Scroll Top

Ο τόπος του εγκλήματος στο μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα | Γράφει η Βασιλική – Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα

Υπεύθυνη Στήλης: Βασιλική – Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα

Η σειρά δημοσιεύσεων 11 Crimes,  είναι αφιερωμένη στο αστυνομικό μυθιστόρημα και στην εξέλιξή του. 

Θα αναφερόμαστε σε σύγχρονους εκπροσώπους της νεοελληνικής αλλά και ξένης μυθιστορίας με σκοπό μέσα από το έργο τους να αναδείξουμε τις πολυποίκιλες  πτυχές του αστυνομικού μυθιστορήματος.

Δακτυλικά αποτυπώματα, ιστορίες μυστηρίου, αίμα, ίχνη, detectives, σαγηνευτικά τοπία, εικόνες που μοιάζουν να ζωντανεύουν στο ξεφύλλισμα των βιβλίων και παρασύρουν τον αναγνώστη στο συναρπαστικό ταξίδι εξιχνίασης του εγκλήματος.

Τι μπορεί να κρύβεται πραγματικά πίσω από τους ήρωες πρωταγωνιστές και πίσω από όλο το μυθοπλασματικό σκηνικό; 

Γράφει η Βασιλική – Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα

Ο τόπος του εγκλήματος στο μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα

Σε ό,τι αφορά στην περιγραφή του τόπου, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μυθοπλασματικό σκηνικό του Andrea Camilleri. Το Porto Empedocle είναι η υποτιθέμενη πόλη της Vigata, γενέτειρα του συγγραφέα και τόπος εκτύλιξης των γεγονότων. Πολλές φορές συναντά κανείς στον χώρο του εγκλήματος τη θάλασσα ως πλαίσιο, όπως παρατηρείται στα έργα της Ferrante αλλά και του Μίνου Ευσταθιάδη.

Πολλά από τα εγκλήματα λαμβάνουν χώρα σε σπίτια με θέα τη θάλασσα. Το σπίτι του Montalbano βρίσκεται στη θάλασσα. Επομένως, το μεσογειακό τοπίο πρωταγωνιστεί στην αφήγηση ως τόπος του εγκλήματος αλλά και ως τόπος συναισθήματος. Η νοσταλγία και η αγάπη του ήρωα για τον τόπο του κρύβει κάτι ανάλογο με την αγάπη του Sciascia για τον τόπο που έζησε και μεγάλωσε. Η περιγραφή του τόπου, επομένως, είτε προκαλεί συναίσθημα είτε βρίσκει εκεί καταφύγιο η αφήγηση του συγγραφέα. Ωστόσο, στα έργα του Camilleri το παραδοσιακό στοιχείο πολεμά να επιβιώσει και να επικρατήσει του καινούργιου και, αν αυτό δεν είναι εφικτό, ο συγγραφέας, αποδίδοντας φόρο τιμής στο παραδοσιακό μέσα από τις περιγραφές του, προσπαθεί να συμβιώσει με το καινούργιο και πιο μοντέρνο, αλλά ταυτόχρονα και το ξενικό και απρόσιτο, το παγωμένο και αδιάφορο στοιχείο.

Από σκηνοθετικής απόψεως η περιγραφή και της τοποθεσίας και του σπιτιού του αστυνόμου αποσκοπεί στην ανάδειξη του μεσογειακού τοπίου. Επομένως, πρόκειται για μια στυλιστική και περιβαλλοντική επιλογή. Εικόνες της Μεσογείου οριοθετούν το πλαίσιο αυτής της νοοτροπίας και παράδοσης και δίνουν το έναυσμα για την εξέλιξη του είδους και τον επαναπροσδιορισμό του. Όπως ο επαναπροσδιορισμός ρόλων και χαρακτήρων, σκοπός της αφήγησης και θεματικές της είναι ο επαναπροσδιορισμός και η επιστροφή στην παράδοση, από την οποία θα γεννηθούν τα νέα στοιχεία και θα εξελιχθούν.

