ΘΗΡΙΟ Ή ΘΕΟΣ
ΘΗΡΙΟ Ή ΘΕΟΣ μια περιπλάνηση στην τελεολογία του έσχατου της γραφής και του βίου
(Αναγνωστικά σχόλια και διακείμενα με αφορμή το βιβλίο Θηρίο ή Θεός της Διώνης Δημητριάδου, εκδόσεις ΑΩ, 2023)
ΘΗΡΙΟ Ή ΘΕΟΣ (ο αναχωρητισμός – ικανή και αναγκαία συνθήκη)
Στο Θηρίο ή Θεός, η Διώνη Δημητριάδου συνεχίζει με δόκιμο τρόπο, τις οντολογικές αναζητήσεις που χαρακτήρισαν τα προηγούμενα βιβλία της (κυρίως τις ποιητικές συλλογές Παλίμψηστη του λύκου μου μορφή, ΑΩ,2021 και Ο ευτυχισμένος Σίσυφος, ΑΩ, 2019), παραδίδοντας ένα βιβλίο που ισορροπεί ειδολογικά ανάμεσα στη νουβέλα και στο δοκίμιο και επιδιώκοντας να ορίσει τον εαυτό μέσα στον χρόνο, στους ανθρώπους, στα πάθη και – φυσικά – στη φθορά και στον θάνατο, να κανονικοποιήσει, να κατανοήσει, να εγκολπωθεί το βιβλίο της ζωής και να μετατρέψει αυτή τη συνειδητοποίηση σε λογοτεχνία. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διαδέχεται την τριτοπρόσωπη και τα βιωματικά, ημερολογιακά κομμάτια, που ενισχύονται από αναμνήσεις που προκύπτουν από παλιές φωτογραφίες, διαδέχονται σχεδιάσματα δοκιμίων με πρωταγωνιστή τον Οιδίποδα τύραννο (έτσι όπως σκιαγραφείται στην αντίστοιχη τραγωδία του Σοφοκλή). Και στα μεν και στα δε, διαχέεται ένας ασκητισμός (αναχωρητισμός) που απομακρύνει το υποκείμενο της αφήγησης, τον Ευγένιο, έναν ηλικιωμένο – όπως διαφαίνεται από τα ιστορικά δεδομένα – διανοητή, από το κοινωνικό σύνολο και τον καθιστά έναν σκαπανέα (μα και προσκυνητή) της υβριδικής αναζήτησης της αλήθειας· «υβριδικής», διότι η διττότητα της ύπαρξης (σώμα – πνεύμα) σχεδόν υπαγορεύει μια πορεία προς την υπέρβαση μέσω της κατανόησης της συνείδησης με όρους πραγματολογικούς (ρεαλιστικούς, λογικούς, επιστημονικούς) από τη μια μα και «εξ αποκαλύψεως»-μιας αλήθειας που παραδίδεται στον άνθρωπο από ένα υπέρτατο Ον – από την άλλη. Σε ό,τι αφορά αυτό το τελευταίο, συχνά ο αφηγητής/ συγγραφέας μοιάζει να αναρωτιέται καθώς αποτραβιέται από τα κοινά (υπακούοντας στην αριστοτελική ρήση [1] «εκείνος δε που δε μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός ») στοχάζεται, διατρέχει μια διαδρομή από τον Πλάτωνα ως τον Γκουανταρί, διατυπώνει τις αρχές μιας ιδιότυπης/ ιδιόλεκτης οντολογίας, και καταλήγει σε μια ελεγεία δημιουργικού ασκητισμού που θυμίζει τον Τόμας Μπέρνχαρντ και τον Μωρίς Μπλανσό. Ειδικά με τη νουβέλα του Μωρίς Μπλανσό, Θωμάς ο Σκοτεινός, το Θηρίο ή Θεός φαίνεται να μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
ΘΩΜΑΣ Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ (ο άνθρωπος που ζει ως θνήσκων)
Για τον Μπλανσό, που έζησε σχεδόν για έναν αιώνα τον «σταματημένο» του θάνατο[2], ο άνθρωπος γεννιέται νεκρός και ζει τη ζωή του ως θνήσκων μέχρι να πραγματώσει τη συνθήκη του θανάτου του. Τεράστιο ενδιαφέρον έχει το πώς διαχέεται αυτή η πεποίθηση εν γένει στη λογοτεχνία του η οποία χαρακτηρίζεται από την κατάλυση της πλοκής και, ενίοτε, την απαξίωσή της που οδηγεί στην απόκρυψη της αλήθειας του κειμένου μέσα στις ψευδοσυνθήκες του μυθιστορήματος. Η ηθελημένη απόσυρση, η μοναχικότητα του ήρωα του Μπλανσό, μας δίνει επίσης αφορμή για έναν συσχετισμό με το Θηρίο ή Θεός της Διώνης Δημητριάδου καθώς μια τέτοια απόσυρση επιδιώκεται και από τον Ευγένιο για να συνομιλήσει με τον ένδον εαυτό. Στον Θωμά τον Σκοτεινό ο αφηγητής «λιώνει» στο εσωτερικό της αφήγησης, ευαγγελιζόμενος ταυτόχρονα το οικείο και το ανοίκειο της ύπαρξης, τη ζωή και τον θάνατο. Επικουρικές όλες οι υπόλοιπες αφηγηματικές τεχνικές: Ένας, δύο το πολύ πλατωνικοί διάλογοι με τον αδελφικό του φίλο Γεράσιμο, μια βόλτα στην παραλία με έναν ακόμη φίλο και κάποιοι σκόρπιοι γείτονες που παρατηρούνται (ή απλώς διακρίνονται) από μακριά και καταγράφονται με τρόπο ελλειπτικό, υπαινικτικό και αιθέριο (από τα πιο όμορφα σημεία της αφήγησης). Τέλος η ενεργή – συγγραφικά – παρέμβασή του Γεράσιμου στην κατακλείδα του βιβλίου. Όλα αυτά λειτουργούν ικανοποιητικά και εξυπηρετούν την αφήγηση. Διατυπώνω μια μικρή ένσταση στην εναλλαγή της τριτοπρόσωπης με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αν και αντιλαμβάνομαι την λειτουργικότητά της αισθάνομαι ότι επαναφέρει, ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη, εκείνον ακριβώς που προσπαθεί να εκδιώξει (δηλαδή τον συγγραφέα).
Η (ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ) ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο ασκητισμός/ αναχωρητισμός συμβαίνει συνήθως επ’ αφορμή (για τον Ευγένιο πυροδοτείται – όπως υπαινικτικά αναφέρεται στο βιβλίο – από την απώλεια της συντρόφου του, Ελένης, αν και είναι ασαφές αν προϋπάρχει της απώλειας αυτής). Για τον Μπλανσό η απόλυτη απόσταση από την ζωή, από την κοινωνική δομή ακόμη και από την ίδια την αφήγηση είναι λογοτεχνική συνθήκη. Ταυτοχρόνως η αφήγηση οδηγείται προς μιαν “απορρόφηση” η οποία ταυτίζει τον δημιουργό με το έργο τέχνης. Ο δημιουργός γίνεται σώμα και αίμα του βιβλίου και κοινωνείται από τον αναγνώστη. Σημαντική διαφορά είναι ότι το όλον επιχειρείται σχεδόν εκβιαστικά από τον Μπλανσό, ενώ στο Θηρίο ή Θεός της Δημητριάδου η ταύτιση του αναγνώστη με τον αφηγητή επιδιώκεται «ευγενικά» και επιτυγχάνεται με κάποια φυσικότητα καθώς ο αναγνώστης σχεδόν προσκαλείται σε αυτό το αναγνωστικό τοπίο.
Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ (ένα σκαλοπάτι θέωσης)
Το εφεύρημα της μερικής απώλειας της όρασης, που συμβαίνει στον Θωμά τον Σκοτεινό, όταν βυθίζεται στα κύματα και στην ομίχλη (φυσικά στοιχεία που αποτελούν σύμβολα του υποσυνείδητου) παραπέμπει στην αυτό-τύφλωση του Οιδίποδα στο βιβλίο της Δημητριάδου: και τα δυο είναι δηλωτικά μιας θέωσης (μιας υπαρξιακής «αναβάθμισης»)που επιδιώκεται με την εκούσια εγκατάλειψη των αισθητηρίων της εμπειρικής πρόσληψης. Να σημειωθεί εδώ ότι η επιλογή της τραγωδίας του Σοφοκλή στο κομμάτι του βιβλίου που στοιχειοθετείται δοκιμιακά, δείχνει και την – ορθή – προτίμηση της συγγραφέως προς τον Σοφοκλής ως τον «πληρέστερο» των τραγωδών· σε όλο του το έργο θέτονται διάσπαρτα διαχρονικά πανανθρώπινα ζητήματα και φιλοσοφικοί στοχασμοί.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΖΕΥΞΗ
Ο ενδιάμεσος τόπος, ανάμεσα στο Θηρίο και τον Θεό, γίνεται και ενδιάμεσος χρόνος λίγο πριν το τέλος. Για τον Θωμά τον Σκοτεινό καταλήγει/ ολοκληρώνεται με ανάλογο τρόπο όπως και στον Καζαντζάκη[3] όταν αποτιμά το τέλειο σώμα της νεκρής πλέον, αγαπημένης του, Άννας. Για τον Ευγένιο συμβαίνει ένα τέλος όπως θα το ήθελε ο Μονταίνι[4]: «Θέλω ο θάνατος να με βρει, ενώ φυτεύω τα λάχανά μου, αλλά να μην ανησυχώ, ούτε για τον ίδιο τον θάνατο, ούτε για το περιβόλι μου, που δεν θα προλάβω να το αποσώσω». Ηθελημένα η αθέλητα, στο βιβλίο της Δημητριάδου, έχουμε ένα ανάλογο τέλος: μυθιστορηματικό, εμβληματικό, ιδανικό· ένα τέλος σαν του Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ ΤΟΥ ΧΕΝΡΥ ΤΖΕΪΜΣ
Ένα ακόμα μυθιστόρημα που μου έφερε στο νου, το Θηρίο ή Θεός, είναι το Θηρίο στη ζούγκλα, του Χένρυ Τζέιμς. Κατ’ αρχάς, εντυπωσιάζει η χρήση της λέξης θηρίο, για να περιγράψει ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή έναν άνθρωπο για τον οποίο η ύπαρξη δεν είναι απλώς εμπειρική αλλά υλοποιείται – δίχως καμία συνείδηση της διαδικασίας από το υποκείμενο – αποκλειστικά μέσω των άλλων. Ο άνθρωπος είναι τόσο θηρίο όχι επειδή επιδιώκει την αποξένωση, αλλά επειδή – λόγω συναισθηματικής αναπηρίας – υπάρχει/ υλοποιείται ως άλλος μόνο διαμέσου της πλατωνικής ερωμένης του: όταν εκλείπει η διαμεσολαβητική ματιά της ο ήρωας διαπιστώνει τη θηριώδη του υπόσταση, γυμνός από την πρόσληψη του είναι, ένα μη ον.
Ο ΑΙΛΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΝΟΣ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ
Όσα αναφέρθηκαν περί αναχωρητισμού και κρυπτικότητας ισχύουν μόνο για μυθιστορηματικούς ήρωες που υποδύονται τους συγγραφείς κι έχουν εφευρεθεί ως τέτοιοι από άλλους συγγραφείς. Ένας πραγματικός συγγραφέας, ίσα ίσα, θέλει συνήθως να μοιράζεται τα όσα γράφει έστω και εντός μιας περιορισμένης παρέας φίλων. Ο Αίλιος Αριστείδης, για παράδειγμα, που έζησε τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. και ταλαιπωρείτο από κάποιο είδος φθίσης (από την «εμή ασθένεια» όπως έλεγε) μάζευε τους φίλους του και τους διάβαζε όσα έγραφε, δηλαδή μοιραζόταν τον Καρπό της Ασθενείας του, όπως υπογραμμίζει και ο Νικήτας Σινιόσογλου στο ομώνυμο βιβλίο του[5].
Κάκτος – Χαλάνδρι
21/10/2024
Βιβλιογραφία
Διώνη Δημητριάδου, Θηρίο ή Θεός, εκδόσεις ΑΩ, 2023
Καζαντζάκης Νίκος, Όφις και κρίνο, Καζαντζάκη, 2012
Μωρίς Μπλανσό, Θωμάς ο Σκοτεινός (μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης), Σμίλη, 2004
Μωρίς Μπλανσό, Η στιγμή του Θανάτου μου (μετάφραση Βαγγέλης Μπιτσώρης), Άγρα, 2000
Χένρι Τζέιμς, Το Θηρίο στη Ζούγκλα (μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου), Άγρα, 2006
Νικήτας Σινιόσογλου, Ο καρπός της ασθενείας μου, Κίχλη, 2021
[1] “ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι’ αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός”
[2] Στις 20 Ιουνίου του 1944, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, ο Μπλανσό βρέθηκε απέναντι από ένα εκτελεστικό απόσπασμα αλλά από ένα γύρισμα της τύχης, την τελευταία στιγμή δεν εκτελέσθηκε. Το γεγονός αυτό, που επηρέασε με μοναδικό τρόπο τη σκέψη και τις γραφές του για τις επόμενες δεκαετίες, περιγράφει αναλυτικά, μαζί με τις προεκτάσεις του, στο τομίδιο L’ instant de ma mort, που κυκλοφόρησε πενήντα χρόνια αργότερα. Στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης, ο μεταφραστής Βαγγέλης Μπιτσώρης, αναφέρει (σελ. 24) : […δεν θα ήταν τόσο παράτολμο να ισχυριστώ ότι η Στιγμή του θανάτου μου είναι μάλλον η κορυφαία παραδειγματική στιγμή μιας θανατογραφίας της ζωής…]
[3] Καζαντζάκης Νίκος, Όφις και κρίνο, Καζαντζάκη, 2012
[4] Montaigne – Essais, Didot, 1907, tome 1. djvu/p.121 « Je veux, quant à moi, que la mort me trouve plantant mes choux, indifférent à sa venue, et plus encore à l’obligation dans laquelle elle me mettra de laisser mon jardinage inachevé. »
[5] Σινιόσογλου Νικήτας, Ο καρπός της ασθενείας μου, Κίχλη, 2021