Σπύρος Κιοσσές, Τσιγάρο, βαρ;, εκδ. Μεταίχμιο, 2024
Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου
Αφηγηματική δύναμη, και ένα συνεχές παιχνίδι με τον χρόνο
Ο Σπύρος Κιοσσές έχει τη σκευή. Γνωρίζει το παιχνίδι με τις οπτικές, με τις φωνές, με τον χρόνο. Για τη στιγμή που επιμηκύνεται, για παράδειγμα, και γίνεται το κέντρο μιας ιστορίας. Αλλά έχει και την αφηγηματική δύναμη να δώσει άρτια διηγήματα.
Η γλώσσα είναι το βασικό όχημα για να κινήσει τη γραφή του. Αναφέρομαι στη συλλογή μικροδιηγημάτων Τσιγάρο βαρ;
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ή σε τρίτο ενικό πρόσωπο. Με αναδρομές στο παρελθόν, και γενικότερα με το πηγαινέλα του χρόνου. Γιατί ο Σπύρος Κιοσσές κάνει ένα συνεχές παιχνίδι με τον χρόνο.
Αν στα Πρωτοβρόχια υπάρχει ένας κεντρικός αφηγητής, ενήλικας, νέος, που κοιτάζει το παρελθόν και αφηγείται την ιστορία ενηλικίωσής του, εδώ οι αφηγητές – μπορεί να – είναι περισσότεροι από ένας. Με κοινά χαρακτηριστικά (ενήλικας, μορφωμένος) σε διαφορετική συνθήκη. Επίσης, παρεισφρέουν και άλλες φωνές, διαμορφώνοντας ανάλογα την αφήγηση και τη γραφή. Ο υπότιτλος οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση (Μικρο-διηγήματα και άλλα πεζά). Άρα ξεχωριστά πρέπει να διαβαστούν τα πεζά και όχι σαν ένα σπονδυλωτό αφήγημα, όπως περίπου ήταν τα Πρωτοβρόχια.
Πολυπρισματικές εικόνες, πολλαπλή οπτική για το ίδιο θέμα ή για το πρόσωπο (πατέρας, μητέρα, γιαγιά, παππούς, λοιποί συγγενείς, γείτονες και οι Άλλοι). Και πολλαπλές φωνές, για να αποδώσουν τις πολλαπλές οπτικές.
Λέξεις σαν άνθρωποι. Που μιλούν τη δική τους ιστορία, μοιράζονται τις δικές τους μνήμες. Αυτονομούνται από τον αφηγητή, για να αποκαλύψουν όσα εκείνος δεν θέλει ή δεν μπορεί.
Αναφέρθηκε πιο πάνω, σε σχέση με τον χρόνο, η στιγμή που επιμηκύνεται. Στεκόμαστε στη μικροαφήγηση «Η συναυλία».
Εδώ και αρκετές μέρες κρατάω σημειώσεις για μια μικρή ιστορία που θα γράψω. Σκέφτομαι να ξεκινήσω με μια πλαισίωση […] (σ. 39)
Η συναυλία αφορά μια συναυλία της Χαρούλας Αλεξίου σε γήπεδο, που τελικά η οικογένεια την παρακολουθεί από το διπλανό πάρκο, ώστε να μην κόψει εισιτήρια. Και, παρά την αρχική απογοήτευση του μικρού τότε αφηγητή, περνούν υπέροχα.
Στο τέλος της αφήγησης κι ενώ έχει ήδη αφηγηθεί την ιστορία, ξανακοιτά στα μάτια τον αναγνώστη και σχολιάζει:
Κι ενώ μοιάζει να είναι σχεδόν έτοιμη η ιστορία μου, σκαλώνω εδώ: Πώς ν’ αποδώσω μια τόση δα στιγμούλα; (σ. 42)
Εκτός από τη στιγμή-συναυλία-συνειδητοποίηση της χαράς, έχουμε και μια ακόμη τεχνική των αφηγήσεων του Κιοσσέ. Το σπάσιμο της αφήγησης, με τον αφηγητή, ή τον συγγραφέα, να απευθύνεται στον αναγνώστη. Παρεμβολή του συγγραφέα, ως μεταμυθοπλασία, δηλαδή σχόλιο πάνω στη μυθοπλασία, μια μεταγλωσσική λειτουργία της μυθοπλασίας, όταν ο συγγραφέας παρεμβάλλεται στην αφήγηση, βάζει τον αναγνώστη στο εργαστήρι του, του μιλά για θέματα γραφής και για προβληματισμούς του, καθιστώντας τον συμμέτοχο στο όλο εγχείρημα.
