Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Τάσος Λειβαδίτης
ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία
20 Απριλίου 1922 -30 Οκτωβρίου 1988
Ο ήλιος αγωνιζόταν να με ζεστάνει με τις αδύναμες ακτίνες του μέσα στο ψυχρό χειμωνιάτικο πρωινό, θα τα κατάφερνε αν ο βοριάς με τις απανωτές ριπές του δεν με έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη κατά τον νοτιά και με όλο του το πείσμα στην εξώθυρα της παγωνιάς.
Είχα ακουμπήσει στο μικρό, υποτυπώδες θεατράκι της Πλατείας Ελευθερίας με το πρόσωπο στα δυτικά, από εκεί που περίμενα να καταφθάσει το ραντεβού μου, που όπως όλα έδειχναν, είχε περάσει η ώρα και θα κατέληγε σε συνάντηση – ναυάγιο. Ξαφνικά ως δια μαγείας ο βοριάς ησύχασε κι άφησε τις ακτίνες του ήλιου να κάμουν το καθήκον τους, το οποίο όπως ισχυρίζονταν όλες μου οι αισθήσεις μαζί, ήταν να ζεστάνουν το παγωμένο μου κορμί. Βολεύτηκα πιο καλά στην μπετονένια καμπύλη της θεατρικής κατασκευής και έσυρα από την τσέπη το κινητό μου, να δω τι πρόκειται να κάνω με το χαμένο ημερήσιο πρόγραμμά μου. Λοξοδρόμησα, όμως, γιατί όπως απρόσμενα και μεταφυσικά σταμάτησε ο βοριάς, έτσι απρόσμενα και μεταφυσικά έχασα το ενδιαφέρον μου για τη συνάντηση, που ήταν να γίνει και όσο περνούσε η ώρα βεβαιωνόμουν ότι δεν θα συμβεί. Ήταν μια συνάντηση για την οποία είχα εργαστεί για καιρό και με επιμέλεια, το πρωί τη λαχταρούσα, αλλά τώρα πια δεν την ορεγόμουν. «Σε λίγο» σκέφτηκα και παράφρασα το αύριο του ποιητή «“Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ».
Σκάλιζα το κινητό μου και ασυναίσθητα τη στάχτη της ματαιωμένης μου συνάντησης για να δω πως θα περάσω το ταλαιπωρημένα ελεύθερο πρωινό μου, όταν έπεσα πάνω σε ένα κείμενο του κυρίου Γιώργου Δουατζή στο περιοδικό «Χάρτη ηλεκτρονικό περιοδικό λόγου και τέχνης» όπως αυτοσυστήνεται και διάβασα για τις ενέργειες, τις κοπιώδεις προσπάθειες και τις αγωνίες διάσωσης από τις δαγκάνες της μπουλντόζας και της αδιαφορίας του σπιτιού του ποιητή.
«Για την ιστορία, θέλω να αναφέρω, γράφει ο Γ.Δουατζής, ότι ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στην οδό Λεωνίδου 74, και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην οδό Αχαρνών 35. Το έτος 2000, ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων απαλλοτρίωσε τον περιβάλλοντα χώρο και το πατρικό σπίτι του ποιητή, προκειμένου να χτιστεί το 156ο Δημοτικό Σχολείο.
Με πολλές προσπάθειες καταφέραμε να μην κατεδαφιστεί το οίκημα, να διασωθεί το σπίτι και με το ΦΕΚ 484/05-11-2007 του Υπουργείου Πολιτισμού χαρακτηρίστηκαν «ως μνημεία τα κτίσματα επί της οδού Λεωνίδου με αριθμούς 70 & 74 καθώς και ο μαντρότοιχος στον αριθμό 72. Τα συγκεκριμένα κτίσματα είναι χαρακτηριστικά δείγματα κτισμάτων μικρής κλίμακας των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ανήκουν σε μια από τις παλαιότερες γειτονιές της Αθήνας και η διατήρησή τους θα συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της περιοχής από πολεοδομική, ιστορική και αρχιτεκτονική άποψη». Tο σπίτι του Λειβαδίτη, έκτοτε, ανήκει στον ΟΣΚ».
