Σήμερα βρισκόμαστε όλοι στην ευχάριστη θέση να προβλέψουμε ότι κάποιο από τα επόμενα νόμπελ χημείας, φυσικής ή ιατρικής θα αφορά επιστήμονα/ες που θα συμβάλλουν στην ίαση από τον κορωνοϊό. Αντιθέτως δεν είμαστε ακόμη σε θέση να προβλέψουμε τον λογοτέχνη που θα πάρει το νόμπελ λογοτεχνίας. Η ιστορία του συγκεκριμένου Νόμπελ είναι μια ιστορία γεμάτη προσωπικές σχέσεις, κυβερνητικές παροτρύνσεις, ακόμη και χρηματισμό: Επιστήμη – Γράμματα=1-0.
Από την εποχή των αρχαίων τραγικών –ίσως και παλαιότερα- οι τέχνες βασιζόντουσαν στη γενναιοδωρία του εκάστοτε πολιτεύματος∙ στην αρχαία Αθήνα και στην ανεκτικότητά του. Στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση μεγάλο ρόλο έπαιζε και η πανίσχυρη εκκλησία της εποχής. Στη σύγχρονη ιστορία, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι καλλιτέχνες είχαν κάποιους πλούσιους προστάτες που ανήκαν στην εκάστοτε αριστοκρατία ή στα λογοτεχνικά σαλόνια. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο η θέση της τέχνης εν πολλοίς αλλάζει και οι καλλιτέχνες στηρίζονται πλέον σχεδόν αποκλειστικά στο επάγγελμα που έχουν επιλέξει για τον βιοπορισμό τους και στις δημόσιες σχέσεις τους. Εκεί μας βρίσκει η τελευταία οικονομική κρίση και η πανωλεθρία του κορωνοϊού.
Ένα χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων είναι ότι είναι διαφορετικές οντότητες, με διαφορετικές σκέψεις και απόψεις. Οι ποιητές και οι ποιήτριες μοιράζονται το εν λόγω χαρακτηριστικό με όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό αλλά συχνά, είτε ιδιαίτερα είτε λιγότερο μορφωμένοι, εξαιτίας της τριβής τους με τον λόγο είναι περισσότερο στοχαστικοί. Ο χρυσελεφάντινος πύργος στον οποίο εθεωρείτο ότι διημέρευαν σε προηγούμενους αιώνες έχει σωριαστεί και δεν μπορεί να κατασκευαστεί νέος μια και σε πολλές χώρες της Αφρικής έχει απαγορευτεί η κοπή των χαυλιόδοντων. Έτσι περνούν τις μέρες τους στο, αστικό συνήθως, διαμέρισμα ή διαμερισματάκι τους και υφίστανται τις συνέπειες των δύο κρίσεων. Επιπλέον συχνά δέχονται την επίθεση όσων δεν έχουν διαβάσει ποτέ ούτε γραμμή πέρα από τις αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, «Πού είναι οι διανοούμενοι, Πού είναι, εν προκειμένω, οι ποιητές;». Έτσι αντιπαρέρχονται με ευκολία αφενός την παλαιά διαμάχη περί «οργανικών» ή μη διανοούμενων και αφετέρου την ελληνικής κοπής διαστρέβλωση του νοήματος της λέξης κουλτουριάρης και την αντιμετώπισή της ως βρισιάς. Είναι υπερβολικό να ζητάς από τους ανθρώπους της Τέχνης και των Γραμμάτων να δημοσιοποιούν τη θέση τους για τα πάντα την ίδια στιγμή που η Πολιτεία, και κατά συνέπεια και η κοινωνία, αδιαφορούν γι αυτούς.
Ιδανικά ο ποιητής ή ο λογοτέχνης, εφόσον δεν νοσεί, θα έπρεπε να βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του: Μόνος στο σπίτι με άπειρο χρόνο –ακόμη κι όταν εργάζεται- για να ασκήσει την τέχνη του. Δυστυχώς όμως ο ως άνω ορθολογισμός δεν ισχύει για όλους. Κάποιοι πρέπει να ασχοληθούν 24 ώρες με τα παιδιά, να φροντίσουν ηλικιωμένους, να πληροφορηθούν τα νέα, να παλαίψουν το εσωτερικό τραύμα που αφήνει σε όλους η παρούσα κατάσταση. Η νόσος είναι αόρατη πράγμα που γεννά πολλούς παραμυθικούς ή λογοτεχνικούς συνειρμούς, φέρει όνομα βασιλικό με εξουσία ζωής και θανάτου στους υπηκόους, αποκλείει τα εξωτερικά ερεθίσματα και μας αφήνει μόνον με νεκρούς, νοσηλευόμενους, «πηγές» από δεύτερο χέρι, άφθονες φωνασκίες και ψεύτικες ειδήσεις. Έτσι ο ποιητής που παλεύει με το Υψηλό βρίσκεται συνέχεια αντιμέτωπος με τον αναγκαστικό εγκλεισμό, την ιδιάζουσα ευαισθησία του και αέναους επικούς συλλογισμούς.
Η καινούργια εποχή αναστέλλεται λόγω της ύπαρξης του κορωνοϊού. Η κλιματική αλλαγή φέρνει μεταξύ άλλων καταστροφών και την αδιάλειπτη γέννεση νέων ιών.Η ασέβεια προς τη φύση, η ασέβεια προς τον πλανήτη που μας φιλοξενεί, θα οδηγήσει μαθηματικά σε οικονομικές δυσκολίες, χειροτέρευση της ζωής και της ποιότητάς της.
Η ποίηση ήταν πάντα κατά βάθος μελαγχολική και μάλιστα συχνά χωρίς ιδιαίτερη αιτία. Το spleen των προηγούμενων αιώνων οδήγησε σε μια beat μελαγχολική ανεμελιά αλλά αυτά φαντάζουν πλέον τεχνητά. Μόνο που η μελαγχολία αυτή διέφερε από την καθημερινότητα διότι ήταν γεμάτη όμορφες εικόνες, λέξεις, νοήματα που διέγειραν την ενυπάρχουσα αισθητική.
«Διαβάστε μας κάποιο ποίημα που να μην είναι τόσο μαύρο», απαιτούν συχνά οι «κοινοί» αναγνώστες λογοτεχνικών βραδιών. Η εσωτερική ποίηση όμως λογάται συχνά τον θάνατο που συνήθως αποφεύγουμε να σκεφτούμε. Ο ποιητής αδυνατεί να μην σκέφτεται τη φυσική του (μας) κατάληξη πολύ περισσότερο μάλιστα σήμερα που, πέραν του κορωνοϊού, η επιστήμη προειδοποιεί για την προσεχή διάλυση του πλανήτη στα εξ ων συνετέθη. Η μελαγχολία είναι φυσική και ουχί τεχνητή, ουσιαστική και όχι του συρμού.
Ο κορωνοϊός οδηγεί αυτομάτως και στη σκέψη του «κοινωνικού (πολιτικού) όντος». Ο μη συγχρωτισμός με συνανθρώπους ενδεχομένως θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε πιο έντονο ατομικισμό και ακόμη λιγότερη συλλογικότητα. Η συγκεκριμένη «Κατάσταση εξαίρεσης» μπορεί να είναι περιορισμένης διάρκειας αλλά μεγεθύνει αυτομάτως και σκέψεις περί ολοκληρωτισμού.Η αγωνία για την επόμενη μέρα βιωμένη ατομικά οδηγεί σε στρεβλώσεις. Ω, Ποιηταί, λοιπόν, η ώρα σας να μιλήσετε για την μετά εποχή που όλοι μας ευχόμαστε να μην είναι μετα-ποιητική!
* Η Λίλυ Εξαρχοπούλου είναι συγγραφέας, μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας.Το πιο πρόσφατο ποιητικό της βιβλίο φέρει τον τίτλο «Λαθραία οργή», Μελάνι, 2018.