλοντας στην αφήγηση στίχους τραγουδιών ή ποιημάτων και αποσπάσματα από μπροσούρες, άρθρα και επιστολές. Το αν θα ονομάσουμε «μυθιστόρημα» ή «μυθιστορία» ένα εγχείρημα που θολώνει διαρκώς τις γραμμές ανάμεσα στο πραγματικό και το επινοημένο, δεν έχει παρά ελάχιστη σημασία. Η ιστορική μεταμυθοπλασία (ή και το ιστορικό μυθιστόρημα) δεν παίζει με τα πραγματολογικά της στοιχεία λιγότερο από τη μυθιστορία την οποία τόσο ενθέρμως υπερασπίζεται στο επίμετρό του ο Μαραγκόπουλος (πρόκειται απλώς για την κοραϊκή μετάφραση του γαλλικού roman). Εκείνο που έχει όντως σημασία να δούμε είναι το αν και πώς αφομοιώνει ο μυθιστορηματικός λόγος το βάρος των ιστορικών του γεγονότων, κι αν καταφέρνει εκ παραλλήλου να μην καταπλακωθεί από την ιδεολογική πλησμονή των ηρώων του. Και από τη δοκιμασία αυτή ο συγγραφέας θα βγει, όπως και στο Χαστουκόδεντρο, αλώβητος: ο Πολ και η Λόρα δεν είναι ομοιώματα αλλά εραστές των ιδεών τους, που αυτοκτονούν προτού να τις δουν να καταρρέουν και να χάνονται στα πέντε σημεία του ορίζοντα. Όσο για τα θυελλώδη ιστορικά γεγονότα που τους περιβάλλουν, φτάνουν στη συνείδηση και τον ψυχισμό τους διαμέσου ενός απολύτως εξατομικευμένου φίλτρου. Τα πολιτικά τρεχάματα του Πολ σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν θα μειώσουν ούτε κατά έναν τόνο τον θρήνο του για την απώλεια των τριών παιδιών του και η παρατεταμένη δυστυχία της Λόρα με τους προαναγγελθέντες θανάτους τους δεν θα την κάνει να αποστρέψει το πρόσωπο από τον πολιτικό αγώνα μολονότι θα παραμείνει μέχρι το τέλος αμετάκλητα παγιδευμένη στην υπαρξιακή της μέγγενη.
Μυθιστοριογράφος, όπως είδαμε, με σταθερό πολιτικό προσανατολισμό, ο Μαραγκόπουλος θα επανέλθει στην εκδοτική αλυσίδα της πεζογραφικής του παραγωγής με μια μυθοπλασία που διαδραματίζεται μεταξύ 2012 και 2016 και περιλαμβάνει στον κύκλο της έξι πρωταγωνιστικά πρόσωπα – πέντε άντρες και μια γυναίκα. Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ (2016).[6] Οι ήρωες συναντιούνται ως χειμερινοί (και όχι μόνο) κολυμβητές σε μια παραλία της Βάρκιζας, όπου και καταλήγουν να συναντήσουν την κοινή τους μοίρα. Με μια περίπλοκα σχεδιασμένη αφηγηματική οργάνωση, που συνομιλεί όχι μόνο με το πολιτικό, αλλά και με το αστυνομικό μυθιστόρημα, ενσταλάζοντας εκ παραλλήλου στη δράση μικρότερα ή μεγαλύτερα κομμάτια από την ελληνική μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ιστορία, με συνεχείς καταβυθίσεις στο ατομικό και το οικογενειακό παρελθόν των ηρώων, καθώς και με προωθημένες τεχνικές, όπως η ενσωμάτωση στην αφήγηση διαδοχικών καταλόγων ονομάτων (ονόματα τόπων, πόλεων και προσώπων), ο Μαραγκόπουλος ξετυλίγει τον μυθοπλαστικό του μίτο χωρίς να φοβάται τις πολιτικές και τις ιδεολογικές του συνδηλώσεις. Ο ίδιος δεν είναι τώρα τόσο προστατευμένος στα έργα τα οποία έχουμε επιθεωρήσει, όπου κρυμμένος πίσω από την περσόνα του Σανιδόπουλου κατορθώνει να μη φορέσει τη λεοντή της στράτευσης – παρόλα αυτά, αποφεύγει, για άλλη μια φορά, να μην επιτρέψει στη μυθιστορηματική του ανάπτυξη να συνθλιβεί κάτω από τους ογκόλιθους της πολιτικής και της ιδεολογίας.
Πώς πετυχαίνει κάτι τέτοιο ο Μαραγκόπουλος; Μα, παίρνοντας ευθύς εξαρχής τις προφυλάξεις του. Τις απαριθμώ συνοπτικά για να τις εξετάσω αμέσως αναλυτικότερα: η προσεκτική σκιαγράφηση και επεξεργασία των χαρακτήρων, ο τρόπος με τον οποίο φωτίζεται το ελληνικό πολιτικό πλαίσιο κατά τη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα και, το σπουδαιότερο, η ανάδειξη του υπαρξιακού υπόβαθρου επί του οποίου εδράζονται οι μυθιστορηματικές καταστάσεις. Ως προς τους χαρακτήρες, τα πέντε αρσενικά της μυθοπλασίας (μεσόκοποι ή ηλικιωμένοι), παρά τους αριστερόστροφους τόνους των τριτοπρόσωπων ή πρωτοπρόσωπων αφηγητών, είναι απ’ όλα: δεξιοί, σοσιαλιστές της εποχής της κυβερνητικής κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ, κομμουνιστές, αλλά και αριστεροί ελευθεριακού φρονήματος, με διαταξική κοινωνική καταγωγή και πολλαπλούς επαγγελματικούς ρόλους, ενώ η Ινέθ προέρχεται από το Μεξικό και το κίνημα των Ζαπατίστας (έχει δουλέψει εκεί ως μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού). Απαιτείται σίγουρα μεγάλη δεξιοτεχνία για να εγγραφούν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι στις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας των μνημονίων, όπου ο Μαραγκόπουλος, αντί να παρασυρθεί σε ένα ακόμα μελοδραματικό χρονικό της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 2010, στρέφει την προσοχή του στη ναζιστική αποφυάδα της Χρυσής Αυγής μέλη της οποίας σκοτώνουν την Ινέθ επειδή είναι μελαψή. Αντί, λοιπόν, για το μείζον, που είναι η κρίση, το σκάλισμα στα βαθιά για την επικίνδυνη και απολύτως καθοριστική λεπτομέρεια. Κι αντί για τις δυαδικές αντιπαραθέσεις της εποχής (μνημονιακοί και αντομνημονιακοί ή επικριτές και υπέρμαχοι της Ευρώπης), η οργισμένη ομοθυμία απέναντι στην Ακροδεξιά μαζί το εσώτερο πλην εκρηκτικό πένθος για όσους έχασαν εξαιτίας της τη ζωή τους. Κι όλα αυτά στο μυθιστορηματικό περιβάλλον μιας αντροπαρέας που βλέπει τον εαυτό της να εξαντλεί το βιολογικό του νήμα ενόσω αποσπά αναζωογονητική δύναμη από τον άκρατο βιταλισμό της Ινέθ. Και μιλώντας για την Ινέθ, εδώ θα βρούμε σίγουρα τον ισχυρότερο χαρακτήρα, αλλά και τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου. Κι ας μην ξεχάσουμε, συναφώς, πως το φωνητικό και δυσπρόφερτο φλλστ, φλλσστ, φλλλσσστ του τίτλου σημαίνει τον παφλασμό της θάλασσας και τη διάρκεια, την επιμονή, αλλά και τη νοσταλγία του χρόνου.
Δεν μπορώ να πω αν συμμερίζομαι την πολιτική αισιοδοξία του Μαραγκόπουλου και την πίστη του για την ομόφωνη απάλειψη του Κακού (μια εφαρμοσμένη Συμφωνία της Βάρκιζας), είμαι, όμως, βέβαιος, ότι ξέρει πώς να δικαιώσει και εντέλει να λυτρώσει λογοτεχνικά τους ήρωές του. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο – όχι μόνο για το πρόσφατο βιβλίο του, αλλά και για το σύνολο της πεζογραφίας του.