Με την τελευταία φράση κατάλαβα πως ίσα που πρόλαβαν οι άνθρωποι να σώσουν το σπίτι του ποιητή και να μην το πάρουν οι μπουλντόζες κάτω από τις ερπύστριες και φέτος που είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή φαίνεται ότι πέτυχαν το στόχο τους οι άνθρωποι και θα παραδώσουν στην πόλη των Αθηνών μια γωνιά ανεκτίμητης μνήμης. Με την τελευταία φράση πάλι κατάλαβα ότι απείχα λίγες εκατοντάδες μέτρα από την παιδική φωλιά του ποιητή, Λεωνίδίου 74 λοιπόν βρήκα στο χάρτη του κινητού μου.
Να και τα καλά της τεχνολογίας σκέφτηκα του internet του διαδικτύου των social media, που τα κατακεραυνώνουμε νυχθημερόν όλοι μας και πολλές φορές χωρίς να έχουμε και άδικο, αλλά εδώ ήταν χρυσάφι, γιατί ένα σμπαραλιασμένο πρωινό το έστησα πάνω στις δυνατότητες του μικρού και όχι και τελευταίας τεχνολογίας κινητού μου. Ξεκίνησα λοιπόν ανάλαφρα, με το χαμόγελο κάποιου που βρήκε κάτι που καιρό έψαχνε και πια δεν το αφήνει με τίποτα από τη χούφτα του. Πέρασα την Πειραιώς απέναντι στο ΙΚΑ και χώθηκα στα στενά του μεταξουργείου. Από τη Μυλλέρου, έστριψα αριστερά στην Αγησιλάου και δεξιά τη Σαλαμίνος. Δεν άργησα να βρεθώ Λεωνίδου 74. Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό καθώς σιδερένιες κολώνες και τσίγκοι προσπαθούσαν ακαλαίσθητα να συγκρατήσουν ότι είχε απομείνει από το σπίτι του ποιητή. Κάθισα οκλαδόν στο απέναντι πεζοδρόμιο και προσπαθώντας να δραπετεύσω από το αποκαρδιωτικό θέαμα, αναζήτησα πάλι στο σωσίβιο του κινητού μου το κείμενο του ποιητή με τίτλο «Το πατρικό σπίτι».
«Βάδιζα ώρες. Ίσως είχα ξεπεράσει όλα τα όρια, όταν ένα σπίτι βρέθηκε μπροστά μου. «Θεέ μου, το πατρικό μου σπίτι!» ψιθύρισα. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, μου άνοιξε η ίδια η μητέρα μου, ταράχτηκα, αλλά ντράπηκα να της πω ότι ήταν πεθαμένη. Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό μύλο του καφέ που της είχαν χαρίσει όταν ήταν νιόνυφη. Και γύριζε το χερούλι του μύλου με τέτοια σοβαρότητα που μου ’ρχόταν να κλαίω. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα ημερολόγιο, που όπως φύσηξε απ’ την ανοιχτή πόρτα, το ημερολόγιο άρχισε να διαλύεται, σκόρπισαν τα ξεθωριασμένα φύλλα του «γιατί, μητέρα», της λέω – «κι όμως μ’ αγαπούσατε». Τότε είδα τον αδελφό μου, που είχε πεθάνει κι αυτός, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο κοιμόταν ακόμα στο σπίτι, ο πατέρας, μάλιστα, ήταν τόσες οι ανάγκες μας που προσπαθούσε, αν και νεκρός κι εκείνος, να τον ξυπνήσει για να πάει να εργαστεί, «μα εργάζομαι αλλού, πατέρα» έλεγε ο αδελφός μου, τέλος πριν κατεβώ τη σκάλα πρόφτασα να δω μια γριά υπηρέτριά μας, απ’ τους παλιούς καιρούς, πεθαμένη κι εκείνη, να κλείνει βιαστικά τις κουρτίνες στα παράθυρα αυτού του μυστηριώδους σπιτιού που δεν ήξερα πού βρίσκεται, ούτε θα μάθαινα ποτέ…»