Ως προς τον τόπο και τη σκηνοθεσία παρατηρεί κανείς τις έντονες και απολαυστικές περιγραφές. Με αφορμή το φαγητό, ο αστυνόμος πραγματοποιεί μια εξερεύνηση στον χώρο. Επισκέπτεται διάφορα μέρη, γνωρίζει νέους προορισμούς, αλλά έχει συγκεκριμένα μέρη ή εστιατόρια και παραδοσιακές ταβέρνες, όπως αυτή του San Calogero, που επισκέπτεται συχνά.

Τοπογραφικά, η Αθήνα, το Παρίσι και το Λονδίνο έγιναν οι συνδετικοί κρίκοι και ο χώρος, όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα της κάθε ιστορίας, το αφηγηματικό πλαίσιο, η εξέλιξη της πλοκής, η σύνδεση με το περιβάλλον και η ψυχογράφηση των χαρακτήρων. Ο θεατής συμμετείχε στα δρώμενα, στις σκηνές. Γινόταν ένα με τον χώρο, τον χρόνο, το κάδρο, όπως ανέφερε ο Sciascia που ερμήνευσε το αστυνομικό μυθιστόρημα ως συγγραφέας, ως παρατηρητής, ως δημοσιογράφος, ενώ η πόλη της Σικελίας αποτέλεσε μια εκούσια στυλιστική επιλογή, που προσέδωσε φυσικότητα και ρεαλισμό στα δεδομένα του έργου, συνθέτοντας παράλληλα το ύφος του συγγραφέα. Οι ίδιες οι εικόνες ζωντάνεψαν μέσα από μια νοητική διαδικασία, το νοερό ταξίδι από το πραγματικό στο φανταστικό ή και το αντίστροφο.

Ο Γιάννης Μαρής, εμμένοντας στην αγάπη για τα πάτρια εδάφη που χαρακτήριζε τόσο τους Έλληνες όσο και τους Ιταλούς συγγραφείς και τους έκανε να νιώθουν τεράστια περηφάνεια για την καταγωγή και τα φρονήματά τους, ανεξάρτητα από την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα τους, περιέγραφε τις χρυσαφένιες ακτές του Σαρωνικού και την Ακρόπολη, όπως ο Leonardo Sciascia εκθείαζε τη Σικελία και τις χρυσαφένιες ακτές της πόλης που γεννήθηκε. Ο Μαρής, κάνοντας αναφορές σε ζαχαροπλαστεία, συνοικίες, θέατρα, κινηματογράφους, εικόνες τόσο παραστατικές και ζωντανές, μας ταξίδευε μέσα από την αφήγησή του σε μια άλλη μακρινή εποχή, συστήνοντάς μας τα ήθη, τα έθιμα και τα στερεότυπα. Περιέγραψε τη ζωή στην Αθήνα –το άστυ– ως δομικό και ταυτόχρονα αφηγηματικό στοιχείο στην εξέλιξη της πλοκής και ως στοιχείο ταυτότητας.

Αντίθετα, οι περιγραφές της Αθήνας του Πέτρου Μάρκαρη θυμίζουν τις περιγραφές της Νάπολης ή της Σικελίας. Οι συνοικίες της Αθήνας, οι εικόνες που έδειχναν την ανέχεια και την κοινωνική και ηθική εξαθλίωση αποθανάτισαν το χάος που επικρατούσε, αφού οι Γερμανοί είχαν συνθηκολογήσει με τους κομμουνιστές. Οι διαμάχες μεταξύ κομμουνιστών και απολυταρχικών καθεστώτων ήταν μια θεματική που είχε εντοπιστεί και στην Tetralogia της Νάπολης, στις περιγραφές του Davide Enia και στον Leonardo Sciascia.

Βιογραφικό Βασιλική – Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα