Γράφει η Μαίρη Σιδηρά
Η ευγένεια της εξέγερσης: μια ερμηνευτική προσέγγιση στο μυθιστόρημα του Κώστα Λογαρά “Όταν βγήκε απ’ τη σκιά”
Τέσσερα χρόνια μετά από Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο (2017), εκδόσεις Καστανιώτη, ο πεζογράφος, ποιητής και μελετητής Κώστας Λογαράς, δημοσιεύει στον ίδιο εκδοτικό οίκο το μυθιστόρημα Όταν βγήκε απ’ τη σκιά (2021). Και εάν στο πρώτο χρονικά μυθιστόρημα η ατμόσφαιρα αναλυόταν στα σάπια και δυσπερίγραπτα χρώματα μιας έκδηλης κοινωνικής παθολογίας και ατομικής ρήξης με το ηθικό και το έννομο -έργο σκοτεινό, noir και καταλυτικό στη ροή του, με λόγο σπαραγμένο από απροειδοποίητα ειρωνικά χαντάκια, μικροπερίοδο, ως επί το πλείστον, και απειλητικά έρρυθμο, στο επερχόμενο βιβλίο του, ο κόσμος αλλάζει. Και παρά το ότι και εδώ είναι εμφανής η «μελέτη σκότους» μέσω της μορφής του κεντρικού ήρωα Ερρίκου Μαλτέζου και της μητέρας του, είναι η μορφή της συζύγου του Αμαρυλλίδας, (Μαρυλλίδας, Μαρύλλιας, Μαριλού ή Μάριαν) που απορροφά τη συγγραφική εύνοια και παρασύρει τον αναγνώστη σε μια φωτεινή και κατεργασμένα, μετά λόγου γνώσεως αντιμετώπιση του ανθρώπινου βίου. Μια βιοθεωρία καμωμένη τόσο από την επιρροή των αισθήσεων στη συγκρότηση της διάνοιας και του ήθους όσο και από τα διαφωτιστικά προτάγματα φυσικότητας διαποτισμένα στο σήμερα και την προβληματική του.
Ο κόσμος του βιβλίου δομείται μέσα από 42 μικρόσωμα ως επί το πλείστον κεφάλαια, τιτλοφορημένα εν είδει διηγημάτων, κάποτε με ποιητική διάθεση, ως σκαλοπάτια της πορείας μιας σχέσης η οποία διέρχεται από τη χώρα του ερέβους έως ότου η Μαρυλλίδα –όνομα που η ίδια η ηρωίδα επιλέγει ως ταυτοποιητικό, συναισθάνεται πως ο καιρός της ψυχής της ωρίμασε για να απαγκιστρωθεί από τη μέγγενη της απρόσωπης και εν πολλοίς κακοποιητικής ζωής με τον άντρα της Ερρίκο Μαλτέζο. Εξαρχής υποβαλλόμαστε από τη γοητευτική, «αχειροποίητη» φύση της, κράμα επιρροών αφενός της μακεδονίτικης γης και των διαμορφωτικών οικογενειακών και νεανικών επιρροών και αφετέρου της χαριτωμένης ιδιοσυστασίας της. Η συνάντηση της 18χρονης Μαρυλλίδας με τον μαυροσκούφη Ερρίκο, που υπηρετούσε ένα διάστημα τη θητεία του στα μέρη της, υπήρξε ο μοχλός για να αλλάξει η τοπιογραφία και συνάμα η δράση. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται σε πόλη της νότιας Ελλάδας, στη Βουβού ή Λήθη, ονόματα εκφραστικά μιας εγωπαθούς εσωστρέφειας της επικρατούσας αστικής νοοτροπίας μα και της καταπίεσης και σίγασης της μνήμης και της δράσης του γενέθλιου τόπου και των καταβολών του στο συνειδητό της ηρωίδας, προκειμένου να ανταποκριθεί στις αποπροσωποιητικές και ιδιόρρυθμα αλαζονικές απαιτήσεις του συζύγου της.
