Ευαγγελία Τάτση, θα γίνουν ΌΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ, Βακχικόν 2024.
Γράφει η Θεοδώρα Βαγιώτη
Μου αρέσει να ασχολούμαι πρωτίστως με τον τίτλο μιας ποιητικής συλλογής, αν και θα βιαστώ να θέσω στο μυαλό του αναγνώστη ως σημείο αναφοράς τον χρόνο. Εν συνεχεία, θα ασχοληθώ, όπως συνηθίζω, με τον τίτλο προσπαθώντας να το συνδυάσω με το σημείο αναφοράς: Θα γίνουν ΌΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ. Η ποιήτρια βροντοφωνάζει δύο λέξεις, που με ένα μικρό κλείσιμο των βλεφάρων -σαν να κοιτά κανείς κάτι με πολύ φως και προστατεύεται να μην τυφλωθεί- βλέπει πρώτα ΌΛΑ ΑΝΟΙΧΤΑ. Όταν βέβαια καθαρίζει η ματιά, το προφανές, που είναι η θαρραλέα στάση, η επίγνωση και η αποφασιστικότητα (συμπληρώνω: για ό,τι χαλεπό), διακρίνεται ο μέλλων.
Ο μέλλων είναι για το ποιητικό υποκείμενο ένα είδος υπόσχεσης που βασίζεται, εικάζω, στην πρότερη εμπειρία (το παρελθόν και το τώρα) και μάλιστα μίας υπόσχεσης που υπερβαίνει τελικά τα όρια του χρόνου, αφού δεν ορίζεται το ακριβές χρονικό σημείο. Κοντοστέκομαι: εκτός αν δεν τα υπερβαίνει. Εκτός αν σημαίνει το τέλος, το απόλυτο όριο της συνείδησης, αυτό, τελικά, με το οποίο αντιπαλεύει δια της λεκτικής του τέχνης η/ο κάθε ποιήτρια/ποιητής. Αυτομάτως, διέρχομαι σε κατάσταση διλημματική, υποθέτω και περιμένω μιαν απάντηση που θα επιβεβαιώσει ή θα εξαλείψει εντελώς το δικό μου «είτε-είτε».
Με τις σκέψεις αυτές, περνώ στην επόμενη σελίδα, που λειτουργεί ως «εισαγωγικό μότο» (έτσι ονομάζεται στις σημειώσεις της συλλογής που παρατίθενται στο τέλος, πριν από τα περιεχόμενα, σελ.77), το ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ σε μετάφραση Ελένης Χωρεάνθη, ένα απόσπασμα από τα Τέσσερα Κουαρτέτα (1935-1942)[1]. Αισθάνομαι ένα είδος δικαίωσης καθώς το διαβάζω. Ο μέλλων εμπεριέχει μέσα του το παρελθόν και το παρόν, ο μέλλων είναι «αιώνιο παρόν», «αέναη δυνατότητα…από εικασίες». Η μνήμη επιστρέφει σε πιθανότητες, σε μετανοήσεις, σε αυτά που ποτέ δε συνέβησαν και το τέλος επίκειται σε αυτό το αιώνιο παρόν. Το είτε- είτε παραμένει: μήπως η ποιήτρια εξορκίζει τον θάνατο με αυτά τα ποιήματα; Ή τον κατανικά προκαταβολικά; Η χρήση του Έλιοτ ανεβάζει τον πήχη ψηλά και συνιστά μάλλον ρίσκο. Ρίσκο γιατί ο αναγνώστης αναπόφευκτα αναρωτιέται τι είδους ποίηση θα διαβάσει, εμπνευσμένη ή αυτόφωτη (αν υφίσταται η δεύτερη). Και τα δύο θεμιτά βεβαίως, όμως ο αναγνώστης αναρωτιέται άμεσα αν θα τοποθετήσει την ποίηση της Τάτση στα μέτρα του Έλιοτ, και το ανάποδο, αν μπορεί ο Έλιοτ να χωρέσει στη δική της, ως αναφορά, ως διακείμενο.
Το σχήμα Έλιοτ, όμως, δεν φαίνεται να είναι εφησυχασμός. Είναι μέσο και τρόπος έκφρασης. Είναι λίκνο, είναι ο πρωταγωνιστής του ενυπνίου. Η Τάτση υφαίνει τον ύπνο της: «Άνεμε /ποιος άνεμος είσαι συ /που φυσάς τις ανάσες μέσα μου;» και «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που ήταν δύο σπίτια» (ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ) -αν και η αξιολογική διαβάθμιση των σπιτιών με ξενίζει ως λεκτική επιλογή, κατώτερο-ανώτερο- και «Ζουν μόνο για χρόνια/σε λάθος χρόνο» (Ι, ΕΙΚΑΣΙΕΣ Α’) και «Ταξίδευα μέρες και ταξίδευα μήνες όλο το βράδυ σχεδόν» (ΙΙΙ, ΕΙΚΑΣΙΕΣ Α’) κ.ο.κ.
Όλα αυτά δεν θα είχαν την πρέπουσα σημασία αν δεν έστηνε η Τάτση το σύνολο των ποιημάτων της βάσει τριών διακριτών μερών, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, και ανάμεσά τους τις εικασίες. Πώς λειτουργεί η εικασία για το ποιητικό υποκείμενο όμως, αυτό που επιλέγει να κινείται γραμμικά μέσα στο χρόνο; Είναι μια μορφή παραβίασης της γραμμικότητας; Ή είναι ένας διάλογος με τον χρόνο; Τι ακριβώς εικάζει το ποιητικό υποκείμενο σε αντιπαραβολή (ή σε συνάφεια) με τις εικόνες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος; Διακρίνοντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του θετικού μυαλού στην ποίηση της Τάτση, θεωρώ πως οι εικασίες είναι εικότα, είναι λογικά συμπεράσματα, είναι απόπειρες να «τακτοποιηθεί» ο ατακτοποίητος χρόνος («Τα χρόνια και ο χρόνος/μια ακολουθία των ημερών», Ι, ΕΙΚΑΣΙΕΣ Β’). Γιατί η γραμμικότητα δεν είναι παρά μόνο τυπική (π.χ. δομική για τις ανάγκες της συλλογής), μια και έχουμε ήδη δεχθεί ότι το μέλλον εμπεριέχει το παρόν και το παρελθόν, ότι ο χρόνος είναι αέναος, συγκεχυμένος. Η Τάτση διατυπώνει ορισμούς, επιμερίζει, ματαίως τακτοποιεί. Στο τέλος αποδέχεται την «αέναη δυνατότητα», αναγκαιότητα θα έλεγα εγώ, γιατί όσο βυθίζεται το ποιητικό υποκείμενο στον χρόνο, τόσο αυτός αποκτά όρια ασαφή. Κατ’ έναν περίεργο τρόπο αυτό είναι καταδίκη μαζί και απελευθέρωση. Καταδίκη γιατί φέρει τον άνθρωπο στο μέτρο της μικρότατης ζωής και της θνησιμότητας, απελευθέρωση, γιατί τούτα τα δεδομένα μπορούν να θεωρηθούν ασήμαντα στο χάος της αεναότητας («Κατάλαβα πως οι άνθρωποι/δεν προδίδουν τις ζωές τους», Ι, ΕΙΚΑΣΙΕΣ Α’).
Δεν μπορώ να θέσω εκτός την ευαισθησία της Τάτση απέναντι στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα: τις ταξικές αντιθέσεις, τον πλουτισμό εις βάρος των πολλών. Κάνει λόγο για τα Τέμπη, τη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Η ποίησή της ελίσσεται από τον υπαρξισμό και την ταυτότητα του εγώ στο συλλογικό γίγνεσθαι. Το συλλογικό γίγνεσθαι συνθέτει μιαν ορισμένη κοσμοθεωρία για την οποία θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η Τάτση πέφτει στην παγίδα της στρατευμένης γραφής. Μα «η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή», όπως λέει και ο ποιητής, αν και για λόγους εντελώς διαφορετικούς, χωράει μέσα της τα πάντα, ειδικά αυτά που μας ωθούν να γεμίσουμε το χαρτί ξορκίζοντας τον πανικό. Η ιδεολογία είναι το εικός της κοινής μας ζωής.
Καμιά φορά πρέπει κανείς να μηδενίσει τα πάντα και να ξεκινήσει από την αρχή (Εκ του μηδενός). Καμιά φορά ο αόριστος ταιριάζει καλύτερα στη βαθμίδα που λέγεται μέλλον (Ι, ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ). Ο Έλιοτ γίνεται σκιά στην Αέναη δυνατότητα· όλα είναι πιθανά και όλα απίθανα. Αν ο Έλιοτ έβρισκε μάταιη την επιστροφή στο παρελθόν, η Τάτση δοκιμάζει τολμηρά να τον υπερβεί, σαν να μας φτιάχνει με λέξεις άλλου σημαινομένου το πείραμα του Σρέντιγκερ («Είμαι η απόφαση/δεν είμαι η απόφαση», Ι, ΑΕΝΑΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ). Ο επιμερισμός των εκάστοτε ορισμών που επιχείρησε στις εικασίες τώρα αποκτά τη φραστική τους εκπλήρωση: «Φυσικά το γνωρίζω/πως κατοικώ έναν σεισμογενή εαυτό./Μέσα μου δύο ψυχές…» (ΙΙ, ΑΕΝΑΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ).
Τέλος, η μορφή: η Τάτση δοκιμάζει τον ρυθμό δια της αναδίπλωσης και της επανάληψης, της καθαρής διάκρισης των στροφών, πάντα σε ελεύθερο στίχο, περιφρονεί συχνά τα κόμματα στο ασύνδετο (ευτυχώς), βάζει τελείες, πιο ποιητικές οι μορφές της από τις προηγούμενες συλλογές της, αλλά αποφεύγει γενικά να διασκελίσει.
*Μια τελευταία σκέψη
Η ποιήτρια αδυνατεί να πιθανολογήσει χωρίς ποιητική:
[Της βροχής]
Ι
Ένα φουσκωμένο ποτάμι χωρίζει εμένα απ’ το ποίημα.
Παρόν είναι οι σταγόνες που εξατμίζονται.
Ο χρόνος δεν είναι πια θάλασσα.
Ο χρόνος δεν είναι ποταμός.
Η λίμνη δεν ήταν ποτέ χρόνος.
Θα πότιζα με το λάστιχο τα δάχτυλά μου αλλά δεν έχω πια ρίζες.
Αν άκουγα τις σταγόνες της βροχής
θα είχα κοιμηθεί
Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά.
Το τελευταίο υγρό μέσα μου πονάει σαν ανάμνηση που την αγγίζεις.
Τα σύννεφα έχουν κατέβει πολύ χαμηλά και κρύβουν τα κεφάλια των
παιδιών μου.
Φοβάμαι μήπως τα πατήσω.
[1] Ο Τ. Σ. Έλιοτ έγραψε τα Τέσσερα Κουαρτέτα σε ένα διάστημα έξι ετών. Πρόκειται για τέσσερα ποιήματα, Burnt Norton, East Coker, The Dry Salvages, Little Gidding, που δημοσίευσε κατά σειρά μεταξύ 1935 και 1942. To απόσπασμα είναι στην ουσία η αρχή του πρώτου ποιήματος, του Burnt Norton.