Ημερολόγιο Θηριοδαμαστή, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2024
ISBN : 978-960-640-229-6
Γράφει η Αγγελική Αποστολοπούλου
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
Σκέψεις, συναισθήματα, σκιρτήματα, ροές-διαρροές, στοχαστικές σιωπές, όλες αναφυόμενες από την ανάγνωση του βιβλίου του Αντώνη Σκιαθά ”ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗ”.
ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΙΟ ΑΓΡΙΟ ΘΗΡΙΟ
Η διασταύρωση μ’ ένα βιβλίο, αποτελεί μια στιγμιαία έκβαση. Η συγκυρία ίσως συνειδητή επιλογή, ενίοτε τυχαίο συναπάντημα. Εξακοντίζει την επιθυμία, εξάπτει την περιέργεια. Η αφή-επαφή του εξωφύλλου, κινητοποιεί τα δάχτυλα ερεθίζοντας τους μικρούς κεντρικούς νευρώνες του ανθρώπινου σώματος. Άλλωστε, το βιβλίο δεν κουρνιάζει σ’ ένα σώμα, κραδαίνοντας διακαώς την δική του αυτονομία; Ψηλαφίζοντας το δημιούργημα που στέκει αντίπαλα σιωπηλό, στωικό, αλώβητο κι αιθέριο, φυλλομετρώ τις σελίδες του. Η ανάσα κοφτή, εν αρχή ήν τέχνη. Αδάμαστη, φευγαλέα, προαιώνια, στίγμα, οσμή και λόγος καιρού και εποχών. Στο απέρριτα λιτό, λευκό εξώφυλλο δεσπόζει ένα κουλουριασμένο μαστίγιο με άκρη ατίθαση. Η διερώτηση, αμείλικτη: Ο ποιητής-δαμαστής θα τιθασεύσει το θηρίο και εν τέλει ποιo είναι αυτό; Διψά για αίμα ή απλώς λαχταρά να κουλουριαστεί στα πόδια μας; Οι χτύποι της καρδιάς εντείνονται, η αγωνία της περιέργειας εξάπτεται. Εγκολπωμενος τη θαλπωρή του, ο αναγνώστης αναζητά καταφυγή στα λεκτικά σύμβολα, ριγά, παραδίδεται σε επουράνια νέφη. Έπειτα…
Εισπνοή. Η πρώτη συνάντηση, ”ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΡΑΔΥ ΜΕ ΕΝΑ ΣΥΚΟ”.
Γράφει ο ποιητής: ”Άλλωστε, με μια φέτα καρπούζι/ένα τσαμπί σταφύλι/ένα σύκο και ένα ματσάκι βασιλικό/αλλάζει η οικουμένη.” Αίφνης από τις γραμμές του αναδύεται υφέρπουσα ουτοπία, νοσταλγική αχλή, ευωδιές καλοκαιρινών πρωινών. Όμως, η τέχνη ουδόλως αναίμακτη.. Πίσω από τις ανάερες εικόνες και την ευφάνταστη μυθοπλασία του υπερρεαλισμού, καραδοκεί το σφαγμένο όνειρο, οι θολερές πια προσδοκίες των εφηβικών χρόνων μας, σπαρμένες σε πρωτεύουσα και πόλεις επαρχιακές, θρηνώντας τα χαμένα υπέρτατα ιδανικά που προδόθηκαν, τα όνειρα που ξέβαψαν, τις σκισμένες από τον αέρα αφίσες, τον υπόγειο λυγμό των προσφύγων. Έτσι δεν λένε; Πως η ποίηση, η καλλιτεχνική εν γένει δημιουργία, οφείλει να υπερβεί το ”εγώ” και υπερνικώντας το, να δώσει υπόσταση στο ”εμείς”; Ανάμεσα σε οραματισμούς και έκστατική μέθεξη, ο ποιητής επιτυγχάνει το ευκταίο, εκείνο που μνημονεύει στις προσευχές του, ενώνεται με την ψυχή του αναγνώστη, ερμητικά, ανήλεα, δραματικά, εγείρει χειμαιρικό συναίσθημα, ως ακριβώς οφείλει, αγγίζοντας ή καλύτερα σπάζοντας την ευαίσθητη χορδή του, Κάθε στίχος του κι ένα σεργιάνι στο παρελθόν, ένα μήνυμα για όσα θα έρθουν, είτε εν τη παρουσία μας, είτε εν απουσία μας. Εξεικονίζοντας μια σκληρή, αμετάπειστη πραγματικότητα, παραμένει ιδεαλιστής, αιθεροβάμων, λυγά, διαρρηγνύει τα σπλάχνα του, χαριζοντας στίχους, αδέκαστους, ανυπόταχτους, στεντόρειους, θυμίαμα που ξορκίζει τους αθέατους δαίμονες μιας αιμοσταγούς εκ γενετής κοινωνίας.
Γράφει στην ”ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ” :
΄Έβγαλα εισιτήριο χωρίς επιστροφή/για τόπους που έβγαζαν τα κάρβουνα ανθούς/για πόλεις με ανθρώπους γονατιστούς και τα χέρια/ πίσω από το κεφάλι/για ηπείρους με παιδιά π’ άναβαν τα καντήλια τους στα μουγκρητά του εγκέλαδου”.
Τοποθετώντας έντεχνα τις εμπειρίες του επί τον τύπον των ήλων, μας ταξιδεύει σε ολέθρια δελτία ειδήσεων για μαζική κατανάλωση, έως ότου η συνείδηση, που ως όφειλε μας κρατά ξέγρυπνους να λάβει τη δέουσα οικουμενικότητα, προκαλώντας την πολυακουσμένη και παρεξηγημένη ποιητική συγκίνηση. Δίχως το σύγκορμο ρίγος, η τέχνη θα υπήρχε μόνο προς τέρψιν. Στο σταυροδρόμι αδημονεί η απόφαση για το ταξίδι. Τούτη την ώρα, τα συναισθήματα, η παραμελημένη ιστορική μνήμη, το ένδοξο παρελθόν, η ανικανοποίητη διδαχή, αίφνης φαντάζουν αυθύπαρκτα, Είθε, να γινόμασταν, για μια στιγμή μονάχα “Ελευθεροι Πολιορκημένοι”.
Επωμιζόμενος τους προβληματισμούς και τα άγχη μιας γενιάς, που μάτωσε για τις “ωραίες κάποιων ιδανικών της τις σημαίες”, ο δημιουργός δεν εθελοτυφλεί. Στον δικό του έρρυθμο πλανήτη, ορθώνονται βουνά βασανιστηρίων, αθώα παιδικά δάκρυα, άτοποι τόποι ρημαγμένοι από ιερούς-ανίερους πολέμους. Η αναβλύζουσα μουσικότητα υποθάλπει φράσεις αιχμηρές, διεγείρει νωθρές αναμνήσεις, υπογραμμίζει ιστορική αλήθεια, θρηνεί τον μαρασμό των προσμονών, ανθίσταται σε κυκλώνες κατάθλιψης. Λαξεύει φράσεις αλληγορικές, σμιλεύει παραβολές. Ενστερνίζεται την αλγεινή λήθη, διατηρεί ζωντανή τη μνήμη ηρωικών επιτευγμάτων, σε φορμόλη διαχρονικών μεταφορών, εξυφαίνει πικρή ειρωνεία, υπαρξιακή μελαγχολία, οργώνοντας μύχιο νόστο σε στείρα εδάφη απόγνωσης κι απελπισίας, γράφοντας: “ ένα είναι βέβαιο και μάλιστα οδυνηρό για τη συμφιλίωση/ότι με τους Καίσαρες, που ολιγωρούν για την ειρήνη,/ότι κανένας άγιος, κανένας πολιορκητής/δεν προσπάθησε να σταματήσει τη φυγή μας.”
Το σημαίνον συχνά καταλύεται από το σημαινόμενο.
Στάση. Βαριανασαίνοντας, κάπου στο Αιγάλεω του 20ου αιώνα.
Βαθύ μπλέ στην ποδιά και τον ουρανό, το τσιμέντο σταχτί, η κληρονομιά ασήκωτη για παιδικούς ώμους. Εκεί, σκαλίζαμε όνειρα, επαναστάτες με και χωρίς αιτία, πρίγκηπεςμε κοντά παντελονάκια, ψηλώναμε ως τα άστρα, αφοσιωμένοι στην πεποίθηση πως το άγνωστο θα διαβρωθεί κι εμείς αλώβητοι παντογνώστες. Σε εποχές που κυβερνούσε η σκλαβωμένη γνώση και μαράθηκαν τα γαρύφαλλα, ανοίγαμε κρυφά παράθυρο στο φθινόπωρο, με σφαγμένα χαμόγελα κι ένα στυλό στα δόντια, ικετεύαμε μιαν αποκάλυψη στην παγωμένη νύχτα. Αγκομαχώντας σκαλίζαμε στίχους σπουδαίων ποιητών, που τους κοιτάξαμε ευθέως μετά τη μεταπολίτευση. Όταν οι εξορίες και τα μαστίγια, σώπασαν κι άφησαν ανεξίτηλες τις πληγές τους. Οι ποιητές σε έρημο τόπο, πανταχού παρόντες.
”ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ”. Θύμησες που ενσταλάζουν το νάμα τους, λαδάκι στην πληγή μας, εμπνέουν τον ποιητή:
”Με ρήματα στην ενεργητική φωνή/άλλοτε στις διασταυρώσεις ωκεανών/με ταριχευμένους ναυαγούς/σε αφιλόξενες πόλεις/με στοιβαγμένους δαίμονες σε σχολικές αίθουσες/ και άλλοτε σε καφενεία υμνωδών/γράφω για τη άνοιξη και την αρρώστια της”.
Αλήθεια συμπυκνωμένη. Κι εκείνη η άνοιξη στην εντατική. Διασωληνωμένη, εκλιπαρεί μιαν αναλαμπή, την επίγνωση ενός άδικου “γίγνεσθαι”, αφορμή η οργή να υλοποιήθεί και να ξεσπάσει.υλοποιώντας την οργή. Μα η ανυπόταχτη καρδιά της νιότης, με άγνοια φόβου, ορίζει τον χρόνο πάντα ενεστώτα, στην ενεργητική φωνή, περικλείοντας ίσως ένα μέλλοντα, ίσως έναν παρελθόντα. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα υγραίνεται από καπνογόνα αδυσώπητων καθεστώτων και οι ανταρσίες προ πολλού πνιγμένες. Ο ποιητής αποτίει φορο τιμής σε όσους τεμαχίστηκαν χάριν δοσίλογων ιδεών, τυλιγμένοι σε δίχτυα ρατσισμού και κοινωνικών διακρίσεων. Η πεσιμιστική αποδοχή παραίτηση-θλιβερή αποτίμηση, ενυπογράφει το τέλος.:”ΜΑΘΗΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ”: Άλλωστε, ούτε επανάσταση έγινε/ούτε επαναστάτες υπήρξαν/και ούτε τα καμένα δένδρα/θα γίνουν ξανά Αμαζόνιος”.
“Η ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ” τελείωσε. Εν μέσω μαχών. Άς μην υποτιμάμε το τέλος του πολέμου, η ειρήνη είναι μόνο ένα διάλειμμα στο θέατρο της ανθρωπότητας λίγο προτού ξεκινήσει η επόμενη πράξη-σύρραξη. Η μεγαλυτέρα αυτών με την εν δυνάμει σκληρή ανθρώπινη μοίρα, το προπατορικό αμάρτημα. Ζωγραφισμένο ¨γιατί” σε μαβιά χείλη. Το μιαρό σπέρμα καθόρισε το χάσμα των γενεών.
Η σκέψη του τέλους στοιχειώνει, πάντα απρόσκλητος επισκέπτης κόβει το νήμα, ενώ αιθαλομίχλη σκεπάζει το σημείο εκκίνησης.
Γράφει ο Αντώνης Σκιαθάς: ”Ξενυχτάμε νικητές και ηττημένοι/με τα ψέματα και τις ερωτήσεις περί υπομονής/στη σιωπηλή συνοικία του θανάτου”.
Αποκρίνεται ζωγραφίζοντας περασμένα κατορθώματα, επικαλείται της νιότης το ξύπνημα, εμπλέκει τους χρόνους, αποδεικύοντας περίτρανα τη σχετικότητά τους.
Ανεξερεύνητος ωκεανός ο κόσμος. Αντιμέτωποι πλέον με τα χρόνια, τους φόβους, τις ενοχές, τα λάθη μας, που αποδεικνύονται πάντα σωστά. Ανούσιο άν ολα έγιναν κάποια Δευτέρα ή Παρασκευή. Ούτε ακούμε πια τι λέν οι άλλοι, λιώνοντας στη ζέστη του καλοκαιριού, περιτριγυρισμένοι από αναθυμιάσεις κρίσεων πανικού και εκκρίσεις νευρώσεων. Ο ποιητής κοιτά με ορθάνοιχτα μάτια το ανθρώπινο πεπρωμένο, πλέκοντας ιστούς, γύρω από τους οποίους ξετυλίγεται ο ”ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ”:
”Είναι πασίγνωστο στους ολιγαρκείς και αυτού του θέρους ότι/τα άλογα φεύγουν στα τριάντα τους και οι άνθρωποι αιώνια θα μιλούν/ για τον θάνατο στις έφιππες στιγμές του.”
Ο θάνατος πάντα στον ερχομό του προκαλεί τρομώδη έκπληξη. Ανίκανος ο άνθρωπος να ερμηνεύσει μήτε να εξηγήσει το αναγκαίο της αυθυπαρξίας του, πάντα ανυποψίαστος απέναντί του. Κληροδότημα από γενιά σε γενιά, το ανεξήγητο μυστήριο και τα θαύματα πανταχόθεν απόντα. Το ψύχος ριζώνει στη ερημιά ή ερημία του ατόμου. Στο περιθώριο της ζωής, μάχεται αενάως με το πιο μοχθηρό σαρκοβόρο.
Ο ποιητής εντοπίζει το ”ΣΥΜΒΟΛΟ ΕΡΗΜΙΑΣ”:
”Η πατρίδα του θηριοδαμαστή/ένα κρεβάτι με μια στρατιωτική κουβέρτα/στο δημόσιο υπνωτήριο”
Εδώ Πολυτεχνείο:
Γενεές άφθαρτων ιδεών συνυπογράφουν την ήττα τους. Το άλικο υπομένει, οι λέξεις κρημνίζονται, η αλήθεια κοιτάει κατάματα, εκθεμελίωνει τη πέτρινη πραγματικότητα, κατακυριεύται από την ελευθερία της γλώσσας, κατρακυλά ανάμεσα σε τσιγάρα κι αλκοολ, ως να υψωθεί κατόπιν με τα φτερά μιας θαμβωτικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τόσο υψηγορικός, εντούτοις τόσο αντικειμενικός αυτός ο λόγος..
Ο Άσιμος περιπλανιέται στα στενά των Εξαρχείων, εκεί η Γώγου προσφέρει λίγο νερό στα παιδιά με τα γκλομπ και τις ασπίδες πίσω απ’ τα οδοφράγματα, καθώς ο χρόνος στενεύει αναδύοντας οσμή στάχτης και νωπού χώματος, κι ο Αντώνης Σκιαθάς δηλώνει παρών με παρρησία να καταθέτει τις ”ΕΥΘΡΑΣΤΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ” του συλλογιζόμενος:
”Μέρες με πολιτικές συγκεντρώσεις/ νύχτες με λαϊκές μουσικές στις πλατείες/ και η βροχή να επιμέμένει στις ποιητικές αφωνίες του Heinrich Karl Boukowski/για τα οράματα των άλλων που ήθελαν τους ανθρώπους θλιμμένους.”
Ιδού η λύπη-τατουάζ των ανθρώπινων βλεφάρων, που η ωμότητα της τέχνης ξεπλένει, καθώς στριφογυρνά την απαστράπτουσα λάμα βαθύτερα.
Εκπνοή.
Αντί Eπιλόγου:
Αναμφίβολα, κινούνται γύρω μας αναρίθμητα θηρία, με μάτια κόκκινα και τεντωμένη ουρά.
Ίσως γι’ αυτό συχνά παραληρούμε, κραυγάζοντας πως έγινε ζούγκλα η ζωή. Θηρίο ο πόλεμος, θηρία οι σκοτεινές μύχιες υποψίες, θηρίο ο ιμπεριαλισμός, η επανάσταση, η ειμαρμένη. Ο ποιητής-θηριοδαμαστής έρχεται αντιμέτωπος με τα πιο άγρια ένστικτα, με το πιό σκληρό ζώο, το αδηφάγο ”εγώ”, τον σαρκοβόρο εαυτό μας..
Διαβάζουμε, κλίνοντας την κεφαλή, για μια ” ΕΦΗΜΕΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ”:
”Παράνομα καποιο πρωϊνό στην ηθική των ξεναγήσεων/ μάθαμε ότι στα χωράφια του τέλους του κόσμου/οι εμφύλιοι είναι αναπόφευκτοι”.
Χωρίς σχόλια.
Εν Κατακλείδι:
Ο Αντώνης Σκιαθάς στη γονιμότερη στιγμή της μακράς πορείας του, συναντά τους αναγνώστες στο πιο εύκαμπτο σημείο τους, ενώνεται, συνοδοιπορεί. Δελεάζεται, όπως πάντοτε, από τη γλώσσα των γεννητόρων του, την αγκαλιάζει, τη γεύεται, αποσπώντας τα τρυφερά της εδέσματα, απροσμέτρητες γλυκόπικρες λέξεις. Τα λόγια του, καθέφτισμα σε ήρεμα νερά, ως να φουσκώσουν, στοιχειώνοντας τα βράδια. Γλώσσα ρέουσα, κατανοητή, με απλότητα και συχνές αναφορές σε πρόσωπα και καταστάσεις, είτε ευθέως, είτε με τρόπο υπαινικτικό, γεμάτη εικόνες που αποπνέουν αύρα Ελληνική, απέλπιδα πιστός με τη στενή έννοια του όρου στα πάθη του και σε μια πατρίδα που γεννιέται και πεθαίνει ανελέητα, αναδεύοντας σώμα αντάμακαι αίμα.
Κατάφωρα προφανής η έντιμη στάση του απέναντι στον λόγο, τη ζωή και τον άνθρωπο, στην αδιακοπη δημιουργία, δεν ορρωδεί, ουδέ υπαναχωρεί, πιο ώριμος και σοφός τώρα. Εντούτοις πυκνά επιστρέφει στην κρυψώνα του, στην απαρχή του, διατρανώνοντας οτι οι αρχές και οι αξίες παραμένουν ατόφιες και ανεξίτηλες.
Καλλιτέχνης στην ουσία του με την συσταλτική έννοια του όρου υπηρετεί ασίγαστα, ολιστικά, ερωτικά σε μια μοναδική ένωση τη γραφή, την ελευθερία, την ευαισθησία, αμετανόητα επαναστάτης.. Ο λόγος του εδράζεται στην υπαρξιακή αναζήτηση του σύμπαντος, υπερβαίνει τα τεχνηέντως τεχνητά σύνορα των οριζόντων, διαμορφώνει δια-λεκτικά σύνολα. Τα κείμενά του εμποτισμένα με φιλοσοφική διάσταση, από την αρχή έως το τέλος, γίνονται αντλίες του νου και της ψυχής, περιέχουν όλα όσα ο αναγνώστης αποζητά. Συγκριτικά, κατά την υποκειμενική μου άποψη ασφαλώς, ο θηριοδαμαστής, είναι το σπουδαιότερο βιβλίο του Αντώνη Σκιαθά, ένα ξεχωριστό ημερολόγιο στο οποίο καταγράφει όσα στοιχειώνουν τις άγρυπνες νύχτες του, μ’ ένα αδιόρατο μειδίαμα αναπόλησης μεγάλων κατακτήσεων και μοιραίων σφαλμάτων.
Αλλά πέραν όλων αυτών, η υπέρτατη στιγμή μιας ποιητικής ραψωδίας, συντελείται, ως γνωστόν, τη στιμή.της συνάντησης του ποιητή με τον αναγνώστη, όταν κατακλύζει το άγγιγμα, η μετάγγιση σκέψεων και η απαντοχή νέων συνειρμών και ερμηνείας.
Στο τέλος, μόνο η ποίηση μετράει, σπάει δεσμά κι εφήμερες ταμπέλες.
Ο Σκιαθάς είναι ολόκληρος οδύνη, κραυγή, χρόνος κι έρωτας.
Έρωτας-Θάνατος! Άνοιξη-Επιτάφιος!
Στον αέρα περιδινίζονται Μύθοι Αφανείς, την ώρα που η Αρχιτεκτονική της Σιωπής σμιλεύει στίχους υπερβατικούς, η Κατασκοπεία του Χρόνου εξουθενώνεται στον αδυσώπητο αγώνα με την Αθανασία του Λόγου, η Ευγενία αναπέμπει ευγένεια και αγνότητα ψυχής, κι ο Μόνος Πιστός Ενοικος, αρνείται εμφατικά να δεχτεί ως χρισμένος επαίτης το δωδέκατο νοίκι.
Αντώνη Σκιαθά, σ’ ευχαριστούμε θερμά για τα φτερά που έρραψες στους ώμους μας…
Η αναφορά δεν θα μπορούσε παρά να είναι αποσπασματική και το γεγονός αυτό αδικεί ένα βιβλίο, που κάθε του λέξη αναδύει συνειρμούς, επιτρέποντας πολλαπλές ερμηνείες. Εξαιτίας αυτού…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….
Φωτογραφία: Με τον Τίτο Πατρίκιο και την Άννα Στράτου στην Tate Gallery