Το μυθιστόρημα παρακολουθεί την ταλάντωση ενός επίμονα κατωφερή προς μία και την αυτή κατεύθυνση τραμπαλισμού, όπου στην κάτω θέση υπόκειται η νεαρή σύζυγος του αρχιτέκτονα, συγγραφέα και σταδιακά πολιτικού Ερρίκου Μαλτέζου, ενός άνδρα παθητικά ευεπίφορου στη μητρική επιρροή και έως συνθλίψεως πιεστικού προς τη γυναίκα του. Η βασική ενόρμησή του είναι η θρέψη της εσώτατης φιλοδοξίας του, η εμβέλεια των προσόντων του σε μια διαρκώς εκτεινόμενη ακτίνα, από την ομάδα ενός επιστημονικού κύκλου έως την πανελλαδικά πολιτική αναγνώριση και εξουσία. Η Μαρυλλίδα, αν και μεταφέρει τη σχέση της με το χώμα στον φροντισμένο από τα χέρια της κήπο του σπιτιού τους, σταδιακά αφυδατώνεται, γνωρίζοντας μια καταλυτική για το εγώ της κριτική σχετικά με το επίπεδό της, ιδίως το γλωσσικό, και αποδεχόμενη, εν τέλει, την αμοιβαία σιωπή ως κυρίαρχο μοτίβο της συζυγικής ζωής. Ωστόσο, ο διαιωνιζόμενος τόνος της υποτέλειας του θηλυκού κατά διαστήματα κλονίζεται, με επίπλαστες «νίκες» του αρσενικού και με ελάχιστες μα καίριες αντιδράσεις της Μαρυλλίδας, που βαθαίνουν αφόρητα την ψυχική απόσταση, αποξενώνοντας περαιτέρω το ζευγάρι και επιφέροντας βαθύ και αξεπέραστο κύμα εχθρότητας στον άντρα προς τη γυναίκα του. Δύο επιπλέον πρόσωπα διεκδικούν θέση στο οικογενειακό στερέωμα, η προαναφερόμενη μητέρα του Ερρίκου, η Δόμνα, πρόσωπο συμπαγές, περίκλειστο συναισθηματικά και υπερφίαλο κοινωνικά, που επιδεινώνει δραματικά την με κάθε μέσο ικανοποίηση της ανάγκης ανέλιξης που στοιχειώνει τον γιο της και ο Στέπαν – Στέφανος, το προσφυγάκι από τον εμφύλιο που σπάραξε την πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία, τον οποίον το ζευγάρι υιοθέτησε. Το παιδί απορροφά τους κραδασμούς που προξενεί στη μητέρα του η φύση και τον φανατικό καθωσπρεπισμό του πατέρα, προς τον οποίον θα αντιδράσει, όταν το πλήρωμα του χρόνου καταστήσει τη δύναμη και τα όριά του συνειδητά. Εν ολίγοις, σε ένα κείμενο κατεξοχήν ζυγιασμένο πάνω στην κλασική δυαδικότητα ενός ανδρόγυνου, παρεισφρέουν ως πρόξενοι σεισμικών κάποτε αλληλεπιδράσεων είτε εν είδει υποβολέα είτε στο προσκήνιο της δράσης και τα δύο αυτά πρόσωπα, φορείς με τη σειρά τους μιας μεταφορικά αλλόγλωσσης –ιδίως το παιδί- προς τους κεντρικούς ήρωες στάσης.
Οι φίλοι, όπως για παράδειγμα ο Κύρος στην πατρίδα της γυναίκας και κυρίως οι επιφανείς καλεσμένοι του Ερρίκου στο κεφάλαιο «Δύο κόσμοι», ο νοερός, συνήθως αφηγηματικά διαμεσολαβημένος, λόγος της ηρωίδας, τα άλματα του παντογνώστη αφηγητή, οι αναχρονισμοί, προλήψεις και αναδρομές, με τρόπο ώστε και να δημιουργούνται ελκυστικά για τον αναγνώστη κενά αλλά και να ανατρέπονται δεδομένα, η αιφνίδια χρήση μεταφορικής γλώσσας, το ιδεολογικό σύμπαν που πάλλεται πίσω από τους ήρωες, η πολυφωνία που ενίοτε ταράζει τα νερά του ζεύγους, το θεατρικό στήσιμο του μεγαλύτερου μέρους του έργου με το σπίτι ως σκηνή του λόγου, της σιωπής και των κινήσεων, η ενεργής συμμετοχή αλλότριων ειδών –ημερολογίου, συνθήματος, έκθεσης εκτιμητή φαγητού, ανταλλαγής emails, άρθρων, κ.ά., τα συχνά, καίρια και στοχευμένα συνήθως στην προώθηση της πλοκής διαλογικά στιγμιότυπα, όλα συμβάλλουν στην επίγευση της απόλαυσης αυτού που μόνον η μυθιστορηματική γραφή με το άνοιγμα που επιφυλάσσει στον «άλλον» προσπορίζεται.
Η εφαρμογή προσεγγίσεων του Michail Baktin, του εισηγητή της πολυφωνίας και της διαλογικότητας που το μυθιστόρημα υπηρετεί, δύναται ποικιλοτρόπως να αναδείξει στο τελευταίο μυθιστόρημα του κ. Λογαρά τη φωνητική ιδιοσυστασία των ηρώων, την ποικιλία των χωνεμένων ειδών, το όλο κράμα που αιμοδοτεί τη ζωή. Αλλά και η αφορούσα ευρύτερες ομαδοποιήσεις γλωσσική ετερότητα είναι ευκρινής και σε επίπεδο λεκτικής ιδιαιτερότητας και σε επίπεδο συμπεριφοριστικού και ηθικού ύφους. Οι βόρειοι συμπατριώτες της Μαρυλλίδας διαθέτουν ευρεία γκάμα σχετικού με τη φύση λεξιλογίου και μία, είτε εγνωσμένα είτε ανεπίγνωστα, πνευματική, αισθητηριακή και χρηστική σχέση μαζί της. Ο ηλικιωμένος κριτικός λογοτεχνίας, στο κεφάλαιο «Δύο κόσμοι» και πάλι, κομίζει απροσδόκητα τα ανθρωπιστικά του ελατήρια στην προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου. Εν γένει, παρά την κατάδειξη της ευτέλειας του ήρωα και της σύγχρονής του πολιτικής σκηνής, ένας ενωτικός και αισιόδοξος άνεμος πνέει στις σελίδες, ιδίως του τέλους.
Απτός και ευαίσθητος και ο αισθησιασμός που εξακτινώνεται από τη μορφή της γυναίκας –σε όλες της τις ηλικίες- στη φύση και αντιστρόφως από τις διαφοροποιήσεις της τοπιογραφίας, που η φυσική μετακίνηση των εποχών επιβάλλει, στην υποβολή που ασκείται στον γυναικείο ψυχισμό: «[…] Ακόμα και στις όχθες της πιο βαθιάς λίμνης του κόσμου, στην παγωμένη Βαϊκάλη, ξυπνάει την άνοιξη η ζωή κι οι εύθραυστοι κρύσταλλοι λειώνουν. Κι εκεί ακόμα, ως και τα πιο παράδοξα και μυστικοπαθή φυτά και ζώα, κατάλοιπα αρχαίας χλωρίδας και πανίδας, καταφέρνουν τελικά να διασφαλίζουν τη συνέχεια της ζωής.
Έχει αφήσει πίσω της την πνιγηρή ατμόσφαιρα η Μαρυλλίδα και πλέον ακτινοβολεί αισιοδοξία. Η εσωτερική ζωή της έχει μπει σε κίνηση ξανά. Το κορμί βρήκε και πάλι της θέση του στη ροή του κόσμου. Η γυναικεία ψυχή, θεμέλιο της νέας ζωής, γίνεται κύτταρο δημιουργίας ενός κόσμου που μοιάζει να τον ανασύρει από τα βάθη των αιώνων. […]». Ο αισθησιασμός, βέβαια, δονεί ευρύτερα το λογοτεχνικό σώμα, καθώς ξεχύνεται και από το χαρακτηριστικό άρωμα με το οποίο η ηρωίδα εντάσσει στον προσωπικό της χάρτη τις περιόδους της ζωής της∙ για παράδειγμα η εποχή της λεβάντας, της Brut, του Pino Selvestre, τα χρόνια της Paco Rabanne, κ.ά. Η ζωϊκότητα του τανύσματος των αισθήσεων θρέφεται από μια ηδεία αποδοχή του κύκλου μέσω της οποίας «αντρειεύει» για το θηλυκό πλάσμα η καλοσύνη.
Ο Κώστας Λογαράς, χωρίς ουδέποτε να φαλτσάρει με κορώνες, εκθέτει τις «αντρικές αξίες», της ματαιοδοξίας, του φαίνεσθαι, της εριστικότητας, της χρησιμοθηρίας, σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων, πολιτικής ταυτότητας και συλλογικού βίου. Δικαιώνει ποικίλα θεωρητικά θέσφατα, πρωτίστως του 20ού αιώνα, ο οποίος, παρά τα ανθρωπιστικά του ιδεώδη, μετάγγισε στην ψυχική επικράτεια την υλοκρατία μιας επιφάνειας και σπουδαιοφάνειας, στρώνοντας ολισθηρό χαλί σε σχέση με την αξιοκρατία και τη συνύπαρξη στον 21ο.
Καταληκτικά, αν και η ψυχαναλυτική οδός προσφέρεται κατεξοχήν για μια διευρυμένη και ενδελεχή προσέγγιση του μυθιστορήματος «Όταν βγήκε απ’ τη σκιά», θα αρκεστούμε αποσπασματικά στον νεωτερικό λόγο της Julia Kristeva ως δικαίωση μιας ηρωίδας «που βγήκε απ’ τη σκιά», εξεγειρόμενη με τον δικό της αναίμακτο και ειρηνικό τρόπο. Εφαρμόζοντας και αναλύοντας τη στάση του Sigmund Freud απέναντι στην αναγκαιότητα της εξέγερσης η Kristeva υπογραμμίζει πως μόνον όταν το «όφελος της εξέγερσης» κινδυνεύει να εξαφανιστεί –ως αόρατο ή δυσδιάκριτο στην περίπτωσή μας- «τότε και μόνο τότε η ένοχη υπακοή υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη να ανανεώσουμε την εξέγερση, ιδίως με τη μορφή της τελετουργικής θυσίας. Όταν δεν παίρνουμε πια ευχαρίστηση από τους δεσμούς, ξαναρχίζουμε την εξέγερση […]».
Φωτογραφία: Μάνος Ελευθερίου Κώστας Λογαράς