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922, και ήταν το πέμπτο κατά σειρά παιδί της οικογένειας Λειβαδίτη. Η καταγωγή του όμως ήταν από Κοντοβάζαινα της Αρκαδίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως η μεγάλη του αγάπη ήταν η λογοτεχνία, και η ποίηση. Με έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς, οργανώνεται στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Την περίοδο της Κατοχής το 1943, χάνει τον πατέρα του. Όταν βρισκόταν εξόριστος στην Μακρόνησο το 1951, φεύγει από την ζωή και η μητέρα του. Μετά την Μακρόνησο, την επόμενη χρονιά, στέλνεται και πάλι εξόριστος στον Αϊ Στράτη και από εκεί στην Αθήνα στις φυλακές Χατζηκώστα, απ’ όπου τελικά αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Επιπλέον, απαλλάχθηκε από Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, λόγω αμφιβολιών. «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο» ψιθύρισα, είχα μείνει οκλαδόν για ώρα απέναντι από το σπίτι του ποιητή και ζέσταινα το κορμί μου με τις χειμωνιάτικες ακτίνες και την ψυχή μου με σκόρπιους στίχους του από δω κι από κει και διάφορα βιογραφικά στοιχεία του που τα ξαναθυμόμουν σκαλίζοντας στο διαδίκτυο.
Η πρώτη του «εμφάνιση» στο ελληνικό κοινό, έγινε το 1946, γράφοντας στην στήλη του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» και αργότερα συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο: «Μάχη στην άκρη της νύχτας». Επιπλέον, στα χρόνια της Δικτατορίας, με το ψευδώνυμο Ρόκκος, μεταφράζει ή διασκευάζει έργα για περιοδικά ποικίλης ύλης.
«H αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά, το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα»
Ψαχούλευα τους στίχους του ποιητή και εύκολα βρισκόμουν από τους τόπους της εξορίας του στους τόπους των ερώτων του και πάλι πίσω.
«O ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια»
Στίχοι του ποιητικού του έργου του μελοποιήθηκαν από μεγάλους Έλληνες συνθέτες, ανάμεσά στους οποίους οι Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Λοΐζος. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε τουλάχιστον 10 διαφορετικές γλώσσες. Έχουν εκδοθεί περίπου 24 ποιητικές του συλλογές. Αφήνει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο στις 30 Οκτωβρίου του 1988, από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, αφήνοντας πίσω του πλούσιο ποιητικό υλικό.
«Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι. Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους»
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης ονειρεύτηκε μία επανάσταση και περιέγραψε μια κοινωνία που ποτέ δεν ήρθε και αυτά που φάνηκαν στα διάσελα της Ιστορίας, έμοιαζαν περισσότερο με εφιάλτες, παρά με τα όνειρά του.
«Τίποτα. Κοιμήσου. Εμείς τελειώσαμε. Δεν έχει δάκρυα πια. Κλαίνε όσοι στο βάθος ακόμη ελπίζουν».
Είχα μείνει οκλαδόν ώρα πολλή, τα γόνατά μου είχαν πιαστεί, είχαν αγκυλωθεί, σηκώθηκα αργά, αργά και με κόπο, με τη θλίψη στο πέτο και την ματαιότητα στη χούφτα. Απομακρυνόμουν προς τα στενά του Μεταξουργείο χωρίς να έχω σκοπό πια να πάω κάπου. Ξαφνικά ακούω πίσω μου.
«Κι’ ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα, για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι»
Γύρισα δεν ήταν κανείς, μπορεί να ήταν και η ιδέα μου, είπα, στο σκυλάκο που ρούφαγε τον ήλιο έξω από το μικρό καφενείο με την επιγραφή του «καφέ – Ελπίς» μισοσβησμένη.