Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Maria
Φήμη και μνήμη, το ρέκβιεμ
Η μουσική, φαίνεται ότι δημιουργήθηκε για να βάλει σε τάξη, να δώσει περίγραμμα και διαστάσεις στην ανθρώπινη μοναξιά. Το ότι κάποιες φορές στο άκουσμά της η μοναξιά μας γίνεται αχανής και το βάθος της απροσμέτρητο είναι μια άλλη προσωπική μας υπόθεση.
Το «Maria» του Πάμπλο Λαραΐν (“Νερούδα”, “Jackie”, “Spencer”) σκοπό έχει να είναι μια στοχαστική εξερεύνηση των τελευταίων ημερών της Μαρίας Κάλλας, μιας από τις πιο διάσημες σοπράνο του 20ού αιώνα. Γνωστός για την ιδιαίτερη προσέγγισή του στη βιογραφική αφήγηση, ο Λαραΐν έχει στο παρελθόν εμβαθύνει στους ιδιωτικούς αγώνες εμβληματικών προσωπικοτήτων όπως της Τζάκι Κένεντι (Jackie), τουΝερούδα (Neruda) και της πριγκίπισσας Νταιάνα (Spencer). Με τη Μαρία, στρέφει τον φακό του στον πολύπλοκο κόσμο μιας ντίβας της όπερας, αποτυπώνοντας όχι μόνο το μεγαλείο της αλλά και τη μοναξιά και την ευθραυστότητα που καθόρισαν τα χρόνια της δύσης της.
Η ταινία διαδραματίζεται κυρίως στο Παρίσι της δεκαετίας του 1970 και επικεντρώνεται στην απομόνωση της Κάλλας στη γαλλική πρωτεύουσα. Σε αυτό το στάδιο της ζωής της, είχε ήδη αποσυρθεί από τη σκηνή της όπερας, απογοητευμένη από έναν κόσμο που κάποτε την εξυμνούσε αλλά τώρα έμοιαζε απόμακρος. Η Μαρία είναι βυθισμένη στις παραισθήσεις που τις προκαλούν τα χάπια, έχει χάσει την αγγελική φωνή της και τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον μοναδικό άνθρωπο που αγάπησε. Μέσα από τους ηχηρούς διαδρόμους του παρισινού διαμερίσματός της, γινόμαστε μάρτυρες μιας γυναίκας που διχάζεται ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν της και σε ένα αβέβαιο μέλλον. Δεν πρόκειται για τη Μαρία Κάλλας των sold-out παραστάσεων και του πλήθους που τη λατρεύει, αλλά για μια μοναχική φιγούρα που παλεύει με το φάντασμα της μητέρας της, με την κληρονομιά και τη θνησιμότητά της.
Ο Λαραΐν διαμορφώνει την αφήγηση ως μια οικεία μελέτη χαρακτήρα, εστιάζοντας στην ψυχολογική κατάσταση της Κάλλας κατά τις τελευταίες ημέρες της. Αξιοποιεί το έξυπνο εύρημα του σεναριογράφου Στίβεν Νάιτ, η Κάλλας, θέλοντας να διηγηθεί τη ζωή της «εφευρίσκει» έναν φανταστικό δημοσιογράφο κάτω από την επήρεια των χαπιών στον οποίον εκμυστηρεύεται τους φόβους, τα πάθη, τη δόξα και τις ήττες της. Μάλιστα τον ονομάζει Mandrax, όπως λέγεται και το παραισθησιογόνο φάρμακο στο οποίο έχει εθιστεί. Πρόκειται για μια οδυνηρή εξέταση του δίκοπου μαχαιριού της φήμης: η λατρεία και η απομόνωση που συχνά συνοδεύουν το μεγαλείο. Η Αντζελίνα Τζολί μπαίνει στο ρόλο της Κάλλας με μια μεταμορφωτική ερμηνεία, διοχετεύοντας την ευπάθεια και το ανυποχώρητο πνεύμα της ντίβας. Η Τζολί όχι μόνο ενσαρκώνει την κομψότητα και την αυτοκυριαρχία της Κάλλας, αλλά και αγγίζει τα συναισθηματικά βάθη μιας γυναίκας που, παρά την πανύψηλη δημόσια εικόνα της, ήταν βαθιά μόνη.
-Η ζωή μου είναι η όπερα. Δεν υπάρχει λογική στην όπερα, λέει αποφθεγματικά, με σιγουριά και ένα πικρό χαμόγελο η Τζολί – Κάλλας ανεμίζοντας ένα τσιγάρο στο δεξί της χέρι.
Το υπόλοιπο καστ της ταινίας προσθέτει κι άλλα επίπεδα στο φιλμ. Ο Πιερφραντσέσκο Φαβίνο υποδύεται πειστικά έναν κρίσιμο έμπιστο στη ζωή της Κάλλας, ενώ η οικιακή βοηθός Άλμπα Ρορβάχερ και οι Κόντι Σμιτ-ΜακΦί και Βαλέρια Γκολίνο συμπληρώνουν το σύνολο με ερμηνείες που αναδεικνύουν τις κατακερματισμένες σχέσεις γύρω από τη ντίβα. Κάθε χαρακτήρας λειτουργεί ως καθρέφτης που αντανακλά την εσωτερική αναταραχή της Κάλλας, αποκαλύπτοντας τη λαχτάρα της για σύνδεση μέσα στην απομόνωση της διασημότητάς της.
Το στυλ του Λαραΐν είναι αναπόσπαστο μέρος της αφήγησης. Η ταινία αντιπαραβάλλει τον πλούσιο κόσμο της όπερας με την αυστηρή, σχεδόν κλειστοφοβική οικειότητα των προσωπικών χώρων της Κάλλας. Η κινηματογράφηση αποτυπώνει με την ίδια φινέτσα την υποτονική κομψότητα των παρισινών εσωτερικών χώρων, το μεγαλείο της όπερας του Μιλάνου και την ηλιόλουστη ομορφιά της Ελλάδας. Οι εναλλαγές μεταξύ αυτών των τόπων υπογραμμίζουν την κατακερματισμένη ταυτότητα της Κάλλας, μιας γυναίκας που βρίσκεται ανάμεσα στις ελληνικές ρίζες της, την ιταλική καλλιτεχνική της άνοδο και την παρισινή της μοναξιά.
Στον πυρήνα της, η Μαρία είναι κάτι περισσότερο από μια βιογραφία, είναι ένα ρέκβιεμ για μια ζωή που έζησε στο προσκήνιο. Η ταινία στοχάζεται πάνω σε θέματα απώλειας, ταυτότητας και στο αναπόφευκτο πέρασμα του χρόνου. Ο Λαραΐν φαίνεται να ενδιαφέρεται λιγότερο να καταγράψει τα ορόσημα της καριέρας της Κάλλας και έλκεται περισσότερο από τη γυναίκα πίσω από το μύθο, μια απόφαση που αναβαθμίζει το «Maria» από μια συμβατική βιογραφική ταινία σε μια στοιχειωτική εξερεύνηση της ανθρώπινης αδυναμίας. Το «Maria» θα είναι πιθανότατα μια ακόμη ενδιαφέρουσα προσθήκη στο έργο του Χιλιανού δημιουργού το οποίο συνδυάζει ιστορικά γεγονότα την καλλιτεχνική ενδοσκόπηση και την υπαρξιακή αγωνία. Το «Maria» όμως προσφέρει και ένα βαθιά συγκινητικό πορτρέτο μιας καλλιτέχνιδας της οποίας η φωνή κάποτε συγκλόνισε τον κόσμο, τώρα διασχίζει το χρόνο για πάντα αντηχώντας στη μνήμη. Μέσα στα υπαρξιακά μας σκοτάδια φαίνεται ότι η μουσική είναι ένα φεγγαρόφωτο ανεκτίμητης χρησιμότητας, σπουδαιότητας και αξίας.