Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Γένεσις (εκδ. Ψυχογιος) του Βαγγέλη Μπέκα (η αρχή του βιβλίου).
Λάμπες φθορίου στο ταβάνι και η πόρτα κλειστή. Σκόνη, μια αδιόρατη αίσθηση υγρασίας. Στους τοίχους ηχομονωτικές κυψέλες κι απέναντί μου κάθεται εκείνος αγέλαστος. Mε το στενό σκούρο του σακάκι, το καλοχτενισμένο γκρίζο του μαλλί και τα γαλάζια, σχεδόν γυάλινα, μάτια του κοιτώντας με εμφανώς προβληματισμένος. Σχεδόν ενοχλημένος που έχει να κάνει μαζί μου.
«Σκοτώθηκαν άνθρωποι, το καταλαβαίνεις; Πρέπει να μου πεις τι ξέρεις!»
Ύφος αυστηρό, φωνή ψυχρή. Θαρρείς κι αν τολμήσω να πω έστω ένα μικρό, αθώο ψεματάκι σχετικά με την όλη υπόθεση, θα το πληρώσω ανεπανόρθωτα. Όμως, πρέπει να κάνει υπομονή. Το υποψιάζεται. Αν θέλει να εξιχνιάσει τα εγκλήματα, πρέπει να τα πάρω όλα από την αρχή με τον τρόπο που έχω μάθει να προσεγγίζω τα γεγονότα. Το ξέρει αυτό. Και θα περιμένει. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Είμαι άλλωστε ο μόνος μάρτυρας των γεγονότων που θα του μιλήσει ανοιχτά. Ας είναι, λοιπόν, αυτό το κύκνειο άσμα μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
H Δήμητρα. Το άλφα και το ωμέγα της ιστορίας μας. Δεν είμαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι.
Κάθεται καρφωμένη στην άβολη, ξύλινη καρέκλα, φορώντας το ολόσωμο μαύρο της κολάν κι από πάνω μια μαύρη φούστα. Κάθεται μόνη στη γωνία μπροστά από τους τεράστιους καθρέφτες της σχολής χορού. Απ’ τους άλλους νιώθει σε απόσταση. Πολύχρωμα κρεμασμένα φωτάκια, και πάνω στο ξύλινο παρκέ οι υπόλοιποι χορεύουν με τα παρδαλά, κολλητά και σέξι τους ρούχα. Μυρίζει τον ιδρώτα και τα αρώματα. Χαμογελαστοί, ελεύθεροι, παραδομένοι στη μελωδία λες και βρίσκονται σε καρναβάλι. Άλλωστε, η σημερινή βραδιά είναι γιορτή. Σήμερα θα μπορούσες να φέρεις και φίλους.
Όμως, η Δήμητρα είναι πάλι μόνη.
Ίσιο καστανό μαλλί λίγο κάτω απ’ τους ώμους και τα μάτια της το καφέ της γης με αδιόρατες σπίθες μελιού. Μάτια που αστράφτουν εξυπνάδα. Η Δήμητρα. Σαν να λέμε επιμονή, αυτοέλεγχος, αποφασιστικότητα. Λεπτό κορμί, κομψή μύτη. Αν άρμοζε στη θέση της να ντύνεται πιο σέξι, θα έλεγες σχεδόν εντυπωσιακή. Και παρά τον απόλυτο αυτοέλεγχο που εκπέμπει, όταν αφήνεται κάποιες λίγες στιγμές, το χαμόγελό της φαίνεται ανοιχτόκαρδο. Αλλά χαμογελά σπάνια πλέον. Ούτε τώρα χαμογελά. Πολύ κεφάτο για τα γούστα της το λάτιν.
Και τότε δέχεται το πρώτο χτύπημα.
Γυρνά και κοιτά στο πάτωμα. Μια σκούπα ρομπότ, ιπτάμενος δίσκος που σέρνεται στο παρκέ, μάλλον έχει χαλάσει ή έχει τρομάξει από τα άτσαλα πόδια των χορευτών που απειλούν να την τσαλαπατήσουν και μαγνητισμένη χτυπά στο ποδαράκι της καρέκλας όπου κάθεται η Δήμητρα. Η σκούπα ρομπότ κάνει λίγο πίσω πάνω στο παρκέ και χτυπά ξανά την καρέκλα. Και πάλι. Λες και είναι η μόνη που έχει προσέξει τη Δήμητρα εκεί μέσα.
Με τους ώμους σφιγμένους, τα χείλη ζαρωμένα. Αμέτοχη στη γενικευμένη ευφορία των χορευτών, ενώ η σκούπα ρομπότ χτυπά ξανά το ποδαράκι της καρέκλας. Λίγο πίσω και πάλι. Σαν μετρονόμος που μετρά όλα εκείνα τα βαρετά χρόνια της ζωής της. Πότε πήγε τριάντα οκτώ χρόνων; Αν κι ακόμα όμορφη, λένε, κοπέλα γλυκιά. Μάταια προσπαθεί να θρυμματίσει αυτό που κρατά τους άλλους σε απόσταση. Φταίει η δουλειά της σίγουρα. Αιώνια στριμωγμένη στο ταγέρ.
Ενώ η σκούπα ρομπότ συνεχίζει να χτυπάει το ποδαράκι της καρέκλας και την τραντάζει. Η Δήμητρα που μοιάζει με υπνωτισμένη, δεν αντιδρά. Υπνωτισμένη στη μιζέρια της. Γι’ αυτό ξεκίνησε χορό. Ο γιατρός τής είχε πει να χαλαρώσει, δε θέλουν άγχος αυτές οι καταστάσεις. Ούτε Xanax. Πλησιάζει η μεγάλη μέρα.
Ενώ η σκούπα ρομπότ χτυπά απτόητη το ποδαράκι της καρέκλας ρυθμικά ακολουθώντας τον χτύπο της καρδιάς της, που αργοσβήνει μέσα της. Κοιτά ξανά τους χορευτές με τα μεγάλα καστανά της μάτια. Σαν να βαριέται, να τους ζηλεύει, να σκέφτεται τι στο διάολο θέλω εγώ εδώ, ενώ εκείνοι χορεύουν εκστασιασμένοι μπροστά της λες και της κάνουν επίδειξη. Στον ρυθμό της λάτιν μουσικής που σιχαίνεται.
Ενώ η σκούπα ρομπότ εξαφανίστηκε.
Και τώρα η Δήμητρα νιώθει σαν κάτι να της λείπει. Το βλέμμα της χαμηλώνει και αναζητά σχεδόν με αγωνία τη σκούπα ρομπότ τριγύρω στο ξύλινο πάτωμα. Ψάχνει ανάμεσα στα πόδια που χορεύουν σαν τρελά. Μαύρα τακούνια, αθλητικά παπούτσια και σκαρπίνια στριφογυρίζουν πάνω στο παρκέ χορεύοντας στους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέιρο. Τελικά, μάλλον μάμπο πρέπει να είναι αυτός ο λάτιν ρυθμός. Μάμπο.
Το βλέμμα της Δήμητρας μένει για λίγο να παρακολουθεί σαν υπνωτισμένο τα δεκάδες πολύχρωμα παπούτσια που στριφογυρίζουν στον ρυθμό της μουσικής και μετά αργά αργά σηκώνεται προς τα πάνω. Γυμνά γόνατα και τατουάζ, φουστάκια, σκουλαρίκια στον αφαλό, λουλουδάτα πουκάμισα και πίσω ακριβώς από τους χορευτές τον βλέπει για πρώτη φορά.
Εκείνος.
Η μοίρα που ήρθε να τη συναντήσει.
Τέτοια δε γράφουν στα αισθηματικά μυθιστορήματα;
Εκείνος.
Ακριβώς την ίδια ώρα που η Δήμητρα θα συναντούσε το μοιραίο, μακριά από το βενετσιάνικο σπίτι με τα ξεφτισμένα κεραμίδια όπου στεγαζόταν η σχολή χορού, συνέβαινε κάτι που θα επηρεάσει, επίσης, τα γεγονότα της ιστορίας μας. Σε έναν απόμερο λόφο με ελιές και ξεραμένα γαϊδουράγκαθα, λίγο έξω από την παλιά πόλη του νησιού, δυο μπότες βάδιζαν μες στη νύχτα. Δυο στραβοπατημένες δερμάτινες μπότες που σήκωναν σκόνη καθώς πατούσαν πάνω στο χώμα και στις πέτρες. Κάποιος έσερνε ένα τσαπί.
Κι όταν ο άντρας που φορούσε τις μπότες στάθηκε δίπλα στην αιωνόβια ελιά, μέτρησε δέκα βήματα προς τη μαρίνα με τα ιστιοφόρα που φαίνονταν πέρα μακριά στο βάθος κι ύστερα άρχισε να σκάβει.
Παρά τον σκοτεινό ουρανό η μορφή του φάνταζε πελώρια. Τουλάχιστον ένα ενενήντα ύψος και γεροδεμένος πολύ, πρησμένες πλάτες και μπράτσα. Γκρίζο, κοντό, σγουρό μαλλί. Τετράγωνο πιγούνι. Και τα δόντια του ήταν μικρά και αραιά, τόσο αραιά που όταν χαμογελούσε δεν έδειχνε πλέον μοχθηρός αλλά κάπως αστείος. Ναι, αυτός ήταν ο περιβόητος Καρράς. Ο φόβος και ο τρόμος του νησιού.
Να τος σκάβει ιδρωμένος τη γη φορώντας τα μαύρα του ρούχα. Σκάβει με δύναμη, χώμα, σκόνη, κι άλλη μια με το τσαπί και τελικά το μέταλλο χτυπά με δύναμη κάπου. Χτυπά μια ξύλινη κούτα. Απ’ αυτές που έχουν στον στρατό για τα όπλα. Μια μεγάλη κούτα, που ήταν θαμμένη στη γη. Ο Καρράς κάνει πέρα τα χώματα από την ξύλινη κούτα. Τα αραιά δοντάκια του αστράφτουν στο σκοτάδι κι ύστερα ανοίγει την κούτα με μια απότομη κίνηση. Αρπάζει δυο δεσμίδες χαρτονομίσματα, ένα πιστόλι, σφαίρες, ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο κι οπλίζει το πιστόλι επιδεικτικά. Μια χαρά λειτουργεί. Όμως, δε φεύγει ακόμα.
Μέσα στην ξύλινη κούτα βρίσκονται κι άλλα που τον ενδιαφέρουν. Το μάτι του στο μεταλλικό κουτί, σκύβει, το παίρνει στα χέρια του και το ανοίγει. Βιντεοκασέτες. Κασέτες VHS για τα βίντεο της δεκαετίας του ογδόντα. Υπήρχε ζωή και πριν από την ψηφιακή εποχή. Απλώνει τη χερούκλα του και παίρνει μια βιντεοκασέτα που γράφει «τελικός, Ελλάδα-ΕΣΣΔ, 1987». Την παίζει απαλά στην πελώρια παλάμη του κι ύστερα ψάχνει λίγο ακόμα και παίρνει άλλη μια βιντεοκασέτα με σκισμένη ετικέτα. Μια λάμψη στα μάτια του και κάτω στο βάθος το λιμάνι με τα κρουαζιερόπλοια και τα παλιά βενετσιάνικα σπίτια με τις κεραμοσκεπές.
Η χώρα του νησιού αστράφτει κομψή στο σκοτάδι. Πόλη τη λένε οι ντόπιοι και σωστά. Κοντά στις τριάντα χιλιάδες ψυχές ζούνε εκεί. Μεγάλο το νησί, απ’ τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα, βουνά και γραφικά χωριά και δάση και αμμουδιές και ραστώνη. Και η παλιά πόλη του νησιού, κομψοτέχνημα, φτιαγμένη από τους Ενετούς πριν από αιώνες.
Θα σκέφτεσαι, και λογικά, τι σχέση μπορεί να έχει η Δήμητρα με τον μοχθηρό Καρρά; Το μόνο που μπορώ να σου πω προς το παρόν είναι πως τα γεγονότα συνέβαιναν ταυτόχρονα, κι όσο κι αν θες να σου μιλήσω αυτή τη στιγμή για τη σχέση των συμβάντων, δε θα το κάνω ακόμα. Συγγνώμη, αλλά βιάζεσαι. Αν με γνώριζες καλύτερα, θα καταλάβαινες. Αν ήξερες σχετικά με το όραμα του αστυνόμου Αντύπα. Όμως, μην ανησυχείς. Θα φτάσω κι εκεί στην ώρα του, και τότε θα αντιληφθείς γιατί τα ξέρω όλα αυτά και πώς συνδέονται μεταξύ τους τα γεγονότα. Όλα στο φως. Όμως, όχι ακόμα.
Προέχει η Δήμητρα. Το άλφα και το ωμέγα της ιστορίας μας. Όπως κι εκείνος που έχει μόλις αντικρίσει.