Μου έρχεται στον νου αυτή τη στιγμή η «παράβαση» (παράβασις), της αρχαίας κωμωδίας: Την ώρα που ο χορός, γυρνά προς το κοινό και παρεκβαίνει, για να μοιραστεί, συχνά, πληροφορίες που δεν σχετίζονται άμεσα με την εξέλιξη της πλοκής και της δράσης, ενώ οι υποκριτές έχουν αποσυρθεί. Στην πεζογραφία ο συγγραφέας αφήνει στην άκρη τους ήρωές του και μοιραζόμενος το προσωπείο του αφηγητή παρεκβαίνει και μιλά στους αναγνώστες. Ο αφηγητής δηλαδή όχημα του συγγραφέα, για να διευρύνει το παιχνίδι της γραφής. Ένα κλείσιμο του ματιού, για να αποδώσει και μια άλλη διάσταση στο στήσιμο της ιστορίας και στον ρόλο των προσώπων.
Είναι στη δεύτερη ιστορία της συλλογής που εμφανίζεται για πρώτη φορά αυτή η τεχνική στην αφήγηση. Στο ομότιτλο με τη συλλογή «Τσιγάρο βαρ;» («έχεις τσιγάρο;/υπάρχει τσιγάρο;»). Η φιγούρα της γυναίκας που πλησιάζει τον αφηγητή στο πεζοδρόμιο, έξω από το σπίτι της αδελφής του, το αίτημά της για τσιγάρο σε γλώσσα μεικτή, η αδελφή που της δίνει τσιγάρο, τα λίγα λόγια που λέει η γυναίκα σε γλώσσα μεικτή πάντα, με τις ανάλογες χειρονομίες, σκιαγραφούνται με λεπτομερή παραστατική περιγραφή και εξαιρετική αφήγηση. Ένα στιγμιότυπο. Η μικροαφήγηση θα μπορούσε να κλείσει με την παρατήρηση του αφηγητή ότι του φάνηκε σαν «επιφάνεια» ομηρικής θεάς. Η αξιοπρεπής τυραννισμένη γυναίκα που ζητά ένα τσιγάρο είναι ήδη ένα πρόσωπο, μια «ηρωίδα» στην αφήγηση, ο αφηγητής-συγγραφέας βέβαια κάνει και άλλες σκέψεις. Ότι μια ιστορία δεν μπορεί να τελειώνει τόσο στάσιμα, χωρίς κάποια ανατροπή, «μια κάποιου είδους μεταβολή». Η ιστορία-στιγμιότυπο που έχει ήδη αφηγηθεί.
Πόσο ενδιαφέρον να έχει μια ιστορία στην οποία η ηρωίδα – ναι, ηρωίδα τη φανταζόμουν – περιφέρεται στους άδειους δρόμους, εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση ‘αρχική’; Που στέκεται αγέρωχη, εμμονικά σχεδόν, βρέξει χιονίσει, τα μάτια λάμποντας; (σ.17)
«Τα μάτια λάμποντας», το εξαιρετικό κλείσιμο μιας εντέλει αφήγησης.
Θεωρώ υποδειγματικό το μικροδιήγημα «Ο μπακάλης», σ. 138. Το β΄ πρόσωπο της αφήγησης, ο πλαγιασμένος διάλογος με τη μητέρα, η οικονομία της αφήγησης, το κλείσιμο με τη μεταβολή και την αγωνία του μικρού («Όνειρο ήταν, ε, μάνα;») συνοδεύουν τη συγκίνηση του αναγνώστη και τη δική του επιθυμία να ήταν όνειρο.
Σε κάθε συλλογή ποιημάτων ή πεζών, κάποιο κείμενο μας αγγίζει περισσότερο. Στη συλλογή αυτή, σε κάθε ανάγνωσή μου, σταματώ στο «Name day», σ. 86. Πιθανότατα η οικονομία της αφήγησης, το πηγαινέλα του χρόνου με τις αναδρομές, η συμπύκνωση του χρόνου στο τέλος με τα καταιγιστικά γεγονότα, η όλη συγκίνηση που αναδίδει η αφήγηση. Πιθανότατα βέβαια και κάποια κοινά βιώματα. Γιατί έτσι συμβαίνει, ένας συνδυασμός αντικειμενικών και υποκειμενικών παραμέτρων.
Το κλείσιμο των μικροαφηγήσεων δεν είναι πάντα φωτεινό, πολλές φορές είναι τέλος οριστικό, μιας σχέσης, μιας ζωής. Η τρυφερή μελαγχολία δίνει την πρέπουσα συγκίνηση. Η αίσθηση του μέτρου, το χιούμορ που παρεισφρέει αλαφραίνουν την ατμόσφαιρα.
Τα μικροδιηγήματα του Σπύρου Κιοσσέ είναι θαυμαστής οικονομίας, και ως προς την οργάνωση και ως προς τη χρήση της γλώσσας. Καταδεικνύουν, επίσης, πολλαπλές δυνατότητες της αφήγησης και τη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών στη γραφή.