Scroll Top

Σπύρος Αλεξίου “Ένας Θρύλος με πολλά πρόσωπα” | Παρουσίαση από τον Σπύρο Μπρίκο

Σπύρος Αλεξίου, «Ένας Θρύλος με πολλά πρόσωπα», Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ (ΜΟΤΙΒΟ ΕΚΔΟΤΙΚΗ), 2024

Γράφει ο Σπύρος Μπρίκος

Ο Ολυμπιακός, το συλλογικό φαντασιακό και η μικτή Μακρονήσου

Ο σκηνοθέτης Πιερ Πάολο Παζολίνι αναφερόταν στο ποδόσφαιρο  ως  μία ξεχωριστή γλώσσα, ενώ ο Νόαμ Τσόμσκι μιλούσε για τον οπαδισμό των ομαδικών σπορ ως εκδήλωση ενός περιορισμένου νου, ο οποίος φανατίζεται χωρίς να διερευνά, νους που τελικά χειραγωγείται από τις πολιτικές μορφές εξουσίας. Ο συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο έγραψε ότι η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι από το πηγαίο στο αναγκαίο, ενώ ο Ιταλός μαρξιστής φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι χαρακτήρισε το ποδόσφαιρο ως έκφραση νεωτερικότητας και καλούσε τους εργάτες να πηγαίνουν στο γήπεδο. Παρατηρούμε πως ακόμα και μέσα στην αριστερή διανόηση υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες θεάσεις και θέσεις για το ποδοσφαίρου. Ο συγγραφέας του βιβλίου Ένας Θρύλος με πολλά πρόσωπα (100 χρόνια Ολυμπιακός) Σπύρος Αλεξίου, εκκινώντας από αυτές τις αντιφάσεις, διερευνά τις όποιες διχογνωμίες γύρω από το θέμα του ποδοσφαίρου και τις επανεξετάζει, μελετώντας το ιστορικό πλαίσιο γέννησης και εξέλιξης του βασιλιά των σπορ. Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα στην Αγγλία για να φθάσει στην Ελλάδα κατά το ξεκίνημα του 20ου αιώνα. Η οργανωμένη πλέον ενασχόληση με τον αθλητισμό ήταν σύμφυτη με τις νέες κοινωνικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση, συνθήκες που δόμησαν και οργάνωσαν τους διάφορους επιστημονικούς κλάδους, αλλά και όρισαν το νέο πλαίσιο σκέψης και δράσης του ανθρώπου, με τη διάχυση μέσα στην κοινωνία των ιδεών της αναγέννησης, του διαφωτισμού, αλλά και αντίθετων ρευμάτων, όπως του ρομαντισμού, με την έμφαση που έδινε στον ατομικισμό. Αυτά ακριβώς τα ζεύγη αντιθέσεων έφεραν στο προσκήνιο από τη μία την αναβίωση άλλα και την αναδιοργάνωση του κλασικού αθλητισμού, που ενίσχυε την ατομικότητα και που θα γινόταν η αντανάκλαση των αξιών της καλής αστικής κοινωνίας, και από την άλλη τα ομαδικά αθλήματα, κυρίως το ποδόσφαιρο, διαμέσου του οποίου θα εκφραζόταν ένα μεγάλο πλέγμα κοινωνικών αντιθέσεων, μία υφέρπουσα σύγκρουση μέσα σε μία κοινωνία με έντονες ταξικές αντιθέσεις. Η διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και ο μαρξισμός ως μεθοδολογικό εργαλείο κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης, γεννήθηκαν στις κοινωνίες που αναπτύχθηκαν με τη βιομηχανική επανάσταση, όπου αναδύθηκαν οι νέες τάξεις, η εργατική, οι εργάτες που κατασκεύαζαν τα βιομηχανικά προϊόντα και παρήγαγαν τον κοινωνικό πλούτο και η αστική τάξη (βιομήχανοι, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, μεγαλογιατροί) που είχαν υπό τον έλεγχό τους τα μέσα παραγωγής. Ο Σπύρος Αλεξίου εξετάζει τη γέννηση του ποδοσφαίρου και των ποδοσφαιρικών ομάδων, ιδιαίτερα του Ολυμπιακού, αναλύοντας το ιστορικό πλαίσιο, τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα τόσο πανευρωπαϊκά, αλλά και παγκοσμίως, όσο και στην ίδια την  Ελλάδα, εποχές μεγάλου ρυθμού καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου στη δομή και τη μορφή του ποδοσφαίρου, όπως και των ομάδων,  αποτυπώνονταν  οι  κοινωνικές διαστρωματώσεις και οι αντιθέσεις, και σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ποδόσφαιρο να γινόταν ένας καθρέφτης της κοινωνίας. «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω…» γράφει ο συγγραφέας σε μία υποενότητα της σελίδας 46 του βιβλίου. Ο Σπύρος Αλεξίου εξετάζει την ίδρυση της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού μέσα από τις συνθήκες γέννησης της ίδιας της πόλης του Πειραιά. Ο τόπος, που δεν είναι απλά γεωγραφία, αλλά μία ζώσα και ρέουσα ιστορία, και οι άνθρωποί του, που δεν ήταν μόνο οι εσωτερικοί μετανάστες από τα νησιά του Αργοσαρωνικού, των Κυκλάδων, του ανατολικού Αιγαίου και των περιοχών της ανατολικής Πελοποννήσου. Δεν ήταν μόνο η ηγεμονική δύναμη των Χιωτών, όπως αναφέρει ο συγγραφέας,  που είχαν δεσμούς με κέντρα της Ευρώπης, έχοντας αφομοιώσει το Διαφωτισμό, εκπέμποντας μία ατμόσφαιρα νεωτερικότητας. Αλλά μία ανθρωπογεωγραφία που απλωνόταν διαμέσου της ανοιχτότητας του λιμανιού, προσελκύοντας κατά τον ρου της ιστορίας ένα μεγάλο ανειδίκευτο εργατικό ανθρώπινο δυναμικό που θα δομούσε τον κοινωνικό ιστό της νέας  πόλης του Πειραιά. Ο Σπύρος Αλεξίου πραγματοποιεί στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου μία εν τω βάθει ταξική ανάλυση της κοινωνίας του Πειραιά, με πλήθος βιβλιογραφικών ενθέσεων και παραπομπών, με επιστημονική τεκμηρίωση, για να δώσει στον αναγνώστη να κατανοήσει τις συνθήκες γέννησης της ομάδας του Ολυμπιακού. Παραθέτει σημαντικές πληροφορίες για τη διαμόρφωση της εργατικής τάξης, που με βάση την απογραφή του 1917, οι εργάτες και οι εργάτριες ήταν η μεγάλη πλειονότητα της πειραϊκής κοινωνίας, και μέσα από στοιχεία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας-Διεύθυνσις Στατιστικής τεκμηριώνει τον όρο-χαρακτηρισμό «εργατούπολη» που επικράτησε για τον Πειραιά. Ο συγγραφέας αναλύει τη γέννηση του εργατικού κινήματος, παραθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία για το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και για τις ιδιομορφίες του Πειραιά, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως το 1925, συγκεκριμένα στις 10 Μαρτίου, που στην ταβέρνα του Μοίρα στην οδό Τζαβέλα του Πειραιά, όπου συγκεντρώθηκαν οι δεκάδες «επιφανών» με στόχο την ίδρυση αθλητικού σωματείου, υπήρχε ένα μεγάλο κοινωνικό κενό, και η νέα αυτή γέννηση του σωματείου του Ολυμπιακού θα εξέφραζε όλες τις αντιφατικές εκείνες κοινωνικές τάσεις, την οργή απέναντι σε ένα απροσδιόριστο κατεστημένο. Ο Ολυμπιακός στη γέννησή του θα αποτύπωνε το συλλογικό φαντασιακό της Πειραϊκής κοινωνίας που αναζητούσε ταυτότητα και έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος. Και η νίκη της Κυριακής για τον Ολυμπιακό ήταν νίκη του κάθε Πειραιώτη απέναντι σε όσους πίστευε ότι του έκλεβαν την εβδομάδα του, γενικά τη ζωή του, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σπύρος Αλεξίου στη σελίδα 61 του βιβλίου.

Η συνεχής αυτή αντίθεση ανάμεσα στη μεγάλη λαϊκή βάση της ομάδας του Ολυμπιακού και στους  «επιφανείς» της διοίκησης της ομάδας, γίνεται το νήμα εξέλιξης στη συγγραφή του βιβλίου. Η «κεφαλή» που διαπλέκεται με την εκάστοτε εξουσία, τα συμφέροντα, την πολιτική, και από την άλλη η βάση της ομάδας, με τους ποδοσφαιριστές και τους φιλάθλους που γράφουν την πραγματική ιστορία, μέσα και έξω από τα γήπεδα, κρατώντας ζωντανό το συλλογικό φαντασιακό. Βέβαια την ιστορία την γράφουν ενίοτε και οι δύο πλευρές, είτε καλή είτε κακή. Ο Αλεξίου καταθέτει μία μελέτη για τον Ολυμπιακό των εκατό χρόνων από τη γέννησή του, μία διατριβή επί της ουσίας που έχει αντικείμενο μελέτης την ομάδα και μεθοδολογικά εργαλεία κυρίως την ταξική μαρξιστική προσέγγιση στο φαινόμενο Ολυμπιακός, την «μάκρο-» και τη «μίκρο-» ιστορία. Είναι βέβαια και μία αφορμή να μιλήσει και να εξιστορήσει τη σύγχρονη Ελλάδα, τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις ενός έθνους αλλότριων συμφερόντων που από σύμπτωση κρατιέται όρθιο. Και να μεταφέρει στον αναγνώστη, να τον πείσει δηλαδή, ότι δεν υπάρχει ποδόσφαιρο χωρίς πολιτική και πολιτική δίχως το ποδόσφαιρο. Έτσι το βιβλίο είναι μία ιστορική αναδρομή της Ελλάδας του 20ου αιώνα με αφορμή το ποδόσφαιρο. Ευρηματικοί οι τίτλοι των κεφαλαίων του: «Δεκαετία 1930-1940: Η καθιέρωση στην κορυφή», «Δεκαετία 1940: Οι μεγάλοι αγώνες δεν δόθηκαν στα γήπεδα», «Θρύλος στα χρόνια της χολέρας» (Α΄ Μέρος), «Θρύλος στα χρόνια της χολέρας» (Β΄ Μέρος), «Θρύλος στα χρόνια της μιζέριας», «Η λαίλαπα Κοσκωτά», «Η περίοδος Κόκκαλη» κ.ά. Στέκομαι με σεβασμό και περηφάνια στο υποκεφάλαιο «Είμαστε όλοι απόγονοι του Γόδα του Νικόλα», σελ.109, του ιστορικού εκείνου παίχτη του Ολυμπιακού που ως επικεφαλής του πέμπτου επίλεκτου λόχου του ΕΛΑΣ Πειραιά υπερασπίστηκε από τους Άγγλους και τους δωσίλογους το νεκροταφείο της Ανάστασης στην Κοκκινιά, ενός κομβικού σημείο για τον έλεγχο του Δυτικού Πειραιά την περίοδο των  Δεκεμβριανών του 1944. Τον Γόδα τον κατέδωσαν και πέρασε  τη δίκη του Ασύλου της Κοκκινιάς και οδηγήθηκε στις φυλακές της Αίγινας και αργότερα στις φυλακές Αβέρωφ, για να καταλήξει στις φυλακές των θανατοποινιτών της Κέρκυρας. Ο Γόδας βασανίστηκε χωρίς να υπογράψει δήλωση μετάνοιας των ιδεολογικών και πολιτικών του απόψεων. Σε ένα γράμμα του στην οικογένειά του είχε πει: «θέλω να ζήσετε καλά, πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου». Όταν ο Γόδας ρωτήθηκε από έναν συγκρατούμενό του, τον Σταμάτη Σκούρτη, για την τελευταία του επιθυμία είχε δηλώσει πως να του ρίχνανε και να τον σκοτώνανε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, να μην του δένανε τα μάτια ώστε να βλέπει τα χρώματα της ομάδας του πριν τη χαριστική βολή. Ο συνειρμός, νομίζω,  ο ίδιος σε όλους μας, η εκτέλεση του κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη. Τα τελευταία  λόγια του Γόδα ήταν: «νενικήκαμεν, ζήτω οι ολυμπιονίκες του  σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου».  Στο μετεμφυλιακό κράτος,  ο τότε Πρόεδρος του Ολυμπιακού Μιχάλης Μανούσκος κράτησε αρνητική στάση στις εκκλήσεις για τη σωτηρία του Γόδα, διαβάζουμε στη σελίδα 112 του βιβλίου του Σπύρου Αλεξίου. Με σεβασμό και περηφάνεια στεκόμαστε ως αναγνώστες, αλλά και ως εγγόνια Μακρονησιωτών κομμουνιστών στο αμέσως επόμενο υποκεφάλαιο με τον τίτλο «Η Μικτή Μακρονήσου κι ο Ολυμπιακός». Στη σελίδα 114 διαβάζουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο: «…Στις 26 Ιανουαρίου στις τρεις το μεσημέρι, το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ήταν ασφυκτικά γεμάτο, ενώ στους επίσημους καμάρωνε ο υπουργός Στρατιωτικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο πολιτικός που είχε χαρακτηρίσει το κολαστήριο της Μακρονήσου Παρθενώνα της σύγχρονης Ελλάδας. Οι ομάδες που ήταν παραταγμένες στον αγωνιστικό χώρο ήταν από τη μία ο Πρωταθλητής Ελλάδος Ολυμπιακός και από την άλλη η μικτή ποδοσφαιρική ομάδα του Α’ και Γ΄ τάγματος σκαπανέων της Μακρονήσου. Στην ομάδα της Μακρονήσου αγωνίζονταν οι “ερυθρόλευκοι” Νίκος Πολίτης, Διονύσης Γεωργάτος, Ηλίας Μαλαμόπουλος και ο Γιώργος Δαρίβας…». Ο αγώνας θύμιζε εσωτερικό προπονητικό διπλό του Ολυμπιακού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας του βιβλίου. Η ομάδα της Μακρονήσου νίκησε 2-1 τον Ολυμπιακό, και ο θρίαμβος της ομάδας τόσο μέσα στο γήπεδο όσο και εκτός σε μεγάλο αριθμό εφημερίδων (αθλητικών και μη)  της εποχής προσκάλεσε την οργή του εμφυλιακού καθεστώτος. Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν πως ο Ολυμπιακός υπήρξε από τα ελάχιστα παραδείγματα ομάδων σε εθνικό επίπεδο που παίχτες του στρατεύτηκαν στα σοσιαλιστικά ιδανικά, σε βαθμό αυταπάρνησης και αυτοθυσίας. Η ανάπτυξη του μαζικού λαϊκού κινήματος είχε εισβάλλει στον αθλητισμό, ειδικότερα στο ποδόσφαιρο, ένα άθλημα που ανατροφοδοτούνταν διαρκώς από μια μεγάλη λαϊκή βάση, και ο Ολυμπιακός ήταν η ομάδα με το μεγαλύτερο λαϊκό έρεισμα, και όπου  η ιστορική  πορεία του στη χώρα μας είχε παράλληλη τροχιά τόσο με την πορεία εμφάνισης της εργατικής τάξης, όσο και με  την προσπάθειά της να οργανωθεί ως τάξη. Το ποδόσφαιρο βέβαια μετά το 1979 θα γινόταν επαγγελματικό, η διαπλοκή της εξουσίας, τα οικονομικά σκάνδαλα ενέπλεξαν τις διοικήσεις του σωματείου, δημιουργώντας μεγαλύτερες συμφύσεις με την πολιτική εξουσία. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα του Προέδρου του Ολυμπιακού Κοσκωτά που αναλύεται μέσα στο βιβλίο. Το χάσμα ανάμεσα στη βάση και στην κορυφή μεγάλωσε.

Συγκεφαλαιώνοντας, το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου εφάπτεται με τις παρυφές μιας κοινωνιολογικής και ιστορικής ανάλυσης του ποδοσφαίρου, με το ειδικό του μέρος να ακουμπά στον «Ολυμπιακό» και το γενικό μέρος στο πολιτικο-ιδεολογικό εποικοδόμημα των κοινωνιών του 20ου αιώνα. Ξυπνά μνήμες από την ιστορία, την πολύπαθη ιστορία αυτού του τόπου, και είναι μία συνέχεια των προηγούμενων συγγραμμάτων του Σπύρου, Μεγάλη Ιδέα (1844-1922), 21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία του 1821, η ανάγνωσή του βιβλίου μάς συγκινεί, τάσσεται με  το μέρος των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αντικρίζει τον Ολυμπιακό ιδεαλιστικά και ιδεολογικά, παρόλο που η ερευνητική ματιά και οι αποστάσεις ενός αντικειμενικού ιστορικού -όσο μπορεί να είναι- καθίστανται αναγκαίες  στη μελέτη και την παράθεση του υλικού. Το ποδόσφαιρο άλλωστε, όπως και το λαϊκό κίνημα, γεννούν ανεξήγητα τους δικούς τους αγίους, που μαγεύουν, όπως ο άγιος των φτωχών Ντιέγκο Μαραντόνα, ένα γέννημα θρέμμα των καταπιεσμένων αυτού του κόσμου, ο μοναδικός παγκοσμίως καταξιωμένος ποδοσφαιριστής και ο πιο δημοφιλής ταυτόχρονα όλων των εποχών που μίλησε ανοιχτά εναντίον των αφεντικών του εμπορικού ποδοσφαίρου.

Βιογραφικό Σπύρος Μπρίκος