Γράφει η Βάλη Σκρεμμύδα
Το κακό μέσα από το έργο του Davide Enia (Μέρος Δ’)
Η σκληρή αναμέτρηση του συγγραφέα με την γραφή
Το έργο του Enia έχει ιδιαίτερη δυναμική, όπως και τα έργα της Ferrante ή της Σώτης Τριανταφύλλου, καθώς προσαρμόζεται στις ουσιαστικές ανάγκες της εποχής, εξετάζοντας το ζήτημα της γυναικοκτονίας από την εποχή του ’40 μέχρι την εποχή του ’90 ως συνάρτηση της ύπαρξης της εγκληματικής Οργάνωσης και της κοινωνικής και ηθικής διαφθοράς, στην οποία είχε ανάμειξη πρωτίστως η καθολική εκκλησία. Όπως θα γίνει αντιληπτό, με αφορμή την αιχμαλωσία του στρατιώτη Rosario, ενός χαρακτήρα που αντιπροσωπεύει την πατριαρχική δομή της κοινωνίας, ο συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη σε ένα άλλο αφηγηματικό πλαίσιο, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου ο παππούς του βασανίστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όπως αποκάλυψε ο ίδιος δεν έχει σημασία για εκείνον να κινηθεί στο πλαίσιο της μαρτυρίας ενός περιστατικού· αντιθέτως, η παρούσα αφήγηση οφείλεται στη βαθιά του επιθυμία να αναμετρηθεί με τη γραφή που. Σε αντίθεση με όσα θα περίμενε κανείς, δεν αποτελεί λύτρωση αλλά μια βασανιστική και ιδιαίτερα επίπονη διαδικασία, εφόσον μέσα από την αναδρομή στο παρελθόν ανασύρει μνήμες και κομμάτια του Εγώ του που πονούν και πληγώνουν.
Με αφορμή το επεισόδιο κακοποίησης και το έγκλημα που έχει ως υποτιθέμενο τόπο εκτύλιξης των γεγονότων την Αφρική, ο συγγραφέας κατέρριψε εν μέρει την επικρατούσα αντίληψη περί σκοπιμότητας της περιγραφής του χωροχρονικού σκηνικού, τονίζοντας ότι για εκείνον ο τόπος εκτύλιξης των γεγονότων και συγκεκριμένα το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η αλήθεια και λαμβάνει χώρα το έγκλημα είναι πλασματικό και προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της αφηγηματικής σκοπιμότητας, ενώ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον σκοπό, την κοινωνική ευαισθητοποίηση και τον αισθηματικό χαρακτήρα του έργου του.
Μέσα από αυτό το έργο ο συγγραφέας επιδιώκει να καταδείξει μια κοινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα που δεν έχει σαφή γεωγραφικά όρια, μια στιλιστική επιλογή η οποία επέρχεται μέσα από τη σύζευξη της αληθινής διήγησης με το πλασματικό spazio, στοιχεία που ομολογουμένως φέρουν έναν καινοτόμο χαρακτήρα στη μυθιστορία και παρακάμπτουν τις αυστηρές νόρμες σχετικά με τα νοητά όρια της μεταμοντέρνας αφήγησης. Παρά την αφήγηση των παιδικών του αναμνήσεων, τα κύρια πρόσωπα άπτονται της υφιστάμενης πραγματικότητας και ο συγγραφέας έχει ως σημείο αναφοράς ένα τοπίο χωρίς αληθινή υπόσταση. Συνεπώς, με αυτόν τον τρόπο υπερτονίζεται η δράση των χαρακτήρων και ο αναγνώστης επικεντρώνεται στο ουσιώδες, στο ψυχοκοινωνικό κομμάτι.
Προκειμένου να γίνει διακριτή η χρησιμότητα του spazio, ένα παράδειγμα, που θα έδινε σύμφωνα με το συγγραφέα μεγαλύτερη αξιοπιστία στα λεγόμενά του και θα αναδείκνυε με τρόπο πιο αποτελεσματικό την ομαλή προσαρμογή των αφηγηματικών όρων στην εξέλιξη της πλοκής της αφήγησης, θα ήταν η σύγκριση δύο παρόμοιων εικόνων τρομοκρατίας: ο λόγος για τον βομβαρδισμό της πόλης το 1943, την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και μια αντίστοιχη εικόνα βομβαρδισμού το 1992, την εποχή του Falcone και του Borsellino. Η μόνη διαφορά που εντοπίζεται είναι οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Άρα, παρά το διάστημα των 50 ετών, η πόλη εξακολουθεί να δέχεται παρόμοιες μορφές βίας που απειλούν την ακεραιότητά της, γεγονός που αποδεικνύει ότι η σικελική νήσος εξακολουθεί να δέχεται την ίδια βαρβαρότητα.
Η άποψη του συγγραφέα για τη γενέτειρά του είναι ότι το Palermo συμβολίζει ένα ενεργό πεδίο μάχης, μια πόλη στην οποία έχει χυθεί το αίμα των αθώων και αυτή η οδυνηρή συνθήκη ως βίωμα αποζητά πάντοτε τον συμβιβασμό με την ιδέα της εσωτερικής ειρηνοποίησης, της εσωτερικής γαλήνης και της κάθαρσης πρωτίστως, η οποία όμως επέρχεται μέσα από τη θυσία με κάθε έννοια, τη στιγμή που είναι φυσικό επόμενο μέσα από αυτή την άνιση μάχη με το πεπρωμένο να επιβιώνει μονάχα όποιος έχει την ικανότητα να χορέψει με τον θάνατο και να τον ξεγελάσει. Επομένως, από τη θεματική αυτή σύγκριση και την παρουσίαση του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου γίνεται κατανοητός ο ρόλος του τοπογεωγραφικού σκηνικού, ενώ προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται καμία ευμενής εξέλιξη στο φαινόμενο της βίας, αλλά λαμβάνει όλο και πιο έντονες και απειλητικές διαστάσεις.
Ένα ακόμη παράδειγμα που θα επιβεβαίωνε τον παραπάνω ισχυρισμό είναι ότι το έγκλημα, ο θεματικός άξονας, παραμένει αναλλοίωτο, παρόλο που οι συνθήκες και τα πρόσωπα υπόκεινται σε ποικίλες μεταβολές, οι οποίες καθορίζονται από αστάθμητους παράγοντες. Αυτό ισχύει και στη μέθοδο παρουσίασης του εγκλήματος στο σύνολό του: η πράξη παραμένει πάντοτε ίδια· ίσως να διαφέρει σε κάποιες περιπτώσεις το κίνητρο, ανάλογα με τη βιώσασα συνθήκη. Φυσικά, και ένα σύνολο εξωτερικών παραγόντων αναμφίβολα καθορίζει το γεγονός αυτό κάθε αυτό. Όμως οι παραβατικές συμπεριφορές έχουν πάντοτε ένα κοινό σημείο σύγκλισης.