[1] Για τα υλικά και την επινοητικότητα των αφηγηματικών τρόπων του Μαραγκόπουλου, βλ. τα όσα υπογραμμίζει η Ρέα Γαλανάκη στην κριτική της για το Χαστουκόδεντρο, εφημερίδα Το Βήμα, ένθετο «Βιβλία», 2 Δεκεμβρίου 2012: «Τα παραπάνω απαιτούν -και έχουν- τέτοια ποικιλία γλωσσικής διατύπωσης, που εντυπωσιάζει: από το απλό ντοκουμέντο, που είτε χρησιμεύει αυτούσιο είτε αναπτύσσεται μυθοπλαστικά· από το διαφορετικό ύφος όχι μόνο κάθε μυθιστορηματικού ήρωα, αλλά και της χρονικής στιγμής κατά την οποία μιλά· από την τριτοπρόσωπη σε αρκετά σημεία αφήγηση του συγγραφέα, που λίγο πιο κάτω διευρύνεται από τον μονόλογο κάποιου πρωταγωνιστή· από επιστολικά κείμενα ή από τις γεμάτες συγκίνηση περιγραφές κάποιων ιστορικών ή πολύ προσωπικών στιγμών».
[2] Για τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα της Φλώρας ως πρωταγωνίστριας της Χαμένης άνοιξης, βλ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία 1974-2017, Πόλις 2018.
[3] Για το ζήτημα της τρομοκρατίας στη Μανία με την Άνοιξη, βλ. Βασιλική Πέτσα, Όταν γράφει το μολύβι. Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία, Πόλις, 2016.
[4] Βρισκόμαστε ασφαλώς εδώ στους αντίποδες της λογικής την οποία προτάσσει ο Δημήτρης Νόλλας στο μυθιστόρημά του Ο καιρός του καθενός (2010), όπου η τρομοκρατία βαδίζει εν κενώ επειδή έχει στερηθεί καθ’ ολοκληρίαν την ιστορική της μνήμη.
[5] Ο Βασίλης Βασιλικός, «Ένα επαναστατικό ‘’ρομάντζο’’», εφημερίδα Athens Voice, 30 Νοεμβρίου 2016, θα εντάξει το Πολ και Λορα μαζί με τη Μανία με την Άνοιξη και το Χαστουκόδεντρο σε μιαν άτυπη τριλογία, που αντιπροσωπεύει ένα «νέο είδος ‘’στρατευμένης’’ μετανεωτερικής γραφής». Για το ίδιο θέμα, βλ. και την κριτική της Έφης Γιαννοπούλου για το Πολ και Λόρα, εφημερίδα Η Εποχή, 21 Ιανουαρίου 2107.
[6] Βλ. τις περιεκτικές υπογραμμίσεις του Αρ. Σαΐνη, στην Εφημερίδα των Συντακτών, 20 Δεκεμβρίου 2020, για το βιβλίο: «Απροκάλυπτα πολιτικό μυθιστόρημα, όχι απλοϊκό ή ηθικολογικό, το οποίο, αν και παραμένει στενά δεμένο στις χρονοτοπικές του συντεταγμένες, εκτιμώ ότι τις υπερβαίνει, αποτελώντας ήδη μια απεγνωσμένη κραυγή για το μέλλον: ‘‘οι αποκτηνωμένες κοινωνίες’’ πάντα θα γεννούν ‘‘ανθρωπόμορφα τέρατα και λυσσασμένες ύαινες’’. Συντονισμένος απόλυτα με την εποχή του, ο Μαραγκόπουλος δεν απομακρύνεται γραμμή από τα ‘‘πιστεύω’’ του, όταν, πίσω στη δεκαετία του 1970, άρχιζε το μακρύ ταξίδι στο αρχιπέλαγος της γραφής και τον ανένδοτο ακτιβιστικό αγώνα ενάντια στη σκοτεινή όψη του σύγχρονου ατομικισμού ο οποίος δεν επιτρέπει στις ηθικές αξίες της συλλογικότητας (‘‘συντροφικότητα’’ στο δικό του λεξιλόγιο) να αναπηδήσουν αβίαστα από το κοινό πλαίσιο αναφοράς του ανθρώπου!»
Βιογραφικό Βαγγέλης Χατζηβασιλείου