Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Λιάνα Σακελλίου | Γράφει η Ιφιγένεια Σιαφάκα

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη: Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Μετά την παρουσίαση των  ποιητών  Γιάννη Τζανετάκη και Αλεξάνδρα Μπακονίκα, καθώς και των πεζογράφων Βαγγέλη Ραπτόπουλου και Ισίδωρου Ζουργού, συνεχίζουμε τον τελευταίο μήνα του Φθινοπώρου με την ποιήτρια Λιάνα Σακελλίου.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Γράφει η Ιφιγένεια Σιαφάκα

ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΩΣ ΠΕΡΙ/ΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΛΙΑΝΑΣ ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ

Η ποίηση της Λιάνας Σακελλίου (από το 1992 έως σήμερα) έχει να επιδείξει διαφορετικές θεματικές και εξίσου διαφορετικούς χειρισμούς και τεχνικές όσον αφορά τη φόρμα που κάθε φορά επιλέγει για να υπηρετήσει τη θεματική της – από την πρώτη της συλλογή Αφές ρέουσες (Νεφέλη, 1992), όπου κυριαρχεί το έντονο λυρικό στοιχείο και το ερωτικό περιεχόμενο, έως τη συλλογή Sequentiae (Gutenberg, 2021), η οποία συνιστά ένα ποιητικό ορατόριο για μια πρώιμη εικόνα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, και αποτελείται από πέντε διαφορετικά μέρη με τη δική τους μορφή και γεωμετρικό σχήμα, με πέντε φωνές να αφηγούνται τη δημιουργία και την ιστορία της εικόνας του 16ου αιώνα.

Το παρόν δε κριτικό σημείωμα αφορά τις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές της Σακελλίου, Αφές ρέουσες (Νεφέλη,1992), Πάρε με σαν φωτογραφία (τυπωθήτω, 2004), οι οποίες παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά ως προς τον αισθητικό προσανατολισμό και ως προς τη θεματική τους. Διακριτά στοιχεία και των δύο συλλογών είναι ο υπαρξισμός, ο λυρισμός, οι συνειρμικές εικόνες με αφαιρετική λογική, οι σφριγηλές εικόνες μέσα από τεχνικές ανατροπής και μη ρεαλιστικής σύνθεσης, η πρωτότυπη σκηνοθεσία των λέξεων, η μετωνυμική και μεταφορική διάσταση, η διάνοιξη των αισθήσεων και η δημιουργία ατμόσφαιρας όπως σε αχλύ ή σε νανούρισμα, που είναι αποτέλεσμα της αφαιρετικής ροής  – συνειρμοί με την ιδιαιτερότητα της ροής στη γραφή της Βιρτζίνια Γουλφ ή του Γουίλιαμ Φώκνερ, τον λυρικό τόνο και τον γοργό παλμό, είναι κάποτε αναπόφευκτοι. ***Στροβιλίζονται επάνω μου/όπως τα ρεύματα της θάλασσας του Κιότο […] τα μακριά μανίκια μεταφέρουν τη γύρη/του γρήγορου έρωτα (Πάρε με σα φωτογραφία, σελ. 80) ***Παλλόμενο έντομο στη χνουδωτή κοιλιά/ενός φύλλου; […] χωρίς εποχές οι χυμοί/ανεβαίνουν με ακρίβεια στο μεδούλι/του μυαλού σου (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 83) *** Η πυκνότητα δε, ο ρυθμός και η γλωσσοκεντρική οπτική λειτουργούν και στις δύο συλλογές άρτια σε σχέση με το περιεχόμενο. Η θεματική της αφορά κυρίως τη οντολογική σύσταση του υποκειμένου, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, την απώλεια, τον θάνατο, τον έρωτα.

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙΝ

Η Σακελλίου, όπως φαίνεται και από τις συλλογές που θα ακολουθήσουν στο μέλλον, έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη ζωγραφική, πιθανώς γιατί οι  απεικονίσεις της πραγματικότητας ή, διαφορετικά, τα περι/γράμματα, οι περι/γραφές, τα αποτυπώματα που η Τέχνη αποδίδει στη φύση και στα σώματα συνιστούν –μέσα από τη δική της οπτική– μια απόπειρα τού υπάρχειν.  ***Μ’ αρέσει να σ’ αποτυπώνω στο χιόνι./Η σιωπή απίστευτη./Κι εγώ δεν υπάρχω. (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ.44) ***Φορούσα τότε ένα υγρό δέρμα/κι εσύ τα χέρια βύθιζες στον ήσκιο των φυτών/που μάκραινε μες στο ποτάμι/και μου ’φερνες τ’ αποτυπώματα στα μπράτσα σου (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 46) ***

Στις Αφές ρέουσες δε, ο τίτλος της συλλογής σχολιάζει έναν τόπο/σώμα που διαφεύγει ρευστοποιημένος, μετέωρος, κατακερματισμένος, ανύπαρκτος μέσα από τους τρόπους που τον συλλαμβάνει η αφή ως μη σταθερό σημείο αναφοράς της αναγνώρισης του «άλλου» ως υπαρκτού. *** Είμαστε αφές ρέουσες σε χώρα θραυσμάτων («Παραλλαγές») *** Μια Αλίκη στη χώρα των θραυσμάτων σου/χάνομαι/σαν να μην είχα όνομα/σαν να μην ήμουν ποτέ κάποια («Στη χώρα των θραυσμάτων) *** Όμως όταν με κοίταξες/τα μαύρα γυαλιά σου έτριξαν […] Έσπασαν όπως τ’ αυγά των γλάρων/όταν πέφτουν στους βράχους («Τα μαύρα γυαλιά σου και μάτια», Αφές ρέουσες) *** Τώρα –μετά από τόσα χρόνια– τα κομμάτια μου μοιράστηκαν […] Μου ’πε πως κάτι χάλασε το μαγικό με τους καθρέφτες/και τεμαχίστηκα («Προς αναζήτηση μορφής», Αφές ρέουσες) ***

Ωστόσο, στη δεύτερη συλλογή της, Πάρε με σαν φωτογραφία, ο τόπος/σώμα γίνεται αντιληπτός με διαφορετικό τρόπο· λαμβάνει μορφή, συγκροτείται και σταθεροποιείται ήδη μέσα από την επίκληση του τίτλου της συλλογής «πάρε με» προς τον φακό/βλέμμα ενός άλλου, το οποίο θεωρήθηκε αποδιοργανωτικό και καταστροφικό στην προηγούμενη συλλογή. *** Με συναντούσες σε κήπους –/η αβίαστη συνύπαρξη πετάλων/θα συγκροτούσε μια μορφή […] βιότοπος τέχνης (σελ. 94) *** Το σώμα μου όμως συναρμολογεί το θάνατο/του δικού μας είδους/γεμάτο εκπλήξεις (σελ. 89) *** Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σώμα «ακινητοποιείται» πλέον ως η ανεστραμμένη εικόνα του, ως η καθρεφτική συνισταμένη του, ενώ η λογική της συλλογής συμπληρώνεται από εξπρεσιονιστικές ασπρόμαυρες φωτογραφικές απεικονίσεις φυτών της φωτογράφου Elena Sheehan, δημιουργώντας έτσι εντός της συλλογής μια «εικονική» σύνδεση ανάμεσα στο σώμα και στη φύση. Υπάρχει , λοιπόν, τώρα κάτι με τρόπο μορφοποιημένο, και γι’ αυτό αναζητά και να εικονοποιηθεί. H πολύσημη δε λειτουργία της επίκλησης «πάρε με» –α. απεικόνισε με σαν φωτογραφία β. θεώρησέ με φωτογραφία γ. κοίταξέ με όπως μια φωτογραφία δ. ενώσου μαζί μου σαν να βλέπεις μπροστά σου μια φωτογραφία– επιτείνουν την αίσθηση της σημασίας ενός τόπου/σώματος –αόρατου ή/και κατακερματισμένου– που οφείλει να θεαθεί για να υπάρξει ορατό και ενοποιημένο. *** Η Χιονάτη είναι θαμπή μέσα στο μαύρο βελουτέ της./Ο καθρέφτης δεν εστιάζεται (σελ. 84) *** Και η καρδιά μας μεγαλώνει/για ν’ απαιτήσουμε μια αχλύ/στον καθρέφτη του χερσαίου εαυτού μας («Παραλλαγές»/Αφές ρέουσες) ***

Επιπλέον, οι λέξεις ως ταυτότητα –και κατ’ επέκταση η γραφή ως οντολογική διάσταση του σώματος– λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο στην ποίηση της Σακελλίου. Οι λέξεις είναι «κομμάτια» σώματος, κι αρθρώνονται για να αναγνωριστεί και να υπάρξει το ποιητικό υποκείμενο, συντεταγμένο και «συναρμολογημένο» πλέον μέσα από μορφοποιημένες φράσεις. *** Τα σπασμένα γυαλιά/είναι οι λέξεις που αγαπώ/– κοφτερά μποφόρ που περιμένω να με συντρίψουν («Στη χώρα των θραυσμάτων»/Αφές ρέουσες) *** Σ’ εψαχνα σε λέξεις συμπαγείς και διάφανες/που βάραιναν τις τσέπες σου […] Στη ζωή μου οι στιγμές της αναγνώρισης ήταν λίγες (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 40) ***

ΤΟΠΙΑ ΚΑΙ ΟΠΕΣ

Μιλώντας γενικά, το σώμα, η φύση και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι σταθερά μοτίβα της ποιητικής δημιουργίας· εκείνο όμως που διαφοροποιεί τις ποιητικές προσεγγίσεις είναι η θέασή τους από μέρους των ποιητών. Στην ποίηση της Σακελλίου, σε μια πρώτη ματιά, θα έλεγε κανείς ότι παρατηρείται μια ενοποιητική διάσταση ανάμεσα στο σώμα και τη φύση –καθώς αυτή φαίνεται να είναι πανταχού παρούσα στον ποιητικό της λόγο–, ότι το σώμα είναι μέρος της φύσης και ότι ίσως και να βρίσκει την οντότητά του μέσα από τη φύση. Από την άλλη, οποιαδήποτε οικολογική προσέγγιση θα ήταν άστοχη στην περίπτωση της ποιητικής της.

Ένα χαρακτηριστικό ποίημα που πιθανώς φέρει μία από τις διαστάσεις που αποδίδει η ποιήτρια στη σχέση σώματος-απεικόνισης-φύσης είναι το ποίημα που αναφέρεται στη Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 90) *** Ήξερε να ανατέμνει πτώματα/και να σχεδιάζει πορτραίτα γυναικών […] Η κοιλιά μυστικά φούσκωνε/κι ο θάνατος εμφανιζόταν/σαν μια υπόσχεση που βιαζόταν/να υλοποιηθεί./Στο φόντο μια γέφυρα, ένα τοπίο/σχηματισμένο με τη δύναμη του νερού/και η Κοιλάδα της Κόλασης./Διέσχισα μια πόλη/μετά από κάλεσμά του./Με λέει Λίζα, τον λέω Λεονάρντο./Σπρώχνει απαλά την πλάτη μου/και σταματώ ν’ αναπνέω*** Η φύση ωστόσο  παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο, ως φόντο σε μία διαδικασία απαθανάτισης ενός σώματος που σε λίγο θα χαθεί ή που είναι ήδη συμβολικά νεκρό. Γι’ αυτόν τον λόγο θα λέγαμε ότι η ζωγραφική απεικόνιση υπόσχεται έναν νέο τόπο, εντός του πίνακα πλέον, όπως και κάθε άλλη απεικόνιση άλλωστε, είτε αυτή αφορά τη γραφή είτε τα σύνθετά της, φωτο/γραφία και ζωγρα/φική. Το νεκρό σώμα εξάλλου θα το εντοπίσουμε και σε άλλα ποιήματα *** Για μένα, να το ξέρεις, είσαι χλομό τοπίο,/κι όνομα νεκρό [μιλάει το λιοντάρι] («Το λιοντάρι, η κοιμωμένη και το νησί»/Αφές ρέουσες), [«χλομό», συνήχηση με το «ωμό», τουτέστιν βορά του λιονταριού, κατακερματισμός, θάνατος – «τοπίο», συνήχηση με την «οπή», ένα σώμα με έλλειψη και συνεπώς αδύναμο να αντισταθεί στη βαρβαρότητα του λιονταριού].

Σε άλλα ποιήματα η φύση λειτουργεί ως προέκταση του σώματος ή σε σχέση με το περίγραμμα του σώματος και τα όριά του, ενώ αυτό είτε εντάσσεται καμπύλο στον εξωτερικό χώρο ή απορροφάται από το τοπίο ή ενσωματώνει το τοπίο αποκτώντας καινούργια σχήματα, ή δανείζεται στοιχεία από το τοπίο ώστε να γίνει μέρος του. *** Επικολλώμαι σε αντικείμενα που αναγνωρίζονται με την αφή./Αντικείμενα που αφήνουν τα γυάλινα κουτιά τους κι έρχονται/σ’ εμένα ανοιγοκλείνοντας το βλέφαρο της εκδοχής τους («Παραλλαγές»/Αφές ρέουσες) *** Έδεσα το σώμα μου με το νερό (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 48) *** Και η νυχτερινή παλίρροια στο στήθος μου […] Ταξιδεύω μόνος/στα κόκαλά μου τα βαθιά νερά (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 26) *** και μου ’πες η ανάσα μου μυρίζει γιασεμί […] Στρατηγός αθώος και τρομερός/μπήκες στον Νείλο του έρωτα (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 70) *** Όμως οι νέοι έχουν γυρισμένοι την πλώρη στο Λιοντάρι,/ο σορόκος της αναπνοής τους αγγίζει τη χαίτη του («Το λιοντάρι, η κοιμωμένη και το νησί»/ Αφές ρέουσες) ***

Θα λέγαμε πως, αν κάτι συνιστά ιδιαιτερότητα στον τρόπο θέασης της Σακελλίου, είναι το γεγονός πως το σώμα δεν έχει περίγραμμα, δεν περι/γράφεται, αλλά αποκτά υπόσταση μέσα από τα τοπία και τα αντικείμενα τους. Η φύση λοιπόν λειτουργεί ως μία υπαρξιακή αναγκαιότητα όχι επικοινωνίας δύο μερών που ανήκουν στο ίδιο όλο αλλά ως αναγκαιότητα οντολογικής σύστασης για το ποιητικό υποκείμενο *** Ήρθα σ’ εσένα χωρίς εποχή […] και θα απορροφούσα το τοπίο σου (σελ. 51) *** όταν στο βάθος μέσα σου βουλιάζει/κάθε νυχτόβιο σταθερό (σελ. 57) *** Και στη βαριά αναπνοή σου αναπτύσσονται/πλάγιες σκιές από την απουσία/άλλων ανέμων (σελ. 62) *** Το ζαχαροκάλαμο της κίνησής του (σελ. 92) από τη συλλογή Πάρε με σαν φωτογραφία  ***

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σώμα βρίσκει έναν χώρο ύπαρξης και ανάδειξης για να ονομαστεί και να επαναπροσδιοριστεί. Έτσι, τα σημεία και τα μέρη των τοπίων έχουν τη λειτουργία χάραξης μέσα σε μεγαλύτερους τόπους, και το σώμα περιχαράσσεται μέσα από τα συστατικά τους, αποκτώντας υπόσταση και μια νέα θέση στα τοπία. Είναι σαν η «οπή» του σώματος να περιτριγυρίζεται πλέον από ένα σταθερό «τοπίο» *** Απέναντι απ’ τη Λόντζα/μάς λικνίζουν οι άνεμοι./Οι ίνες μας υφαίνουν ιστία και μάς φουσκώνουν./Σκόρπιες γλείφουμε το κοκκινόχωμα/τα μαύρα βότσαλα/τ’ αγριόχορτα/και διαμελιζόμαστε. […] Παλινδρομικά γλείφουμε τα σκαλοπάτια της Λόντζας/απαλά, απαλά. Γλείφουμε λίγο στην αρχή/Ό,τι βρίσκουμε το κάνουμε δικό μας («Μετωνυμία ερωτικού»/Αφές ρέουσες) ***

Έτσι, ο ου τόπος του (και η οπή του) γίνεται τόπος με διάμεσο τον χώρο *** μωλωπίζομαι [οπή, συνήχηση] στους σχιστόλιθους/και βυθίζομαι αναιμική υπόληψη/στη σήραγγα μέσα [σήραγγα, η οπή που διανοίχθηκε], («Η τέχνη του Λυκαβηττού»/Αφές ρέουσες) ***  Βουτούσα σε κάτι σημαδεμένο και βαθύ/και στο σκοτάδι του έβρισκα ανθόζωα/που κυμαίνονταν σαν σκελετοί/νεογνών (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 88). Οι αισθήσεις λοιπόν αφήνονται να διατρέξουν αυτήν τη σύλληψη του κόσμου για να την εγκιβωτίσουν σ’ ένα ρευστό και ρέον σώμα. Το σώμα και το τοπίο τελικά συνενώνονται, όχι όμως με την ψευδαίσθησης μιας επανεύρευσης του απολεσθέντος ή ενός χαμένου παραδείσου· όχι ως απάρνηση του ευνουχισμού, αλλά ως μία προσωπική και ιδιαίτερη επιλογή του ποιητικού υποκειμένου για να απαντήσει στον τρόπο που θα συγκροτήσει το σώμα του, μέσα από μια διαδικασία μετουσίωσης που του υπόσχεται η Τέχνη.

Εν τέλει η φύση είναι αυτή που θα λειτουργήσει ως καθρέφτης, ως ο άλλος της βεβαίωσης της ύπαρξης, προσφέροντάς μας μια ποιητική προσέγγιση που συγκινεί και μας μεταφέρει σε μια νέα και ευφάνταση προοπτική της ύπαρξης, η οποία συλλαμβάνεται ουσιωδώς και εντέχνως *** Ο χάρτης των πελμάτων μου/γη που την ξέρεις. Γύρω απ’ το κέντρο της/γλιστρά το βολτάζ τού πλαγκτόν/και δονεί το πέταγμα/των νυχτερίδων (Πάρε με σαν φωτογραφία, σελ. 85).

Βιογραφικό Λιάνα Σακελλίου

Βιογραφικό Ιφιγένεια Σιαφάκα

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη