Κα – κα – κα – ρδίτσα 18/6/42Αγαπητέ Κώστα,
επιτέλους μόνοι! – όπως, ίσως θα έλεγαν οι νεαροί ήρωες παλαιού ρομαντικού μυθιστορήματος, όταν, μετά μυρίας περιπέτειας, ευρίσκονται εις την ευχάριστον θέσιν να εξωτερικεύσουν δια της λαλιάς το τρυφερόν περιεχόμενο της τρυφεροτέρας καρδίας των. Το ίδιο μπορώ, νομίζω, να πω και εγώ αυτή τη στιγμή, αφού έθεσα εκτός μάχης υπέρ τους δέκα Αθηναίους – οι οποίοι, σώνει και καλά, ήθελαν γράμμα μου- οι αθεόφοβοι – και ιδού! τώρα εγώ, ενώπιόν σου, οι δύο μας πλέον,πονηρόν πνεύμα –
– Ξιφουλκήσατε, κύριε!…
Αν αυτό το γράμμα σας φανεί – ολίγον ή πολύ, αδιάφορον – παλαβό, δεν πρέπει να εκπλαγείς αναλογιζόμενος ότι ο συντάξας αρέσκεται εις τα τοιαύτα και ότι θα ημπορούσε, ίσως, να ήταν ακόμη περισσότερο παλαβά – και αυτός και το γράμμα του.
Σου γράφω, λοιπόν, Κώστα μου, από την κονιορτοστεφή Καρδίτσα, αφού μόλις προ ολίγου ξαναδιάβασα τα δύο σου γράμματα. Και νομίζω, ότι δύο λόγια γι αυτά θα αρκούσαν ίσως.
Πρέπει να πιστέψεις, ότι τα γράμματα σου στάθηκαν για μένα αξιόλογη παρηγοριά, μέσα σ’ αυτή τη ξηρασία της φύσεως και των ανθρώπων, μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, όπου ματαίως αγωνίζομαι ο ταλαίπωρος ν’ αναπνεύσω ολίγον.
Άνεμος Αθηναϊκός έπνευσε εις το θλιβερόν γραφείον μου, άμα τη εισόδω των επιστολών σου, άνεμος φευ! comprime – αλλά πάντως άνεμος.
Θαρρώ πως είμαστε φίλοι περισσότερο από ο,τι, ίσως, νομίζαμε. Ή μάλλον – το νοιώθαμε αυτό, μας φαινόταν όμως τόσο φυσικό, ώστε δε σκεφτήκαμε ποτέ να το πούμε και επισήμως.
Εγώ, τουλάχιστον, πολύ θα ήθελα να είμαστε αυτή τη στιγμή μαζί, στον κήπο σου π.χ. εγώ να κάθουμαι σ’ εκείνο τον πάγκο – παγίδα, με τα τρία ποδάρια – εσύ να μου πετάς βερύκοκα, πολλά βερύκοκα – τι ωραία αλήθεια που ήταν πέρσι τέτοιον καιρό τρώγαμε – κι εγώ – εγώ, τι να κάνω; – α! να τρώω τα βερύκοκα – ω! θελκτική σκηνή, αξία διασήμου χρωστήρος…
Πρέπει να ξέρεις, ότι είμαι πολύ στεναχωρημένος, ζαλισμένος, απογοητευμένος, τέλεια Δον – Κιχωτοποιημένος – είδες λέξη! -.
Γιατί; Δεν υπάρχουν ” γιατί “, κύριε… Σε όλα τα πράγματα δεν υπάρχουν ” γιατί “…
Πάντως η κατάσταση είναι σοβαρά. Σοβαρότατη, μάλιστα. Πάντοτε με πείραζε το καλοκαίρι, ιδίως τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας πολλών και ποικίλων γεγονότων. Υπέφερα τότε ψυχικά, ήμουν διαρκώς με νεύρα χαλαρωμένα, άρρωστα…
Εφέτος, όμως, ενώ περίμενα σ’ αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον της πολυαγαπημένης μου και πολύκλαυστης Καρδίτσας μου, να εύρω ησυχιαν – αν όχι ίσην, ποσοστόν τουλάχιστον εκείνης, ην μετ’ ου πολύ – ελπίζω – θ’ απολαύσω εν τω Παραδείσω – εφέτος, λέγω… ( Αρκεί. )
– Είδες τίποτε αξιόλογο τον τελευταίο καιρό; Εκείνη η Νότα μού έμεινε αλησμόνητη. Ένα μικρό χρέος μου από τη βραδιά εκείνη, έγραψα να σου το στείλουν. Ελπίζω να έγινε.
Και όμως – εις τα γραφόμενά σου ουδόλως ομιλείς περί ανέμων και υδάτων, αλλά πραγματεύεσαι θέματα σοβαρότατα, άξια κάθε προσοχής ως π.χ. την σημαντικήν εκείνη αποφθεγματικήν κρισην του Χ συμμαθητού μας – ότι δηλαδή εγώ εδώ θα θησαυρίσω. Περίεργος τω όντι αντίληψης. Επειδή είμαι, κατά την ιδίαν αυτού γνώμην, καπάτσος, πρέπει οπωσδήποτε να θησαυρίσω. Ημπορείς, αν είσαι τυχερός να τον συναντήσεις εκ νέου, να του απαντήσεις ότι- μάλιστα, εγώ, Αντώνιος μόνος και Α!, θα θησαυρίσω εν Καρδίτσα έτη σωτήριο 1942, αλλά- προσοχή! – θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σις ούτε βρώσις αφανίζει… Και ιδού – ο πρώτος θησαυρός – ότι εγώ εφ’ όλης καρδίας συγχωρώ τον ταλαίπωρον αυτόν νέον, τόσον αδίκως και τόσον προώρως πτωχεύσαντα τω πνεύματι…
Ας είναι…
Λοιπόν, αδελφέ Κωνσταντίνε, πρωτοσπαθάρη και μεγάλε σφραγιδοφύλακα του μυστικού των επτά κλειδαριών – πρόσεξε, αυτό είναι παρμένο από το καινούργιο μου αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου το εκκρεμές του αείμνηστου παππού σου παίζει ρόλον αρκετά σημαντικόν- πώς διάγεις λοιπόν, Αθηναίε, τρισόλβιε Αθηναιε, τρισμακάριστε Αθηναίε;
Απαιτώ – ακούς – ΑΠΑΙΤΏ – να μου γράψεις ένα γράμμα, ένα μεγάλο γράμμα, ένα πολύ μεγάλο γράμμα – με λόγια πολλά μέσα – Αν δεν έχεις τόσα πράγματα για να συμπληρώσεις, τραβά γραμμές κάθετες, οριζόντιες, καμπύλες, σχεδίασε καραγκιοζάκια, γράψε νούμερα, γιώτα, κουλούρες -.
Λοιπόν, είδες τον Καίσαρα, την Κλεοπάτρα, το Μωραντίνη, αυτόν τον καλόν άνθρωπον; Σου άρεσε κανένα από αυτά; Σε κινηματογράφο πηγαίνεις;
Διαβάζεις; Τι; Γράφεις; Τι;
Αν θυμηθείς στείλε μου – συστημένη, όμως – τη Ν. Εστία της 1ης Μαΐου καθώς και κάθε μήνα σε παρακαλώ, στελνε τη, συστημένη και θα σου εμβαζω αμέσως ο,τι ξοδεύεις.
– Προχτές θυμήθηκα πολύ τον καημένο τον Αλέκο. Ας είναι. Κάτι θέλω να κάνω γι αυτό το παιδί. Πολύ μου κόστισε η αναχώρησή του, τόσο, ώστε δε μπορώ ούτε να το γράψω ούτε να το πω. Φαντάζομαι, όμως, ότι το καλύτερο είναι, να προσπαθήσω να φτιάξω τη ζωή μου, σύμφωνα με το παράδειγμα της δικιάς του ωραίας ζωής – που τη διέπνεεν ένας ηρωικός άνεμος. Τι να σου πω! Όλοι μπορούσαν να γυρίσουν από εκεί. Αυτός, όμως, όχι…
– Αυτή τη στιγμή έχω πυρετό. Είμαι μόνος μου – η μητέρα κι ο νεοαφιχθείς πατέρας λείπουν από τη Δευτέρα στο χωριό. Έχω δύο μέρες να πάω στο γραφείο . Αύριο – μεθαύριο θα φύγουμε για τα χωριά. Ξέρεις τι σκέφτομαι; Όταν σου εξεθείαζα – καταπώς το συνηθίζω – τα θαυμάσια της νέας μου θέσης, εσύ, με το αιώνιο μεφιστοφελικό σου χαμόγελο, προφήτευες ότι δε θα καθήσω και πολύ – Ας είναι! Οφείλω να ομολογήσω πως, για μια φορά ακόμη, είχες δίκιο.
Ήδη, άρχισα να ζω με την προσδοκία της λυτρώσεώς μου από την καινούργια καρεκλοκενταυρία μου – που είναι χίλιες φορές χειρότερη από την προηγούμενη. Ίδωμεν…
– Έχω κέφι να σου γράψω αρκετά ακόμα. Αλλ’ η σαρξ ασθενής… Είσαι τυχερός. Ελπίζω στα δοξασμένα χωριά του κάμπου, να μου υπάρξει έμπνευση αρκετή για να σε φιλοδωρήσω με καινούργιο γράμμα.
Στο μεταξύ περιμένω, το συντομότερο γράμμα σου, με πολλά, όπως είπαμε, λόγια.
Στη μητέρα σου και στον πατέρα σου τα σέβη μου. Στους αδελφούς σου και τους λοιπούς παροικούντας την Ιερουσαλήμ, τους τρυφερούς μου διαλογισμούς .
Σ’ εσένα δε χαιρετισμούς λίαν εγκαρδίους, δηλ. από την καρδιά μου ή καλύτερα από την Καρδίτσα μου.
επιτέλους μόνοι! – όπως, ίσως θα έλεγαν οι νεαροί ήρωες παλαιού ρομαντικού μυθιστορήματος, όταν, μετά μυρίας περιπέτειας, ευρίσκονται εις την ευχάριστον θέσιν να εξωτερικεύσουν δια της λαλιάς το τρυφερόν περιεχόμενο της τρυφεροτέρας καρδίας των. Το ίδιο μπορώ, νομίζω, να πω και εγώ αυτή τη στιγμή, αφού έθεσα εκτός μάχης υπέρ τους δέκα Αθηναίους – οι οποίοι, σώνει και καλά, ήθελαν γράμμα μου- οι αθεόφοβοι – και ιδού! τώρα εγώ, ενώπιόν σου, οι δύο μας πλέον,πονηρόν πνεύμα –
– Ξιφουλκήσατε, κύριε!…
Αν αυτό το γράμμα σας φανεί – ολίγον ή πολύ, αδιάφορον – παλαβό, δεν πρέπει να εκπλαγείς αναλογιζόμενος ότι ο συντάξας αρέσκεται εις τα τοιαύτα και ότι θα ημπορούσε, ίσως, να ήταν ακόμη περισσότερο παλαβά – και αυτός και το γράμμα του.
Σου γράφω, λοιπόν, Κώστα μου, από την κονιορτοστεφή Καρδίτσα, αφού μόλις προ ολίγου ξαναδιάβασα τα δύο σου γράμματα. Και νομίζω, ότι δύο λόγια γι αυτά θα αρκούσαν ίσως.
Πρέπει να πιστέψεις, ότι τα γράμματα σου στάθηκαν για μένα αξιόλογη παρηγοριά, μέσα σ’ αυτή τη ξηρασία της φύσεως και των ανθρώπων, μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, όπου ματαίως αγωνίζομαι ο ταλαίπωρος ν’ αναπνεύσω ολίγον.
Άνεμος Αθηναϊκός έπνευσε εις το θλιβερόν γραφείον μου, άμα τη εισόδω των επιστολών σου, άνεμος φευ! comprime – αλλά πάντως άνεμος.
Θαρρώ πως είμαστε φίλοι περισσότερο από ο,τι, ίσως, νομίζαμε. Ή μάλλον – το νοιώθαμε αυτό, μας φαινόταν όμως τόσο φυσικό, ώστε δε σκεφτήκαμε ποτέ να το πούμε και επισήμως.
Εγώ, τουλάχιστον, πολύ θα ήθελα να είμαστε αυτή τη στιγμή μαζί, στον κήπο σου π.χ. εγώ να κάθουμαι σ’ εκείνο τον πάγκο – παγίδα, με τα τρία ποδάρια – εσύ να μου πετάς βερύκοκα, πολλά βερύκοκα – τι ωραία αλήθεια που ήταν πέρσι τέτοιον καιρό τρώγαμε – κι εγώ – εγώ, τι να κάνω; – α! να τρώω τα βερύκοκα – ω! θελκτική σκηνή, αξία διασήμου χρωστήρος…
Πρέπει να ξέρεις, ότι είμαι πολύ στεναχωρημένος, ζαλισμένος, απογοητευμένος, τέλεια Δον – Κιχωτοποιημένος – είδες λέξη! -.
Γιατί; Δεν υπάρχουν ” γιατί “, κύριε… Σε όλα τα πράγματα δεν υπάρχουν ” γιατί “…
Πάντως η κατάσταση είναι σοβαρά. Σοβαρότατη, μάλιστα. Πάντοτε με πείραζε το καλοκαίρι, ιδίως τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας πολλών και ποικίλων γεγονότων. Υπέφερα τότε ψυχικά, ήμουν διαρκώς με νεύρα χαλαρωμένα, άρρωστα…
Εφέτος, όμως, ενώ περίμενα σ’ αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον της πολυαγαπημένης μου και πολύκλαυστης Καρδίτσας μου, να εύρω ησυχιαν – αν όχι ίσην, ποσοστόν τουλάχιστον εκείνης, ην μετ’ ου πολύ – ελπίζω – θ’ απολαύσω εν τω Παραδείσω – εφέτος, λέγω… ( Αρκεί. )
– Είδες τίποτε αξιόλογο τον τελευταίο καιρό; Εκείνη η Νότα μού έμεινε αλησμόνητη. Ένα μικρό χρέος μου από τη βραδιά εκείνη, έγραψα να σου το στείλουν. Ελπίζω να έγινε.
Και όμως – εις τα γραφόμενά σου ουδόλως ομιλείς περί ανέμων και υδάτων, αλλά πραγματεύεσαι θέματα σοβαρότατα, άξια κάθε προσοχής ως π.χ. την σημαντικήν εκείνη αποφθεγματικήν κρισην του Χ συμμαθητού μας – ότι δηλαδή εγώ εδώ θα θησαυρίσω. Περίεργος τω όντι αντίληψης. Επειδή είμαι, κατά την ιδίαν αυτού γνώμην, καπάτσος, πρέπει οπωσδήποτε να θησαυρίσω. Ημπορείς, αν είσαι τυχερός να τον συναντήσεις εκ νέου, να του απαντήσεις ότι- μάλιστα, εγώ, Αντώνιος μόνος και Α!, θα θησαυρίσω εν Καρδίτσα έτη σωτήριο 1942, αλλά- προσοχή! – θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σις ούτε βρώσις αφανίζει… Και ιδού – ο πρώτος θησαυρός – ότι εγώ εφ’ όλης καρδίας συγχωρώ τον ταλαίπωρον αυτόν νέον, τόσον αδίκως και τόσον προώρως πτωχεύσαντα τω πνεύματι…
Ας είναι…
Λοιπόν, αδελφέ Κωνσταντίνε, πρωτοσπαθάρη και μεγάλε σφραγιδοφύλακα του μυστικού των επτά κλειδαριών – πρόσεξε, αυτό είναι παρμένο από το καινούργιο μου αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου το εκκρεμές του αείμνηστου παππού σου παίζει ρόλον αρκετά σημαντικόν- πώς διάγεις λοιπόν, Αθηναίε, τρισόλβιε Αθηναιε, τρισμακάριστε Αθηναίε;
Απαιτώ – ακούς – ΑΠΑΙΤΏ – να μου γράψεις ένα γράμμα, ένα μεγάλο γράμμα, ένα πολύ μεγάλο γράμμα – με λόγια πολλά μέσα – Αν δεν έχεις τόσα πράγματα για να συμπληρώσεις, τραβά γραμμές κάθετες, οριζόντιες, καμπύλες, σχεδίασε καραγκιοζάκια, γράψε νούμερα, γιώτα, κουλούρες -.
Λοιπόν, είδες τον Καίσαρα, την Κλεοπάτρα, το Μωραντίνη, αυτόν τον καλόν άνθρωπον; Σου άρεσε κανένα από αυτά; Σε κινηματογράφο πηγαίνεις;
Διαβάζεις; Τι; Γράφεις; Τι;
Αν θυμηθείς στείλε μου – συστημένη, όμως – τη Ν. Εστία της 1ης Μαΐου καθώς και κάθε μήνα σε παρακαλώ, στελνε τη, συστημένη και θα σου εμβαζω αμέσως ο,τι ξοδεύεις.
– Προχτές θυμήθηκα πολύ τον καημένο τον Αλέκο. Ας είναι. Κάτι θέλω να κάνω γι αυτό το παιδί. Πολύ μου κόστισε η αναχώρησή του, τόσο, ώστε δε μπορώ ούτε να το γράψω ούτε να το πω. Φαντάζομαι, όμως, ότι το καλύτερο είναι, να προσπαθήσω να φτιάξω τη ζωή μου, σύμφωνα με το παράδειγμα της δικιάς του ωραίας ζωής – που τη διέπνεεν ένας ηρωικός άνεμος. Τι να σου πω! Όλοι μπορούσαν να γυρίσουν από εκεί. Αυτός, όμως, όχι…
– Αυτή τη στιγμή έχω πυρετό. Είμαι μόνος μου – η μητέρα κι ο νεοαφιχθείς πατέρας λείπουν από τη Δευτέρα στο χωριό. Έχω δύο μέρες να πάω στο γραφείο . Αύριο – μεθαύριο θα φύγουμε για τα χωριά. Ξέρεις τι σκέφτομαι; Όταν σου εξεθείαζα – καταπώς το συνηθίζω – τα θαυμάσια της νέας μου θέσης, εσύ, με το αιώνιο μεφιστοφελικό σου χαμόγελο, προφήτευες ότι δε θα καθήσω και πολύ – Ας είναι! Οφείλω να ομολογήσω πως, για μια φορά ακόμη, είχες δίκιο.
Ήδη, άρχισα να ζω με την προσδοκία της λυτρώσεώς μου από την καινούργια καρεκλοκενταυρία μου – που είναι χίλιες φορές χειρότερη από την προηγούμενη. Ίδωμεν…
– Έχω κέφι να σου γράψω αρκετά ακόμα. Αλλ’ η σαρξ ασθενής… Είσαι τυχερός. Ελπίζω στα δοξασμένα χωριά του κάμπου, να μου υπάρξει έμπνευση αρκετή για να σε φιλοδωρήσω με καινούργιο γράμμα.
Στο μεταξύ περιμένω, το συντομότερο γράμμα σου, με πολλά, όπως είπαμε, λόγια.
Στη μητέρα σου και στον πατέρα σου τα σέβη μου. Στους αδελφούς σου και τους λοιπούς παροικούντας την Ιερουσαλήμ, τους τρυφερούς μου διαλογισμούς .
Σ’ εσένα δε χαιρετισμούς λίαν εγκαρδίους, δηλ. από την καρδιά μου ή καλύτερα από την Καρδίτσα μου.
Πηγή: Περιοδικό Ελί-τροχος / Γενέθλιο αφιέρωμα στον Αντώνη Σαμαράκη / τεύχος 17-18 / 1999