Scroll Top

Αθώος ή Ένοχος της Ιωάννας Πετρίδου | Άγγελος Χαριάτης

Υπεύθυνη στήλης | Ιωάννα Πετρίδου

Αθώοι και ένοχοι, παραβάτες, εγκληματίες, ψυχοσικοί, αστυνομικοί και ιδιωτικοί ντετέκτιβ θα είναι οι ήρωες των αδημοσίευτων ιστοριών που θα διαβάζουμε εδώ  κάθε 15 μέρες.

Ιστορίες στο συρτάρι ή αποσπάσματα από μελλοντικά βιβλία ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας.

Άγγελος Χαριάτης

Σκιές πάνω από το Όρος

Το τεχνητό φως είχε δώσει μια υποκίτρινη όψη στο πρόσωπό του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Όχι για να δει το χαραγμένο από τα χρόνια πρόσωπό του αλλά για να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν στη χώρα της πραγματικότητας.

Με αργές κινήσεις έριξε νερό στο πρόσωπό του για να βεβαιωθεί ότι ήταν ζωντανός. Χωρίς να έχει φοβίες -τόσες και τόσες φορές είχε κινδυνεύσει η ζωή του στο παρελθόν- έδειχνε μια τέτοια η οποία ήταν εν πολλοίς μια καμουφλαρισμένη περιέργεια ως προς τον φυσικό θάνατο. Θεωρούσε βέβαιο ότι μετά την τελευταία ανάσα δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε Κόλαση ούτε Παράδεισος, ούτε καθαρτήριο ούτε μπράχμα[1], ούτε σαμσάρα[2] ούτε νιρβάνα. Δεν ήταν θρήσκος ούτε όμως άθεος. Ούτε καν αγνωστικιστής. Το θέμα δεν τον είχε αγγίξει. Ήταν αδιάφορος σαν να έβλεπε μια τούρτα από σοκολάτα κάποιος που δεν του άρεσαν φύσει τα γλυκά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τον άνθρωπο και τις πράξεις, τα αίτια και τα αιτιατά που οδηγούσαν στην πράξη, στην όποια πράξη, καλή ή κακή.

Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί, στριμώχνοντας τις ίριδες με τις σκούρες καφέ κηλίδες ριγμένες μέσα στο πράσινο∙ ένα πράσινο που πλησίαζε στις σκοτεινές ώρες το λαδί. Κάποτε του είχαν πει ότι διέθετε σπάνιας ομορφιάς μάτια. Πίσω στον παρόντα χρόνο: ένιωθε έκπληξη. Μ με τον εαυτό του. Είχε ασχοληθεί παραπάνω από όσο έπρεπε με έναν φυσικό μηχανισμό φιλτραρίσματος των δεδομένων του σκληρού δίσκου του εγκεφάλου.

Έτριψε με κυκλικές κινήσεις τα μάτια του. Ο ήχος των δακρύων, που ποτέ δεν δραπέτευσαν από τις κόγχες, έσπαγε τον μονότονο θόρυβο, σαν ελαφρύ καψάλισμα ξύλου, των αναμμένων φώτων. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε στη λεκάνη της τουαλέτας. Έβγαλε το ιδρωμένο παντελόνι της πιτζάμας και το σώβρακο. Κοίταξε με μια κάποια θλίψη τον κοιμισμένο από χρόνια ανδρισμό του∙ έμοιαζε με ώριμη, στα όρια του σάπιου, μελιτζάνα. Ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους. Δεν θα προσέφευγε σε ιατρικές λύσεις. Κάθε καιρός είχε τα δικά του. Το θέμα της σεξουαλικής του ζωής είχε λυθεί. Χωρίς δαιδαλώδεις συζητήσεις, ενδιαφέρουσες υποθέσεις και συμβουλές ενθάρρυνσης. Η φύση είχε δώσει τη λύση, όπως κι ο Μέγας Αλέξανδρος ενεργώντας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο πρόβλημα του γόρδιου δεσμού.

Φόρεσε καινούριο σλιπάκι και φανέλα και πιτζάμες. Είχε πάντα πρόχειρο ένα σετ πάνω στην επιφάνεια του πλυντηρίου.. Με αργές κινήσεις, ψηλαφίζοντας τον τοίχο, έφτασε μέχρι το υπνοδωμάτιο. Ήταν πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του. Ήξερε ότι ένα λάθος βήμα, μια λάθος τοποθέτηση του πέλματος, μπορούσε να του προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Ένα πέσιμο θα ήταν άκρως επιβαρυντικό για την υγεία του∙ ίσως να ήταν η τελευταία επιβάρυνση. Δεν ήθελε να ταλαιπωρηθεί. Ήταν δεδομένο ότι θα πέθαινε∙ το μόνο σίγουρο μετά τη γέννηση. Ότι ήταν φθαρτός. Το ιδανικό για τον συνταξιούχο ιδιωτικό ερευνητή θα ήταν να κοιμηθεί το βράδυ, όσο τουλάχιστον μπορούσε να κοιμηθεί, και να κρατήσει ο θάνατος σφαλιστά τα βλέφαρα των ματιών του την ώρα του ξημερώματος.

Ανακάθισε στο κρεβάτι. Ήταν σε δίλημμα. Σαν το δίλημμα το οποίο τίθεται σ’ έναν εραστή των γλυκών: Τούρτα ή πάστα; Να ξαπλώσει ή όχι; Κοίταξε τα κόκκινα σαν αίμα ψηφία στο ηλεκτρονικό ρολόι. Ένιωσε πάλι έναν απροσδιόριστο φόβο. Ήξερε από πού προερχόταν. Ήταν η μοναξιά. Με μια γρήγορη κίνηση της παλάμης κατάφερε να τη διώξει. Την ήξερε τη μοναξιά. Ήταν η ύπουλη παρέα του. Αν δεν πρόσεχες, είχες καλές πιθανότητες να σε παρασύρει σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Κάτι σαν το ποτό. Η μοναξιά σε οδηγούσε πολύ εύκολα στην κατάθλιψη, το αλκοόλ, στην κύρωση του ήπατος. Περπατούσαν χρόνια παρέα. Όπως και με το ποτό. Η σχέση του με το αλκοόλ είχε μείνει κάπου πίσω στη δεκαετία του εβδομήντα, λίγο πριν οι άσπρες τρίχες μετοικήσουν στο κεφάλι του. Το θυμόταν αραιά και πού, μια θολή ανάμνηση, σαν τη θολή ανάμνηση του πρώτου επιτραπέζιου ραδιοφώνου, που είχε φέρει με χαρά και καμάρι ο πατέρας του τις ημέρες των Χριστουγέννων. Δεν είχε κόψει μαχαίρι, σαν μετανοημένος αλκοολικός, κάθε του σχέση με αυτό. Έπινε, έχοντας το μέτρο στο μυαλό του, και όποτε το επέτασσε μια δική του ιδιότυπη εσωτερική ανάγκη. Κι ας ξεχνούσε φορές φορές το μυαλό. Απόλυτα αιτιολογημένο στην ηλικία του.

Αν ακούσω την κουκουβάγια, θα ξαπλώσω, σκέφτηκε, σε μια κρίση παλιμπαιδισμού. Είχε απλώσει στο κομοδίνο την τεχνητή οδοντοστοιχία του, θολά μάρμαρα μιας άλλης εποχής. Δίπλα στο ροζ πλαστικό κύπελλο, με το χλιαρό νερό και τα ιζήματα φαγητού προηγούμενων ημερών να αιωρούνται μέσα του σαν χαλασμένη γυάλινη χιονόμπαλα, βρίσκονταν τα χάπια για τη συχνοουρία, η θερμαντική κρέμα, η αλοιφή για τον άνευ επιστημονικής εξήγησης κνησμό. Και σε όρθια και σχεδόν περίοπτη θέση μια πολυκαιρισμένη φωτογραφία. Οι δυο τους στο γαμήλιο ταξίδι στην Πάρο.

 Η κουκουβάγια έδωσε το σύνθημα. Ο Ιούλιος κουκουλώθηκε κι έκλεισε τα μάτια. Σκούρο καφέ χρώμα ήρθε να απλωθεί στα βλέφαρά του. Θα κοιμόταν ή, τουλάχιστον, θα προσπαθούσε να κοιμηθεί. Ένιωσε το στόμα του και τον λαιμό του ξερό. Κανένας γιατρός δεν είχε καταφέρει να βρει τη λύση στο πρόβλημά του.

«Ιούλιε», άκουσε μια γνώριμη φωνή, χωρίς μορφή. Ήταν σίγουρος ότι εκείνη η φωνή ανήκε στη γυναίκα του ή, έστω, στην πρώην γυναίκα του, μιας κι ο γάμος είχε λυθεί αυτοδίκαια με το πέρασμα της συζύγου του στον κόσμο των τεθνεώτων.

Έκανε να ανασηκωθεί. Δεν μπορούσε. Λες κι αόρατα σκοινιά είχαν δέσει το γέρικο κορμί του στο κρεβάτι. Θύμιζε κάτι από το παραμύθι του Γκιούλιβερ. Μόνο που ο Γκιούλιβερ τα είχε καταφέρει∙ είχε σπάσει τα δεσμά του. Ο Ιούλιος, όχι. Ήταν εκεί με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά του, με τα μάτια ανοιχτά ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε, με τα πόδια του ακινητοποιημένα, λες κι ήταν χωμένα σε σακιά γεμάτα τσιμέντο. Η κουκουβάγια είχε σιωπήσει. Το ένστικτό της την είχε ειδοποιήσει να παραμείνει σιωπηλή.

«Δεν σου είπα χωρίς λόγο την ιστορία με την εικόνα της Μεγαλόχαρης. Θέλω να πας και να προσκυνήσεις εκεί, στο περιβόλι της Παναγιάς, για τη σωτηρία μου», έκανε η γυναίκα του ή, μάλλον, το πνεύμα της γυναίκας του ή, εν πάση περιπτώσει, αυτό που φανταζόταν ως πνεύμα ο Ιούλιος. Κάθε ερμηνεία μπορούσε να γίνει δεκτή.

 «Τι δουλειά έχω εγώ στο Άγιο Όρος;» αναρωτήθηκε ο Ιούλιος. Ίσα που βγήκε ο ήχος μέσα από τα δόντια του. Ένα ελαφρύς συριγμός ήταν σαν σύρσιμο ξερού φύλλου από τον καλοκαιρινό μπάτη.

 «Να ανάψεις ένα κερί για την ψυχούλα μου», είπε η γυναίκα του ή αυτό που ήταν η γυναίκα του. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιος με βεβαιότητα την υπόλευκη οντότητα να αιωρείται στον χώρο του υπνοδωματίου. Σαν τολύπη καπνού στο σκοτάδι. Έμοιαζε σαν ένα δύσκολο τεστ για εκπαιδευμένα μάτια.

 «Μπορώ να το κάνω και στην Αγία Σκέπη», είπε ο Ιούλιος με μια υποβόσκουσα αμφίσημη διάθεση στην εκφορά του λόγου του. Δεν ήταν το κερί, ο τόπος που θα άναβε το κερί. Ήταν η αμφιβολία: αν υπήρχε οντότητα κι άκουγε εκείνα τα λόγια, εάν ήταν στον ύπνο του ή ως ένα μέρος του ονείρου ή, στην πραγματικότητα, ως κάτι το οποίο αντιλαμβανόταν μόνο εκείνος. Σε κάθε περίπτωση, τρεις ήταν οι λύσεις, ανάλογα με τον τρόπο επισκόπησης του προβλήματος∙ αν τελικά ήταν πρόβλημα. Εάν υπήρχε οντότητα κι άκουγε εκείνα τα λόγια ως μέρος της αλήθειας, τότε υπήρχε κάτι μετά την επί γης ζωή. Εάν όλα εκείνα διαδραματίζονταν στη χώρα του ονείρου, όλα θα ήταν φυσιολογικά, όσο φυσιολογικό μπορεί να είναι ένα όνειρο. Εάν ήταν φαντασία του μέσα στην πραγματικότητα, τότε κολυμπούσε ήδη στη τρικυμιώδη θάλασσα της τρέλας.

 «Στο Άγιο Όρος, στο περιβόλι του Ουρανού, εκεί θέλω», είπε και την ίδια στιγμή άσπρο δυνατό φως έλουσε το δωμάτιο.

Ο Ιούλιος άνοιξε τα μάτια του, περιμένοντας κάτι αντίστοιχο της Δευτέρας Παρουσίας. Ήταν έτοιμος να αντικρίσει τον Ιησού Χριστό. Αλλά ο Ιησούς είχε αναβάλει την κάθοδό Του. Οι ακτίνες του ήλιου είχαν τρυπώσει μέσα από τις γρίλιες των κουφωμάτων των παραθυρόφυλλων κι είχαν αναγγείλει με μια κάποια μεγαλοπρέπεια τον ερχομό της ημέρας.

Έτριψε με τα χέρια του το πρόσωπό του. Κοίταξε με απορία το ηλεκτρονικό ρολόι. Οκτώ και μισή. Σηκώθηκε διστακτικά. Με το βλέμμα του σάρωσε το δωμάτιο. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Όλα έμοιαζαν και ήταν ίδια. Η υπόλευκη οντότητα δεν υπήρχε, η φωνή είχε πάψει να βγάζει ήχους, η κουκουβάγια απολάμβανε τον πρωινό της ύπνο κι ο Ιησούς Χριστός είχε οριστικά αποφασίσει να μην ασχοληθεί στο αμέσως προσεχές διάστημα με τη δεύτερη βόλτα Του στον πλανήτη Γη.

Δεν είχε τίποτα προγραμματίσει για εκείνη την ημέρα. Θα ακολουθούσε το ίδιο πρόγραμμα. Θα περίμενε να μεσημεριάσει για να βγει να αγοράσει μισή φραντζόλα ψωμί και μια μερίδα φαγητό. Θα περπατούσε μέχρι το περίπτερο. Εκεί θα τον περίμενε η Φωτεινή. Δανειζόταν ένα τεύχος της Μάσκας ή του Μυστήριου και της διηγείτο αστυνομικές ιστορίες. Η Φωτεινή, αν και μερικά βήματα πριν από την πλήρη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, παρακολουθούσε τη διήγηση σαν απόφοιτος νηπιαγωγείου μπροστά στο υπερθέαμα του κουκλοθεάτρου ή του θεάτρου Σκιών. Κι εκείνος φουσκωμένος από περηφάνια, σαν παγώνι ή σαν γάλος, συνέχιζε με δυνατή φωνή την αφήγησή του. Περασμένα μεγαλεία.


[1] Ινδουιστικός θεός της δημιουργίας. Εδώ με την έννοια της ύψιστης πνευματικής δύναμης η οποία βρίσκεται σε κάθε ιερή ενέργεια ή έκφραση. Επίσης, η πρωταιτία, πρωταρχή και πρωτουσία του σύμπαντος.

[2] Η σαμσάρα είναι η επαναλαμβανόμενη κυκλική ύπαρξη του ανικανοποίητου, μία διαδοχή μετενσαρκώσεων στις οποίες πρέπει να υποβληθεί ένα αισθανόμενο ον, μέχρις ότου να καθαριστούν όλα τα αρνητικά καρμικά του αποτυπώματα.

Βιογραφικό Ιωάννα Πετρίδου

Βιογραφικό Άγγελος Χαριάτης